Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

To βλέμμα του Οδυσσέα



Ένας ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα με αφορμή την προβολή μιας ταινίας του.Κατά την παραμονή του στην Φλώρινα, μαθαίνει για τους αδελφούς Μανάκια και για τρείς χαμένες μπομπίνες τους.(Οι αδελφοί αυτοί, βλάχικης καταγωγής, εισήγαγαν τον κιν/φο στα βαλκάνια στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γυρίζοντας πολλές ταινίες με θέματα από την καθημερινότητα της εποχής).Αυτή είναι η αρχή της οδύσσειας του σκηνοθέτη στα βαλκάνια: του γίνεται έμμονη ιδέα να βρει τα χαμένα φιλμ και ξεκινάει ένα ταξίδι που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σκόπια, την ρουμανία και τέλος το Σαράγιεβο.
Η προβληματική της ταινίας αναπτύσσεται σε δύο άξονες:

1.Τα βαλκάνια.

Ο Αγγελόπουλος επιχειρεί να διατυπώσει το όραμα του Ρήγα με κινηματογραφικούς όρους.Η κύρια θέση της τανίας – όπως εγώ την κατάλαβα – είναι αυτή του Ρήγα: τα βαλκάνια αντιμετωπίζονται σαν λίγο-πολύ ενιαίο σύνολο, με κοινό παρελθόν και μέλλον (;), θέση που έρχεται σε αντίθεση με τους (μάλλον δημοφιλέστερους) εθνικισμούς που ξεφυτρώνουν εδώ και εκεί στην περιοχή και βεβαιώνουν τους οπαδούς τους ότι «εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους».
Η κινηματογραφική επιχειρηματολογία του Αγγελόπουλου είναι εντυπωσιακή στην σύλληψη της (αν και στην εφαρμογή παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, όπως θα πω παρακάτω): κύριο όχημα της είναι το βλέμμα.Η λέξη αυτή βέβαια αποτελεί ένα ακόμα κουλτουριάρικο κλισέ (όχι τόσο συχνό και κουραστικό όμως όσο το «εμβληματικό» ή «η ανθρώπινη κατάσταση» ), είναι όμως αλήθεια ότι στην ταινία χρησημοποιείται με ευρηματικό τρόπο.Ουσιαστικά σε αυτήν συναντιούνται τρία βλέμματα:


Α) Πρώτα από όλα, αυτό των αδελφών Μανιάκα.Στην εποχή τους ο κιν/φος ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που εννούμε σήμερα (ταινίες μυθοπλασίας διάρκειας περίπου 90 λεπτών).Όπως και οι αδελφοί Lumière , στις ταινίες τους καταγράφουν σκηνές από την καθημερινότητα της εποχής τους (δείτε π.χ. αυτό - με σημερινούς όρους θα λέγαμε ντοκυμαντέρ, με κάποια επιφύλαξη βέβαια.
Το βλέμμα τους είναι το πρώτο στα βαλκάνια.Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε ένα από τα φιλμάκια τους: μια γρια γνέθει στον αργαλιό.Αυτό το παρθένο βλέμμα ψάχνει ο σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής.Θέτει σαν στόχο του να ελευθερώσει το «φυλακισμένο βλέμμα» που βρίσκεται στα φιλμ που γύρισαν τότε οι αδελφοί και που δεν εμφανίστηκαν ποτέ.


Β) Το βλέμμα του πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη.Έχοντας στο μυαλό του την ελλάδα των παιδικών του χρόνων, προσγειώνεται ανώμαλα στην βαλκανική πραγματικότητα.Στην Φλώρινα, όπου παρουσιάζεται η ταινία του, προκαλεί τις διαμαρτυρίες του κόσμου και φυσικά την δυσαρέσκεια του.Δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά που συμβαίνουν και αυτά που βλέπει.
Μόνη του ελπίδα είναι τα χαμένα φιλμ.Για να μπορέσει να συνδεθεί με την πραγματικότητα, έχει ανάγκη να βρει αυτές τις χαμένες σκηνές – μόνο όταν κατανοήσει το πρώτο αυτό βλέμμα, θα είναι σε θέση να στρέψει και το δικό του στην περιοχή.Με αυτό το κίνητρο ξεκινάει η περιπλάνηση του στα βαλκάνια.

Η ταινία λοιπόν δεν περιγράφει μόνο την οδύσσεια του πρωταγωνιστή, αλλά και μια άλλη μεγαλύτερη: αυτή των βαλκανίων του 20ου αιώνα.Για χρόνια ολόκληρα η περιοχή ζούσε σε (σχετική) ειρήνη, μέχρι τα τέλη του 19ου – εκεί ακριβώς που εμφανίζεται το πρώτο βλέμμα στην περιοχή, αυτό των αδελφών Μανάκια.Το δεύτερο, αυτό του σκηνοθέτη, τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1990.Ανάμεσα τους, ο 20ος αιώνας.
Έτσι λοιπόν η οδύσσεια τελειώνει όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει επιτέλους τα φιλμ, αφού πρώτα έχει διασχίσει τα βαλκάνια και έχει βιώσει πλέον την πραγματικότητα της περιοχής.Τα δύο βλέμματα συναντιούνται και έτσι τελειώνει το ταξίδι.Αυτό που είδε ο σκηνοθέτης στα τέλη του 20ου αιώνα, είναι ακριβώς αυτό που είδαν και οι αδελφοί Μανάκια στις αρχές του: τα βαλκάνια είναι ενιαίος χώρος.

Η γριά που γνέθει στο πρώτο φιλμ θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε εθνότητα της περιοχής.Θα μπορούσε να ήταν η δικιά μου, αλλά και ενός αλβανού, σέρβου, βόσνιου, ρουμάνου.Είναι μια εικόνα που πριν καταγραφεί στο φιλμ, έχει καταγραφεί στην μνήμη των περισσότερων κατοίκων της περιοχής.Είναι ο «ενιαίος χώρος».Το ίδιο όμως ισχύει και για το δεύτερο φιλμ, την ταινία που βλέπουμε.Η συνεχής μετακίνηση από την μια χώρα στην άλλη ποτέ δεν δίνει την αίσθηση της αλλαγής.Οι εικόνες είναι επίμονα ίδιες, οι άνθρωποι το ίδιο.Κάποια πλάνα από πόλεις της σερβίας, της ρουμανίας κ.ά. είναι σαν να δείχνουν την μέση ελληνική επαρχιακή πόλη, με την ανύπαρκτη αρχιτεκτονική, τις τεράστιες άλλα αντί άλλων πινακίδες, την μιζέρια.(Η ενότητα αυτή, ιδεολογική εδώ, εκφράζεται με το εντυπωσιακό εύρημα με το άγαλμα του Λένιν που «διατρέχει» σπασμένο τα βαλκανία για να επιστρέψει στην Γερμανία).


Γ) Το τρίτο βλέμμα τώρα, είναι το δικό μου – αυτού του θεατή δηλαδή, που (επι)βλέπει τα δύο προηγούμενα.Αυτό είναι διαφορετικό βέβαια από θεατή σε θεατή.Εδώ θα περιοριστώ να περιγράψω το δικό μου, δηλαδή να πω πώς είδα εγώ την ταινία.
Η κριτική μου αφορά δύο σημεία:

1. Η ταινία προσφέρει σημαντική αισθητική απόλαυση, έχει ωστόσο ένα αδύναμο σημείο: τους διαλόγους.Ο Αγγελόπουλος μπορεί να είναι ποιητής της εικόνας, του λόγου όμως μάλλον δεν είναι.Οι περισσότεροι διάλογοι της ταινίας είναι στο στυλ «με λένε Αρτέμη» και δεν βγάζουν νόημα, ποιητικό ή άλλο – πρόβλημα αρκετά σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η διάρκεια του έργου είναι κάπου 3 ώρες.Οι επιτυχημένοι διάλογοι είναι ελάχιστοι (π.χ. αυτός για την ομίχλη στο Σαράγεβο) και δύσκολα αντισταθμίζουν τις διάφορες ασυναρτησίες.
Ο συμπαθής Αρτέμης δικαιώνεται επίσης στα σημεία εκείνα που ο ήρωας πέφτει στην αγκαλιά διαφόρων γυναικών, ζώντας παράλληλα το υπαρξιακό του δράμα (π.χ. στο Μοναστήρι).Προφανώς ο Αγγελόπουλος επεδίωξε να συνεχίσει τον παραλληλισμό με τον Οδυσσεα, αλλά αυτό δεν κολλάει στην ταινία.Ο μεσήλικας σε υπαρξιακή κρίση που μπαλαμουτιάζει το γκομενάκι και παράλληλα δίνει εσωτερική μάχη ψυχής – εκφραζόμενη με κλάματα όταν την αγκαλιάζει και την φιλάει, έλεος – είναι νομίζω το πιο αναμενόμενο art house κλισέ και κατά την γνώμη μου δεν παλεύεται με τίποτα (όπως και η σκηνή που βγαίνοντας από το μπαρ στο Βελιγράδι αρχίζει ένα εντελώς άκυρο name-dropping με πρώτη-πρώτη την απολύτως κουφή αφιέρωση «Στον Charles Mingus» (!!!!!!)

2. Η δεύτερη διαφωνία μου είναι πιο ουσιαστική και αφορά την γλώσσα.Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας οι ήρωες συνεννούνται στα αγγλικά, γεγονός που σίγουρα αφαιρεί από τον ρεαλισμό της ταινίας ( μην ξεχνάμε ότι τα άτομα που συναντά ο ήρωας μεγάλωσαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία – πόσες δυνατότητες υπήρχαν τότε να μάθει κανείς καλά αγγλικά; ). Αν ωστόσο ήταν απλά θέμα ρεαλισμού, δεν θα επέμενα τόσο – η λεπτομέρεια αυτή είναι πολύ πιο σημαντική.
Στις θετικές επιστήμες, όταν πρέπει να λύσουμε ένα πρόβλημα, σύχνα κάνουμε κάποιες παραδοχές – π.χ. παραβλέπουμε κάποιες δυνάμεις που ασκούνται σε ένα σώμα και είναι πολύ μικρές, στρογγυλοποιούμε κάποια νούμερα (π.χ. δεχόμαστε ότι g = 10 m/sec2 κτλ.
Η πρακτική αυτή χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι από ένα σημείο και μετά οι παραδοχές, όταν είναι χοντροκομμένες, οδηγούν σε σαφώς λάθος συμπεράσματα.
Πιστέυω ότι στην ταινία που συζητάμε αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.Η παραδοχή ότι οι διάφοροι λαοί των βαλκανίων μπορούν σχετικά εύκολα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους (έστω στα αγγλικά) είναι μη παραδεκτή κατά την γνώμη μου.

Δεν επιτρέπεται, σε μια ταινία που φιλοδοξεί να μιλήσει για τα βαλκάνια, η γλώσσα των λαών να είναι απούσα.Ο κινηματογράφος δεν καταγράφει μόνο την εικόνα (πλέον), αλλά και τον ήχο.Αυτός είναι μέρος της κινηματογραφικής γλώσσας (δείτε για παράδειγμα αυτήν την πανέξυπνη ταινία σχετικά) και το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν το εκμεταλλεύται (σε ταινία με τέτοια θέμα! ) είναι λάθος κατά την γνώμη μου.
Το θέμα δεν είναι όμως μόνο κινηματογραφικό/ αισθητικό, έχει και ουσία.Δεν μιλάω καμμιά βαλκανική γλώσσα, γνωρίζω όμως ότι το ζήτημα είναι τόσο περίπλοκο, όσο θα περίμενε κανείς για την συγκεκριμμένη περιοχή. Έχω μάλιστα ακούσει ότι συχνά άτομα από διαφορετικές εθνότητες κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον (ιδιώς μπροστά σε ξένους (= δυτικούς)!!!), ενώ στην πραγματικότητα (και με λίγη προσπάθεια) θα τα κατάφερναν! Αυτό και αν είναι εικόνα για να καταγραφεί στην συγκεκριμμένη ταινία με την συγκεκριμμένη προβληματική!

Μπορεί όντως η μαυροντυμένη γιαγιά που γνέθει να είναι (για εμάς τους έλληνες, ήταν) ένας κοινός τόπος σε όλη την περιοχή, η γλώσσα της όμως δεν είναι και αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέψουμε.Είναι μια παραδοχή έξω από τα όρια του αποδεκτού και, όπως συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες, μας οδηγεί σε συμπεράσματα που τελικά δεν περιγράφουν ικανοποιητικά αυτό που θέλουν να περιγράψουν.
Ωραία όσα λέει ο σκηνοθετής για το βλέμμα, οι άνθρωποι όμως έχουν, εκτός από μάτια, αυτία και στόμα.

Εδώ ολοκληρώνονται τα σχόλια μου για τον πρώτο θεματικό άξονα της ταινίας, τα βαλκάνια.
Υπάρχει και ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός, στον οποίο μάλιστα ο σκηνοθέτης τα καταφέρνει μάλλον καλύτερα!

Αυτό θα είναι το θέμα του επόμενου ποστ.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Kατακτήσαμε την πρώτη κορυφή στο Πεκίνο





Διάβασα σε αυτό το άρθρο την εξής τρομακτική είδηση:


Σημειώνεται ότι στον παγκόσμιο πίνακα του ντόπινγκ, μετά την πρώτη στην κατάταξη, Ελλάδα με 15 αθλητές, ακολουθούν Βουλγαρία με 11, Ρωσία με 10, Κίνα με 3, Ρουμανία με 3, Ιταλία με 2, Βραζιλία, Κολομβία, Δανία, Ινδία, Ισραήλ, Τζαμάικα, Ολλανδία και ΗΠΑ, με 1 κάθε χώρα.


Εδώ μας οδήγησε λοιπόν η ναζιστική νοοτροπία μας, σύμφωνα με την οποία οι επιτυχίες ενός αθλητή δεν οφείλονται μόνο στους κόπους και στο ταλέντο του, αλλά και στην φυλή στην οποία ανήκει.

Ακόμα πιο θλιβερό είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν με την είδηση (ακόμα και το άρθρο που παραθέτω, by the way την αναφέρει) - προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος ή/και ενδιαφέρον να μάθουμε ότι η χώρα μας έχει σε απόλυτους αριθμούς περισσότερους ντοπαρισμένους αθλητές από την Κίνα, την Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία μαζί (!).



Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

The Clash of Civilizations





Σε μια συζήτηση που είχα με ένα αμερικάνο συνάδελφο, του μίλησα για κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπισα στην δουλειά μου πρόσφατα.
Μου απάντησε με ένα γνωμικό που είχα καιρό να ακούσω:

no pain, no gain

Αυτόματα θυμήθηκα ένα συμφοιτητή μου.Ήταν μέγιστος μάστορας της αντιγραφής.Είχε μακριά μαλλιά για να κρύβει το hands-free ακουστικό που του έδινε τις απαντήσεις και στην πιο δύσκολη ερώτηση.
Είχε αναπτύξει μια γραμμική β' που χρησημοποιούσε για να γράφει σκονάκια στα πιο απίθανα σημεία.
Το μότο του ήταν:

δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

(Ιδανικά, η ατάκα αυτή προφέρεται με χαλλλλαρό, αλλά απόλυτα σίγουρο ύφος.Πριν καθήσει, ο φιλόσοφος έχει εναποθέσει στο τραπέζι: μπρελόκ με κλειδιά αυτοκινήτου, πακέτο με τσιγάρα, αναπτήρα, αθλητική εφημερίδα ( + ψευδο-οικονομική, αν βρισκόμαστε στην εποχή της χρηματιστηριακής φούσκας).Την κόμμωση του κοσμεί ζευγάρι γυαλιών ηλίου με ευδιάκριτη την μάρκα, επιμελώς τοποθετημένα δίκην θερμοσύφωνα.Ύστερα από την εκφορά της ακολουθούν δύο γουλιές φραπέ, αφού προηγηθεί κούνημα με το καλαμάκι διάρκειας ενός λεπτού)

Μερικές φορές σκέφτομαι πως ο χρόνος που αφιέρωνε στις διάφορες πατέντες του ίσως να ισοδυναμούσε με τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να διαβάσει το μάθημα και να το περάσει.
Δεν νομίζω να τον είχαν πιάσει ποτέ (βέβαια μην φανταστείτε ότι ήταν τρομερά δύσκολο να αντιγράψεις στην σχολή μου).


Τα δύο αυτά γνωμικά σχετικά με το πώς μπορείς να επιτύχεις κάτι:

no pain, no gain
δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες, δύο συστήματα εντελώς ξένα μεταξύ τους.


Quiz:

1. Ποιος από τους δύο συνδικαλίζεται και "απαιτεί" από το κράτος;
2. Ποιος από τους δύο δουλεύει σε ένα θαυμάσιο νοσοκομείο με περίπου $ 8.500/μήνα και ποιος σε κέντρο αδυνατίσματος με €700/μήνα;




Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Είστε επιχειρηματίας, κύριε Πετσόπουλε;






Διαβάζοντας μια σε γενικές γραμμές ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός εκδότη, έπεσα στην απίστευτη αυτή ερώτηση που έβαλα για τίτλο.

Ο δημοσιογράφος ρωτάει τον εκδότη αν είναι ...επιχειρηματίας.Πραγματικά θα ήθελα να ήξερα ποια κοσμοθεωρία πρέπει να έχει ο δημοσιογράφος για να ρωτήσει κάτι τέτοιο.Ποιο σύστημα, εκπαιδευτικό ή ο,τιδήποτε άλλο, εκπαιδεύει άτομα με τέτοιες απορίες;

Σίγουρα η ερώτηση δεν οφείλεται σε αφέλεια – δεν νομίζω ας πούμε να ρώταγε ποτέ ο δημοσιογράφος τον Καραμανλή «είστε πολιτικός;» ή τον Κακλαμανάκη «είστε αθλητής;».
Η ερώτηση έχει φυσικά προβοκατόρικο χαρακτήρα, εξάλλου ο εκδότης φαίνεται να ανήκει στην αριστερά.Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η επόμενη – ακόμα πιο κουφή: Το κέρδος είναι απαγορευμένη λέξη εδώ μέσα; (!!!)

Η απορία μου όμως παραμένει: είναι δυνατόν στην Ελλάδα του 2008 να θεωρούνται τα εντελώς αυτονόητα «προβοκάρισμα» ; Και ακόμα χειρότερα: πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο δημοσιογράφος το κοινό του, όταν θεωρεί ότι αυτή η ερώτηση θα διεγείρει την περιέργεια του; Αλλά και το κοινό; Τι να σκέφτηκε όταν διάβασε την συνέντευξη; Θεώρησε την ερώτηση φυσιολογική;

Προσπαθώ να μεταφράσω την ερώτηση σε μια ξένη γλώσσα – δεν μου βγαίνει: όπως και να την διατυπώσω, μου φαίνεται ότι η μόνη απάντηση που θα πάρω είναι ένα huh? με το αντίστοιχο εμότικον.


YΓ. Εδώ η συνέντευξη


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Die zweite Heimat





Frankfurt am Main, 40 χρόνια μετά


Μόλις είχαμε βγει με τον πατέρα μου από την όπερα της Φρανκφούρτης και κάναμε μια βόλτα στην πλατεία.Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, σταματάει και κοιτάζει επίμονα και κάπως αδιάκριτα ένα ζευγάρι που κάθεται σε μια καφετέρια. Ήταν ένας μικροσκοπικός υπερκινητικός τύπος, στα 50φεύγα που έπινε το ποτάκι του μαζί με μια ωραία γυναίκα, αρκετά νεότερη.
Το βλέμμα του πατέρα μου μου κίνησε την περιέργεια, ήταν κάπως ασυνήθιστο, για εμένα που τον ήξερα.Τον ρώτησα ποιος είναι αυτός που κοιτάει.
Ήταν ο Daniel Cohn-Bendit – εγώ δεν τον ήξερα καν, μου φάνηκε όμως πολύ συμπαθητικός. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή που έιχα με τον Μάη του 1968.

Στην συνέχεια, έμαθα πολλά σχετικά – το ενδιαφέρον μου για την εποχή κινήθηκε πρώτα από όλα από αυτή την τυχαία συνάντηση και κυρίως από τα ελάχιστα λεπτά που μεσολάβησαν από την στιγμή που ο πατέρας μου είδε τον Cohn-Bendit, μέχρι την στιγμή που άρχισε πάλι να μου μιλάει (τι να σκέφτηκε – ή, σωστότερα, τι να θυμήθηκε; Ποτέ μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι ο πατέρας μου κάποτε ήταν 20άρης)

10+ χρόνια μετά από αυτήν την συνάντηση – και αφού πλέον έγω μάθει αρκετά για την περίοδο εκείνη – βρίσκομαι μόνος μου στην αγαπημένη μου Φρανκφούρτη για ένα διάστημα, μένω σε ένα δωμάτιο που έχω νοικάσει στο σπίτι ενός ζευγαριού.
Λαμβάνω ένα βράδυ μια πρόσκληση από αυτούς σε δείπνο, στο σπίτι κάποιων φίλων τους.Με ξένισε η πρόσκληση – πήγα επειδή δεν βρήκα αξιοπρεπή δικαιολογία για να το αποφύγω.
Τι δουλεία είχα εγώ με 2 ζευγάρια 60άρηδων και μάλιστα με τα μέτρια γερμανικά μου;

Μερικά ποτήρια πολύ καλού κόκκινου κρασιού αργότερα, υπό τους γνώριμους ήχους των Paint it black, Visions of Johanna, Padam padam, I am the Walrus, The house of the rising sun, Quand on n'a que l’amour κτλ, δεν ήθελα να τελειώσει η βραδιά – ήξερα ότι ζούσα κάτι μοναδικό.

Βλέποντας και ακούγοντας αυτούς τους γλυκύτατους παλαίμαχους με τα κόκκινα από το κρασί μάγουλα να διηγούνται ιστορίες από την νιότη τους, ένιωθα σαν τον Guy Montag (ήρωα του βιβλίου Fahrenheit 451) που στο συγκλονιστικό τέλος συναντάει τους ανθρώπους-βιβλία που του αποκαλύπτουν ένα κυριολεκτικά άλλο σύμπαν.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ζήσει τον Μάη του ’68 από μέσα, στο Παρίσι και την Φρανκφούρτη – μιλώντας μαζί τους, αγγίζοντας τους, ένιωθα για πρώτη φορά στην ζωή μου την ιστορία σαν βίωμα, σαν ανθρώπινη επαφή και όχι σαν ντοκυμαντέρ ή σαν σελίδες βιβλίων.

Είχαν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με ένα VW της συμφοράς, είχαν πάει σε ένα σωρό χώρες – σήμερα πολύ φοβάμαι πώς σε εκείνα τα μέρη μόνο με γκρουπ τολμάμε να πάμε.Το εντυπωσιακό ήταν το πόσο πολύ ενδιαφέρθηκαν για την κουλτούρα του κάθε λαού, πόσο προσπάθησαν να μάθουν (η σπιτονοικοκυρά μου μάλιστα ψιλομίλαγε αραβικά!! ).Με συγκίνησε η αγάπη τους για την Ελλάδα, αλλά και οι γνώσεις τους για την χώρα μας, για την σύγχρονη ιστορία μας, την τέχνη μας – ένας μάλιστα ήξερε κομμάτια του Χατζιδάκι απ’έξω.Με λύπη σκέφτομαι πόσο άβολα θα ένιωθαν πολλοι συμπατριώτες μου σε μια τέτοια συζήτηση, μη έχοντας τι να πουν.

Αυτό που με άφησε άφωνο όμως (κυριολεκτικά) ήταν οι θέσεις τους σχετικά με την πολιτική, την Ευρώπη, τις σύγχρονες κοινωνίες κτλ.
Έχοντας διαβάσει πολλά από τα γραπτά των φιλοσόφων και στοχαστών που ήταν στην μόδα τότε, γνωρίζοντας τις θέσεις των πολιτικών σχηματισμών που προέκυψαν από τον Μάη, περίμενα την κλασσική αριστερή γαλλο-γερμανική μονολιθικότητα, την τεχνοφοβία, τον κρατισμό, την κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας και τα άλλα γνωστά.
Αντίθετα ακούσα τα χειρότερα για τον Φιντέλ, τον Τσε και τον Μάο, ειρωνείες για την οικολογική εσχατολογία, θαυμασμό για τις νέες τεχνολογίες, συντριπτική κριτική του γερμανικού κοινωνικού κράτους και τόσα άλλα που δεν περίμενα – ιδίως σχετικά με τους φιλοσόφους της γαλλίας και της σχολής της Φρανκφούρτης .
Είχα βέβαια ψιλιαστεί ότι ως ένα βαθμό ότι η περιόδος εκείνη μπορεί μην είναι τόσο «κόκκινη» όσο νομίζουμε σήμερα – ας πούμε γνώριζα ήδη ότι ο Κέρουακ ήταν υπέρ του πολέμου του Βιετνάμ, ο Ντύλαν κράταγε αποστάσεις από την αριστερά κτλ. Τα είπα όλα αυτά σε ένα συνομιλητή μου και του εξέφρασα την έκπληξη μου – αλλιώς τα είχα διαβάσει του είπα.

Θυμάμαι σαν τώρα την απάντηση του.Έσκυψε συνωμοτικά και μου είπε: « Πολλά από αυτά που λες ισχύουν, όχι όμως στον βαθμό που νομίζετε όσοι δεν ζήσατε τότε.Απλά οι χειρότεροι από έμας ασχολήθηκαν με την πολιτική - και όσοι από αυτούς απέτυχαν ακόμα και εκεί, ασχολήθηκαν με την διανόηση και την τέχνη, στην γαλλία μάλιστα, όσοι απέτυχαν ακόμα και σε αυτό, έγιναν καθηγητές παν/μιου!» .

Γέλουσα μόνος μου, σκεφτόμενος αυτήν την ατάκα, στον δρόμο της επιστροφής, αργά το βράδυ στους δρόμους του Sachsenhausen.Στο μυαλό μου στριφογύριζαν εικόνες της μεγάλη κληρονομίας που μας άφησαν πίσω τους οι εκδρομείς του ’60: οι γυναίκες στις ταινίες του Jean-Luc Godard, το ηλεκτρικό όργιο στο Voodoo Chile,η Marianne Faithfull των 90ς και 00ς, τα ποιητικά οράματα του Dylan, το γούστο και το ντύσιμο του Cohen, οι τελευταίες σκηνές στο The dreamers, το LA woman, το βλέμμα στο μέλλον των Silver Apples, οι στίχοι του Epitaph, η φωνή του Scott Walker,η ηθική του Frank Zappa.
Πάνω από όλα, η φωτογραφία της κοπέλας στο πίσω μέρος του Songs from a Room.

Η παρέα των οικοδεσποτών μου, στα φοιτητικά τους χρόνια, είχαν ένα στέκι εδώ στην Φρανκφούρτη, όπου πέρναγαν την ώρα τους και κουβέντιαζαν με τις ώρες.Μου έμεινε το όνομα του: Cafe Voltaire.

Cafe Voltaire.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω και ένα καφέ, σε έστω μια φοιτητική περιοχή της ελλάδας, που να έχει αυτό το όνομα.
Στην σχολή μου πάντως, η πιο δημοφιλής καφετέρια λεγόταν Κάρμα.Πήγαινα συχνά, αλλά δεν μου άρεσε – ήταν η επιτομή του μπανάλ, όπως αρμόζει άλλωστε σε μια ιατρική σχολή.
Προτιμούσα ένα ξεχασμένο καφενείο πίσω από την σχολή, που είχε ξεμείνει από την Αθήνα μιας άλλης εποχής (αυτής που επιχείρησα να περιγράψω στο τρίτο μου ποστ).Δεν είχε καν όνομα, Μπάμπη το λέγαμε, από το όνομα του ιδιοκτήτη.

Ενώ πλησιάζω την Museumsufer – την αγαπημένη μου γωνία στην Φρανκφούρτη – σκέφτομαι ότι σνομπάρουμε τον Μπάμπη (επειδή δεν είναι γκλάμουρ), ενώ το Cafe Voltaire δεν μας περνάει καν από το μυαλό.
Υπάρχει περίπτωση να αναπωλήσουμε ποτέ τις κρυόβραστες και αδιάφορες καφετέριες που κάτσαμε στα νεανικά μας χρόνια, να θυμόμαστε τις συζητήσεις που κάναμε εκεί;
Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι μια συζήτηση που είχα κάνει με δύο φίλους μου σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική – είμασταν εντυπωσιασμένοι από τους Future Sound of London.Στο τέλος, χωρίς να θυμάμαι την πορεία μας προς τα εκεί, καταλήξαμε στην Μεταμόρφωση του Κάφκα.
Η συζήτηση αυτή έγινε όταν ήμουν 18 χρονών, στο σουβλατζίδικο «Κάβουρας» στα Εξάρχεια.Όσο και αν σας φαίνεται απίστευτο αν περάσετε απ’έξω, έχει κήπο πίσω (!!!).

Πολύ φοβάμαι όμως ότι αν μετά από 30 χρόνια καλέσω ένα νέο άνθρωπο σπίτι μου για φαγητό, δεν θα έχω πολλά να του πω, ούτε θα έχει πολλά να ρωτήσει.Μάλλον θα βαρεθεί.

Καλύτερα να βρει μια καλή δικαιολογία να μην έρθει...



Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

The Night of the Hunter














Έχω προσέξει ότι πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο περισσότερο σαν μέσο ψυχαγωγίας, παρά στοχασμού.Απόδειξη ότι, ενώ επιλέγουν με προσοχή βιβλία και CD, στις ταινίες έχουν συνήθως πιο χαλαρά κριτήρια.Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι μέχρι πρόσφατα δύσκολα μπορούσε να βρει κάποιος ταινίες – συνήθως εξαρτώταν από την τηλεόραση και της αίθουσες.

Παρόλο που ο κιν/φος βρίσκεται παντού, ίσως τελικά να είναι το μέσο που λιγότερο γνωρίζουμε, αφού η επαφή μας με αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές με μέτριες ή απλές ταινίες που έχουν σαν στόχο μόνο την διασκέδαση.

Η ταινία «The night of the hunter» επιδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες του μέσου αυτού σε σοβαρά και δύσκολα θέματα.Γυρίστηκε το 1955 και αποτελεί ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στην θρησκεία.
Από τα κλειδιά για την επιτυχία της ταινίας είναι νομίζω η οπτική γωνία από την οποία βλέπει την θρησκεία: δεν ασχολείται με αυτήν οντολογικά, δηλαδή δεν παίρνει θέση στο ερώτημα «υπάρχει θεός; ».Αυτό που απασχολεί τους δημιουργούς είναι το πώς η πίστη στον Θεό επηρεάζει την συμπεριφορά και την προσωπικότητα των ανθρώπων.


Ο πρωταγωνιστής (Harry Powell), βασισμένος σε υπαρκτό πρόσωπο, είναι το κακό. Περιφέρεται σε μια αμερικάνικη επαρχία που είναι σαν να έχει βγει από βιβλίο του Faulkner και ψάχνει να βρει πλούσιες χήρες για να τις παντρευτεί, να τις σκοτώσει, να πάρει τα λεφτά τους και να εξαφανιστεί.Τον πρωτοσυναντάμε να οδηγεί το αυτοκινήτο του πηγαίνοντας στο επόμενο θύμα του.Κατά την διάρκεια της διαδρομής μιλάει μόνος του με τον Θεό – από τον μονόλογο ( ή μάλλον «διάλογο» ) μαθαίνουμε ότι θεωρεί την αποστολή του θεόσταλτη, ότι αυτό που κάνει είναι «θέλημα θεού». Σε μια άλλη σκηνή, αργότερα, κάποιος τον ρωτάει ποιας θρησκείας πάστορας είναι.Η απάντηση του: «της θρησκείας που Αυτός και εγώ έχουμε συμφωνήσει».
Για τον Powell η θρησκεία και ο Θεός είναι η δικαιολογία για την ανηθικότητά του. Η πίστη είναι αυτή που του επιτρέπει να σκοτώνει και να κλέβει – χωρίς αυτή, αναγκαστηκά θα θεωρούσε τις πράξεις του κακές, ενώ τώρα – μέσω της πίστης – δικαιολουγούνται .Το μίσος και η κακία του έχουν την νομιμοποίηση του Θεού και έτσι γίνονται αποδεκτά.Αυτό περιγράφεται σε μια ιδιοφυή σκηνή, που δυστυχώς απαιτεί εξοικείωση με την κινηματογραφική γλώσσα για να γίνει κατανοητή: ο Powell παρακολουθεί σε μια παράσταση burlesque μια όμορφη κοπέλα να χορεύει.Σε ένα κοντινό πλάνο βλέπουμε ξαφνικά να πετάγεται από την τσέπη του σακακιού του το δολοφονικό στιλέτο του και τον ακούμε να λέει στον Θεό με απογοήτευση , βλέποντας την κοπέλα, “Can’t kill them all”.
Το στιλέτο είναι ένα διπλό σύμβολο: από την μια συμβολίζει τον φαλλό και από την άλλη την βία/τον φόνο.Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του βρίσκει διέξοδο στην βια – αυτό μπορεί να γίνει εφικτό όμως μόνο μέσω της θεϊκής νομιμοποίησης, η οποία εκφράζεται από την φράση που λέει ο Powell στον Θεό, σαν να ήταν ένας παλιός του φίλος.

Το άλλο άκρο του φάσματος της ηθικής είναι η Rachel Cooper.Αυτή είναι μια γρία που μαζεύει ορφανά στο σπίτι της και προσπαθεί να τα προστατεύσει και να τα μεγαλώσει.Σε αυτήν καταλήγουν τα δύο παιδάκια που κυνηγάει ο Powell (στην αρχή της ταινίας παντρέυται μια χήρα με δύο παιδιά για να τις φάει τα λεφτά που τις είχε αφήσει ο ληστής σύζηγος της πριν τον συλλάβουν.Τα λεφτά όμως είναι κρυμμένα και μόνο τα παιδία ξέρουν πού είναι.Ο Powell λοιπόν σκοτώνει την χήρα και κυνηγάει τα παιδιά για να μάθει την κρυψώνα).Η γριά Rachel είναι πιστή – στην αρχή την βλέπουμε να διαβάζει ιστορίες από την Βίβλο στα παιδάκια της.Νιώθει μια ανιδιοτελή αγάπη για τα παιδία και μια κυνική αποστροφή για τον κόσμο.Έχει σαν σκοπό της να τα προστατέψει και αυτό τελικά πετυχαίνει.Στο πρόσωπο της Rachel λοιπόν συνυπάρχουν η πίστη και η καλοσύνη.

Ανάμεσα στα δύο αυτά ακρά, το κακό και το καλό, βρίσκονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες.

Η χήρα που παντρέυται τον Powell είναι μια μόνη και απροστάτευτη γυναίκα στην συντηριτική αμερικάνικη επαρχία.Είναι πιστή, αλλά έχει και ορμές.Μόλις παντρεύονται, την πέφτει στον πάστορα για να το κάνουν.Αυτός την κράζει χρησημοποιώντας θρησκευτική επιχειρηματολογία.Αυτή συμβιβάζεται (ντρέπεται μάλλον) και στην συνέχεια την βλέπουμε να βγάζει πύρινους λόγους στους συμπολίτες της περί ηθικής και Θεού.
Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνει την σχέση του μικροαστού με την θρησκεία: αυτή είναι όπως και όλα τα άλλα σε αυτόν: χλιαρή.Μακριά και από τα δύο άκρα, της Rachel και του Powell, και πιστέυει και δεν πιστεύει.Τελικά, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, καταλήγει στην πίστη αλλά με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του Powell και της Rachel : για την χήρα η πίστη δεν είναι υπαρξιακό ζήτημα, έχει να κάνει με το κοινωνικό φαίνεσθαι.
Η σκηνή του φόνου είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου κατά την γνώμη μου.Αν προσέξετε, το δωμάτιο έχει σχήμα μικρής εκκλησίας και ο Powell λίγο πριν τον φόνο βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, ενώ η χήρα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου (δείτε την εικόνα δίπλα).

Ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας του έργου όμως είναι η φίλη της χήρας.Αυτή εισάγει μια έννοια απαραίτητη για την κατανόηση του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία και την κοινωνία: την βλακεία.
Ο Powell έχει φτιάξει ένα μικρό λογίδριο περί κακού, καλού και θεού με το οποίο εντυπωσιάζει τις διάφορες θείτσες, ιδιώς με την θεατρικότητα του (βοηθάνε σε αυτό οι λέξεις love και hate που έχει γράψει στις γροθιές του).Με το που το ακούει (και το βλέπει) η φίλη της χήρας εντυπωσιάζεται, «αυτός είναι πράγματι άνθρωπος του Θεού» λέει, και από τότε τον εμπιστέυται τυφλά.
Ακριβώς το ίδιο show με το λογίδριο και τις γροθιές παρουσιάζει ο Powell στην συνομίληκη της φίλης, την Rachel.Στα πρώτα πέντε λεπτά, η Rachel λέει: «αυτός δεν είναι άνθρωπος του θεού, είναι κακός».
Η φίλη της χήρας δεν είναι αρνητικός χαρακτήρας.Τα κίνητρα της είναι αγνά – βασικά είναι τα ίδια με της Rachel: ό,τι κάνει, το κάνει από ειλικρινή αγάπη για τα παιδιά.Παρά τα αγνά κίνητρα της όμως, η βλακεία της παραλίγο να οδηγήσει τα παιδιά στον θάνατο.Βλάκεια και καλοσύνη λοιπόν, αυτός ο συνδυασμός είναι που εκμεταλλεύται αιώνες τώρα η θρησκεία για να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο.
Και κάτι ακόμα: στο δικαστήριο που δικάζεται ο Powel στο φινάλε βλέπουμε να πετάγεται από το ακροατήριο ένα κεφάλι και να ουρλιάζει «λυντσάρετε τον» : είναι αυτή.Μετά βλέπουμε ομάδα «αγανακτησμένων πολιτών» που ζητάνε το κεφάλι του Powel.Επικεφαλής, αυτή.Ο θαυμασμός της έγινε μίσος.Η Rachel, που έβγαλε το φίδι από την τρύπα, ούτε καν ασχολείται με όλα αυτά.Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο κίνδυνος για τα παιδιά πέρασε, επέστρεψε σε αυτά.Ούτε λυντσαρίσματα, ούτε αγανακτησμένος πολίτης, ούτε τίποτα.Το μίσος είναι χαρακτηριστικό της βλακείας, για τον ισορροπημένο άνθρωπο είναι άγνωστο συναίσθημα.



Παρατηρώντας αυτά τα εκπληκτικά πορτρέτα, καταλήγουμε τελικά στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία δεν έχει καμμία σχέση με την ηθική.
Ο πιστός μπορεί να είναι το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσα τους.Δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ούτε και χειρότερους.Κάθε πιθανή ηθική συμπεριφορά μπορεί να έχει σαν αφετηρία την πίστη.

Αυτό το συμπέρασμα δεν έρχεται μόνο σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν πολλοί πιστοί, ότι η θρησκεία μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αλλά και με τις θέσεις ορισμένων σύγχρονων άθεων που ισχυρίζονται ότι η θρησκεία μας κάνει χειρότερους.

Τελικά, μάλλον δεν κάνει τίποτα...










Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Κανείς δεν μου ζητά να κάνουμε εναλλάξ στο γυμναστήριο

Όταν πήγαινα στο γυμναστήριο στην Ελλάδα, θυμάμαι δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνουμε τουλάχιστον μία φορά «εναλλάξ» κάποια άσκηση με κάποιον άλλον.
Ενώ είχα ξεκινήσει την άσκηση, είχα κάνει ας πούμε το πρώτο από τα τρία σετ, ερχόταν κάποιος και μου έλεγε συνωμοτικά με τους γνωστούς απέριττους τρόπους των νεο-ελλήνων: «φιλαράκο, κάνουμε εναλλάξ;» - οπότε έκανε μια αυτός μια εγώ.Οι πιο μάγκες δεν ρώταγαν καν: εκεί που έκανες την άσκηση, περίμεναν την στιγμή που κατά τύχη θα συναντηθούν τα βλέματά – τότε, χωρίς να μιλήσουν αλλά με μόρτικο ύφος, έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση-ερώτηση: έκταση αμφότερων των δεικτών και περιστροφική κίνηση του ενός γύρω από τον άλλον (τα υπόλοιπα δάκτυλα σε κάμψη).Η κίνηση συνοδεύται από το «βλέμμα του ξύπνιου», χωρίς στοιχεία απορίας για το τι τελικά θα απαντήσει ο προνομιούχος που ήδη εκτελεί την άσκηση.Εγώ, ακολουθώντας τον κώδικά τους, δεν έδινα προφορική απάντηση – προτιμούσα το κλείσιμο του ματιού με ομόπλευρη ελαφρά κλίση της κεφαλής, σε ύφος «το ‘πιασα (ή τοπιασα, μία λέξη) το νόημα και είμαι μέσα».
Η εναλλάξ άσκηση συνήθως φέρνει και την οικειότητα που είναι τόσο εύκολη και γρήγορη μεταξύ συνομήλικων στην Ελλάδα – τα χαμηλής αισθητικής σχόλια για κάποια υψηλής αισθητικής συν-γυμναζόμενη είναι πλέον θέμα χρόνου.

Στην Γερμανία ωστόσο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο.Όταν κάνω μια άσκηση και κάποιος θέλει να συνεχίσει, κάθεται δίπλα και περιμένει στωικά.Δεν μιλάει, ούτε δυσανασχετεί – απλά περιμένει.
Αφού αυτό δεν συνηθίζεται εδώ, ούτε και εγώ έχω ζητήσει ποτέ από κάποιον να κάνει εναλλάξ μαζί μου.Νιώθω όμως άσχημα να κάθομαι πάνω από το κεφάλι του και να περιμένω σαν τον Χάρο, χωρίς να μιλάμε.Ξέρω βέβαια ότι δεν το βλέπουν έτσι εδώ.
Δεν μου πάει όμως, δεν νιώθω καλά.Συνήθως είτε κάνω μια άλλη άσκηση, είτε περιμένω κάπου πιο μακριά, διαβάζοντας ένα περιοδικό και κοιτάζοντας πάνω από αυτό πότε θα τελειώσει ο άλλος - όπως στις ελληνικές ταινίες που ο Γκιωνάκης-κατάσκοπος της συμφοράς κρατώντας την εφημερίδα ανάποδα κια πίνοντας πορτοκαλάδα (στην προ-φραπέ εποχή) κατασκοπεύει την Μάρθα Καραγιάννη, να δει με ποιον βγαίνει τελικά τα βράδυα.

Μπορούμε, από αυτές τις παρατηρήσεις, να βγάλουμε ένα ριψοκίνδυνο γενικό συμπέρασμα για τους δύο λαούς, αλλά και για τους έλληνες του εξωτερικού;

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

To ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα




Στον J.D.Salinger


"I saw the best minds of my generation destroyed by madness"
Α.Ginsberg



Το τοπίο, έτσι όπως το έβλεπα έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που μας πήγαινε στο μουσείο, ήταν μάλλον βαρετό.Καμμία σχέση με το κέφι που επικρατούσε μέσα – όλη η τάξη χόρευε και γέλαγε, είμασταν χαρούμενοι που επιτέλους θα βλέπαμε ένα μουσείο.
Δίπλα μου κάθοταν ο κολλητός μου, ο Δημήτρης.Ήταν ο πιο έξυπνος από όλους.Διάβαζε με τις ώρες, για ένα σωρό θέματα – όταν μίλαγε, με την ήρεμη και σίγουρη φωνή του, τον ακούγαμε με προσοχή.Ήταν πάντα ευγενικός, εγώ δεν τον είχα ακούσει ποτέ να προσβάλλει – ο ίδιος έλεγε ότι κάποιες φορές είχε παρασυρθεί και το είχε μετανιώσει πικρά.Η ειρωνία του τσάκιζε κόκκαλα, αλλά δεν την χρησημοποιούσε συχνα – μόνο σε φίλους!Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, παρά τα όσα είχε διαβάσει, πάντα διατηρούσε αμφιβολίες, ποτέ δεν κατέληγε σε συμπεράσματα – ούτε καν στα πιο προφανή.Το μεγαλύτερο αίνιγμα με αυτόν όμως ήταν άλλο: δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω τι τον ενδιέφερε.Δεν έδινε παρά ελάχιστη σημασία στα θέματα της επικαιρότητας, όσο σημαντικά και να ήταν: πόλεμος στο ιράκ, σκάνδαλα της κυβέρνησης, τίποτα δεν του έλεγαν.Αν άκουγε όμως κάτι σχετικά με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που του άρεσαν, άλλαζε αμέσως: ήθελε να μάθει τα πάντα, ακόμα και την πιο άχρηστη λεπτομέρεια.Θυμάμαι κάποτε, ο πιο βλάκας της τάξης είχε πάει στο Λούβρο και μας περιέγραφε την Νίκη της Σαμοθράκης.Ο Δημήτρης αμέσως πετάχτηκε και άρχισε να τον ρωτάει ένα σωρό λεπτομέρειες: πόσοι ήταν στον χώρο, τι εθνικότητας ήταν τα άτομα που την κοίταζαν, τι σχόλια έκαναν οι άλλοι, πόση ώρα την κοίταξε αυτός, τι φωτογράφισε, ποια ήταν η γνώμη του (του πιο ηλίθιου!!) για το έργο, ήθελε να μάθει τα πάντα.

Εγώ βέβαια είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην Ελένη.Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο με υπέροχα καστανά μάτια, πονηρά και λαμπερά, αλλά εγώ την είχα ερωτευτεί για τα χέρια της και συγκεκριμμένα για τα δάχτυλα της.Ήταν μακριά και λεπτά, φτιαγμένα μόνο για να χαϊδεύουν, να αγγίζουν.Και για να παίζουν πιάνο βέβαια, γιατί η Ελένη ήταν καλλιτέχνης (τι άλλο θα μπορούσε να είναι μια τόσο εύθραυστη ομορφιά!) και μάλιστα μου είχε κάνει την τιμή να την ακούσω να παίζει.Τότε την ερωτεύτηκα, όταν είδα τις άκρες των δαχτύλων της να αγγίζουν χορεύοντας τα πλήκτρα και να βγάζουν μια μουσική γεμάτη πάθος – ποια ψυχή, αναρωτήθηκα, να κινεί αυτά χέρια, να βγάζει αυτόν τον ήχο;

Δίπλα της καθόταν ο Παύλος, ένας γυμνασμένος και πολύ όμορφος φίλος της.Τον ήξερα, παρόλο που δεν κάναμε πολύ παρέα.Του άρεσε πολύ ο αθλητισμός, κυρίως ο ομαδικός.Εκεί αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του – μόνο τους μυς του να έβλεπες, το καταλάβαινες.Η ομορφία του, μια ομορφιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, ήταν εκτυφλωτική, ωστόσο εγώ – μη έχοντας ερωτικές βλέψεις – θαύμαζα περισσότερο κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Πρώτα από όλα, το σεβασμό που έδειχνε στους αντιπάλους.Όσες φορές τον είχα δει να παίζει, είχα εκπλαγεί από το πόση σημασία έδινε στο fair play, ακόμα και αν ο αντίπαλος ήταν ο χειρότερος κατεργάρης.Αν έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν, ένα φάουλ για παράδειγμα, και δεν το έβλεπε ο διαιτητής, το έλεγε ο ίδιος – ακόμα και αν αυτό θα έκρινε το πρωτάθλημα.Το άλλο στοιχείο του με εντυπωσίαζε, ήταν η στάση του στην νίκη και στην ήττα: όταν νικούσε χαιρόταν και πανηγύριζε σαν μικρό παιδί με τους συμπαίχτες του - όταν έχανε όμως, ποτέ δεν στενοχωριόταν, έκανε λίγο χαβαλέ και αυτό ήταν όλο.

Μαζί μας στο λεωφορείο ήταν τέσσερις καθηγητές, που κάθονταν μπροστά και συζήταγαν, κάνοντας πού και πού πώς μας προσέχουν, αν και στην πραγματικότητα χάζευαν.
Πιο κοντά σε εμάς καθόταν ο κύριος Παρασκευάς, καραφλοχαίτουλας, πρώην ροκάς και νυν οπαδός του Τσακνή, κατά φαντασίαν παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πουτανιάρης.Φόραγε ένα φτηνιάρικο μπουφάν από δερματίνη που μάλλον πήρε από την λαϊκή και κάπνιζε συνέχεια – επειδή απαγορεύοταν αυτό και δεν υπήρχε τασάκι, έριχνε τις στάχτες σε ένα χιλιοταλαιπωρημένο πλαστικό ποτήρι για καφέ.
Μπροστά του, η κυρία Μαρία: στρουμπουλή ελληνοορθόδοξη χριστιανή, μέσ’ στο κέφι όταν άκουγε μπουζουκοτράγουδα, αυστηρή αλλά και γλυκιά, ζούσε στην δεκαετία του ’60.Δεν ήξερε τι είναι ο γκοbιούτερ, δεν είχε βγει πότε εκτός ελλάδας, η σπεσιαλιτέ της ήταν τα γεμιστά, διάβαζε μόνο γυναικεία λογοτεχνία και θεωρούσε πουτάνες όλες τις ωραίες γυναίκες.
Δίπλα στον οδηγό είχε καθήσει ο κύριος Αντώνης, ιστορικό στέλεχος (κατά την γνώμη του) της αριστεράς, μετά κλαδική ΠΑΣΟΚ, τώρα ψηφίζει στα κρυφά καραμανλή (μάλλον επειδή είναι φτυστοί), αλλά συνεχίζει να «συνδικαλίζεται» όπως λέει.Γνωστό και περήφανο λαμόγιο, στον ελεύθερο χρόνο του ψάχνει τα προγράμματα τις ΕΕ για επιδοτήσεις και σκαρφίζεται πατέντες για να τις αρμέξει, όπως τότε που δήλωσε ότι ότι κάνει βιολογική καλλιέργεια ντομάτας σε ένα χωράφι που είχε και του το δούλευαν αλβανοί που τελικά τους κάρφωσε στην αστυνομία και τους έφαγε τα λεφτά.
Δίπλα σε αυτόν η κυρία Δέσποινα, τσαμπουκαλεμένη άγαμη θολοκουλτουριάρα με κοντό μαλλί, ιδρωμένες μασχάλες και φωνή φορτηγατζή από τα πολλά τσιγάρα, φανατική θαυμάστρια του Ταρκόφσκυ και της Σαββίνας Γιαννάτου.


‘Οταν φτάσαμε στο μουσείο, έμεινα άφωνος από το κτίριο.Ήταν ένα τεράστιο νεοκλασσικό, περικυκλομένο από έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο.Η πρόσοψη ήταν επιβλητική, με τους κομψούς της κίονες και τα μεγάλα παράθυρα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η πόρτα εισόδου.Ήταν πολύ μεγάλη, από παλιό ξύλο, ίσως αιώνων παλιό.Πάνω ήταν χαραγμένες φιγούρες από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Διόνυσος με τις μαινάδες και ο θεός Πάνας με τον αυλό του και τις νύμφες.

Όταν μπήκαμε μέσα όμως, αντίκρισα ένα θέαμα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί.Ένα άδειο δωμάτιο, πολύ μεγάλο σε έκταση, με ένα εντυπωσιακό ξύλινο πάτωμα.
Ο ένας τοίχος καλυπτόταν από έναν μεσαιωνικό πίνακα της σταύρωσης, σε πολύ σκούρα χρώματα, σχεδόν μόνο μαύρο και καφέ.Ο σταυρωμένος είχε στο σώμα του πολλές μικρές πληγές, αλλά αυτό που δέσποζε στον πίνακα ήταν τα δάχτυλά του.Ήταν μακριά,λεπτά και είχαν μια διάταξη τέτοια που είναι αδύνατη για άνθρωπο.Στρέφοταν, με τρόπο σκληρό, προς τα πάνω, προς τον ουρανό: ήταν αυτά που ζητούσαν την ανάσταση και όχι το βλέμμα του.Αυτό φαινόταν κουρασμένο, σαν να μην ζητάει τίποτα – ούτε από τους ανθρώπους, ούτε από τον θεό.
Τα νύχια του ήταν βρώμικα, πολύ βρώμικα, σαν να είχαν χώμα και λάσπη από κάτω τους.

Στον άλλο τοίχο υπήρχε ένας ιμπρεσσιονιστικός πίνακας: στο ξέφωτο ενός καταπράσινου δάσους στεκόταν ένας κηνυγός, ντυμένος άψογα σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.Το βλέμμα του όμως ήταν το κλειδί για την ερμηνεία του πίνακα: δεν ήξερε που και τι να κοιτάξει.
Ήταν όλα έτοιμα, το δάσος καταπράσινο, το όπλο στον ώμο, η στολή φροντισμένη – ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήξερε τι να κάνει.Φαινόταν να μην ήξερε τι θέλει να σκοτώσει.

Στην μέση του δωματίου βρισκόταν καθισμενή με ένα τσέλλο αγκαλιά μια πανέμορφη κοπέλα, γυμνή με μακριά μαλλιά και κόκκινα βαμμένα νύχια και στα χέρια και στα πόδια, που γυμνά ακούμπαγαν με τις άκρες των δαχτύλων το βαρύ ξύλινο πάτωμα.
Έπαιζε την Σουίτα για τσέλλο αρ.3 του J.S.Bach και φαινόταν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της.Ο ήχος που έβγαζε ήταν βαθύς, αλλά σε ορισμένα μέρη (όπως στο Allemande) παιχνιδιάρικος.Η μουσική αυτή ήταν όγκος, γέμιζε τον αχανή χώρο του άδειου δωματιού και το έκανε να φαίνεται τόσο γεμάτο που νιώθαμε πως σχεδόν δεν χωράμε.

Είχα χάσει την λαλιά μου από το θέαμα.Γύρισα να δω τους συμμαθητές μου, ήθελα να μοιραστώ το δέος μου μαζί τους.
Είχαν ανοίξει όλοι τα στόματά τους διάπλατα και είχαν στο προσωπό τους χαραγμένο τον πόνο.Κάτι έβγαινε από εκεί μέσα: ένα λευκό περιστέρι ξεμύτιζε από τον κάθε ένα μέχρι που τελικά βγήκαν όλα.Πετούσαν ψηλά, κατάλευκα και κομψά χωρίς να κάνουν τον παραμικρό ήχο – σεβόμενα προφανώς την μουσική που γέμιζε τον χώρο.

«ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ!!! ΔΕΝ ΤΗΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ»
«ΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΟ»
«ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΥΠΑΣΤΕ ΠΙΑ; ΚΑΝΤΕ ΤΗΝ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ»
«ΑΑΑΑ!ΤΙ ΘΟΡΥΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ»

...ακούστηκαν οι φωνές των καθηγητών μας, που είχαν μπει εν τω μεταξύ στην αίθουσα.Έδειχναν να υποφέρουν από την μουσική, ούρλιαζαν και κάλυπταν τα αυτία τους με τα χέρια τους σαν να άκουγαν τον πιο δυνατό και βασανιστικό θόρυβο.

Τα περιστέρια, αφού πέταξαν για λίγο πάνω από την κοπέλα με το τσέλλο (που είχε ήδη φτάσει στο Sarabande), πήγαν και στάθηκαν κάθε ένα μπροστά από ένα παράθυρο και μετατράπηκαν σε κουρτίνες – μεγάλες ολόλευκες μεταξένιες κουρτίνες που κυμάτιζαν στο εσωτερικό της αίθουσας ωθούμενες από το αεράκι που ερχόταν από τον κήπο.

Και τότε είδα τους καθηγητές μου να τρέχουν προς την κοπέλα με το τσέλλο.Στο πρόσωπο τους ήταν χαραγμένη η έκφραση του μίσους, ενός μίσους αλλόκοσμου – ούτε είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει.
Έπεσαν πάνω της και άρχισαν να την χτυπούν και να την κλοτσάνε παντού – χωρίς όμως αποτέλεσμα.Ό,τι και να έκαναν, αυτή συνέχιζε να παίζει – δεν φαινόταν να πονάει ή να επηρεάζεται.
Οι καθηγητές είχαν αφηνιάσει, το μίσος πλεόν δεν ήταν συναίσθημα, ήταν κινήσεις του σώματος, χρώμα του δέρματος και κραυγές, πολύ δυνατές άναρθρες κραυγές.

Όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, άρχισαν να τρέχουν προς ένα μεγάλο παράθυρο, σαν να προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν εχθρό που τους κυνηγάει.Μόλις έφτασαν εκεί, πήδηξαν από το παράθυρο κάτω.

Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, βλέπω τους συμμαθητές μου να κάνουν το ίδιο, αλλά ο καθένας στο παράθυρο που είχε σταθεί το περιστέρι του πριν γίνει κουρτίνα.Χωρίς δισταγμό, πήδουν και αυτοί κάτω.

Έχω μείνει τώρα μόνος μου στο δωμάτιο, τρομαγμένος και ανήμπορος.Δεν ξέρω τι να κάνω.Η κοπέλα συνεχίζει να παίζει ανενοχλητη, έχει φτάσει τώρα στο τελευταίο μέρος του έργου.Το τσέλλο βουίζει στα αυτιά μου σαν να έρχεται ο ήχος από τα βάθη της γης και επιστρέφει μετά σε μια δυνατή επιβλητική μελωδία.

Δεν θέλω να πηδήξω.

Πρέπει όμως να φύγω.

Θα πρέπει να υπάρχει και άλλη έξοδος, δεν μπορεί.

Το κεφάλι μου πονάει, πάει να σπάσει...

Μα ναι! Υπάρχει και άλλη έξοδος, εκτός από αυτά τα παράθυρα.

Η είσοδος!

Τρέχω προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα, είναι ανοιχτή, βγαίνω έξω.Οι Μαινάδες μου κλείνουν το μάτι.Ο Πάνας βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο του και κλεινει τα μάτια του, σαν να μην θέλει να δει.

Τρέχω στον κήπο να δω αν οι συμμαθήτες μου επέζησαν από την πτώση.

Το θέαμα όμως είναι τρομακτικό

Πρώτα βλέπω τον Δημήτρη.Δεν έχει πέσει κάτω, είναι κρεμασμένος στον τοίχο, στην μέση της απόστασης μεταξύ παραθύρου και εδάφους.Είναι κρεμασμένος από την γλώσσα του! Ένα καρφί την έχει σφηνώσει στον τοίχο και από αυτήν κρέμεται όλο το σώμα του και πρώτα το κεφάλι του που έχει γυρίσει προς τα πίσω.Από τα αυτιά του στάζει προς το έδαφος ένα κιτρινωπό υγρό, ο εγκέφαλος του.Στο χώμα έχει δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα: την κοιτάζω αποσβολωμένος.
Αυτός είναι ο εγκέφαλος του καλού μου φίλου – μια μικρή λίμνη που πριν ήταν σκέψεις, βιβλία, ποιήματα, αναμνήσεις από χάδια και ηδονές.

Στο δίπλα παράθυρο είχε πέσει η Ελένη.Είχε κάτι τριανταφυλλίες εκείς γύρω με μεγάλα αγκάθια.Όπως έπεφτε, τα αγκάθια αυτά έσκισαν τα μάτια της.Ο κερατοειδής χιτώνας είχε κοπεί στα δύο και η σκοτεινή ίριδα δεν υπήρχε πια, αγκάθια είχαν καρφωθεί στην θέση της.Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν όλα κοπεί σε μικρά κομματάκια, όπως όταν κόβουμε το καρότο σε μικρές ροδέλες.Κομμάτια τους παντού, πρόσεχα που πατάω για να μην τα πατήσω.Τα χέρια της τελείωναν στην παλάμη.

Ο Πάυλος είχε πέσει δίπλα.Τα πόδια του ήταν κομμένα στα γόνατά του.Στους μηρούς τελείωνε ότι είχε μείνει από το σώμα του, φαινόταν το κόκκαλο ανάμεσα στους κατεστραμμένους μυς.Οι γάμπες του ήταν πεταμένες πιο πέρα, τα παπούτσια του ήταν ακόμα στην θέση τους.Σκουλήκια, πολλά σκουλήκια είχαν καλύψει την κοιλιά και τα χέρια του και έτρωγαν τους μυς του, αφήνοντας τα κόκκαλα γυμνα.

Κοίταξα τριγύρω.Όλοι οι συμμαθήτες μου το ίδιο.
Μόνο τον βλάκα δεν έβλεπα.

Γύρισα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό, αλλά αυτός δεν υπήρχε (ή δεν τον έβλεπα) – μόνο τις κουρτίνες έβλεπα στην θέση του.Δεν ήταν όμως λευκές τώρα, είχαν αλλάξει χρώμα, είχαν το χρώμα του αίματος, του αληθινού όμως, όχι του κόκκινου.Αίμα μαύρο και αφρισμένο, ζεστό με μεταλλική γεύση, αίμα αληθινό, έσταζε από τις βαμμένες κουρτίνες.

Ξαφνικά ακούω γέλια και φωνές από την πίσω πλευρά του τοίχου.Πηγαίνω εκεί, με κομμένη την ανάσα.Στρίβοντας στην γωνία, βλέπω τους καθηγητές που.
Ο κύριος Παρασκευάς και η κυρία Μαρία ήταν καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι και έπαιζαν τάβλι, πίνοντας φραπέ.Στο τραπεζάκι καθόταν και ο Γιώργος Αυτιάς, που έδινε τους έδινε συμβουλές.
Ο κύριος Αντώνης και η κυρία Δέσποινα ήταν παραδίπλα.Είχαν απλώσει ένα τεράστιο πανώ και έγραφαν (καπνίζοντας) πάνω του με κόκκινη μπογιά.Πρόλαβα να διαβάσω: «ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ.ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΣΤΟΥΣ ΜΙ...»

Κοίταξα το παράθυρο από όπου είχαν πέσει.Από κάτω βρισκόταν ένα μεγάλο τραμπολίνο, όπως αυτά που έχουν στον στίβο, στο άλμα επί κοντώ.Πάνω του ήταν ζωγραφισμένος ο πυρσός της ΝΔ, αλλά στην θέση της φλόγας είχε τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ.

Τρομοκρατημένος, φωνάζω

- Τα παιδιά έπεσαν! ‘Εχουν πεθάνει.

Ένας καθηγητής γύρισε, κάπως βαριεστημένα, και μου απάντησε:

- Έπεσαν; Αλήθεια;

Έβαλαν όλοι τα γέλια.

- Καλά ρε, μια πλάκα κάναμε – και αυτοί το πήραν στα σοβαρά;








N.M.
Weimar 10/4/2008

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

To ύφος των 90ς













Έζησα τα εφηβικά και πρώτα νεανικά μου χρόνια στην δεκαετία του ‘90 και όμως δεν μπορώ να εντοπίσω το στίγμα της – σε αντίθεση με τα ‘20ς ή τα ‘60ς και τα ‘80ς που διακρίνω με σχετική σαφήνεια το ύφος τους στην αισθητική, μουσική κτλ.

Σκέφτομαι ότι το ίδιο μπορεί να λέει κάποιος που ήταν νέος στα ‘60ς: ξύπναγε το πρωί, πήγαινε σχολείο/ πανεπιστήμιο, έπαιζε μπάλα με τους φίλους του και μετά από 30 χρόνια, ακούει ότι τα ‘60ς ήταν το Easy Rider, οι χίπηδες, ο Dylan χωρίς ο ίδιος να είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτά: εντάξει, πήρε κανά 45άρι των Stones, το Bonnie&Clyde το έχασε όταν είχε βγει στον κιν/φο και το είδε 20 χρόνια μετά στην τηλεόραση κτλ και αυτό είναι όλο (με εξαίρεση βέβαια όσους ήταν στο κέντρο των εξελίξεων, π.χ. Παρίσι, Λονδίνο, Σαν Φρανσισκο).
Ένας γερμανός, όταν τον είχαν ρωτήσει τι έκανε στα νιάτα του, στα χρόνια του ναζισμού, απάντησε: στα χρόνια του ναζισμού, δεν ήξερα ότι ζούσα στα χρόνια του ναζισμού...


Βλέποντας την ταινιά The Center of the World συνέδεσα τις παραπάνω σκέψεις με την εύστοχη παρατήρηση του Brecht:


Η τέχνη ακολουθεί την πραγματικότητα.Παράδειγμα: Η εξόρυξη και εκμετάλλευση του πετρελαίου είναι ένα νέο paradigm* – παρατηρώντας το, θα διαπιστώσουμε εντελώς νέες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Brecht – “Stoff und Form”

* (εντελώς) ελεύθερη μετάφραση του μάλλον αμετάφραστου όρου Stoffkomplex


Μπορούμε να δούμε την ταινία σαν μια εφαρμογή της παραπάνω φράσης. Αυτό που χαρακτηρίζει τελικά τα ‘90ς είναι οι Η/Υ και η new economy.Υπολογιστές και διαδύκτιο υπήρχαν βέβαια αρκετά χρόνια πριν – η διαφορά είναι ότι στα 90ς ξεφεύγουν από τον χώρο των freaks και του underground και γίνονται πλέον μέρος της pop culture.Η νέα αυτή κατάσταση λοιπόν δημιουργεί νέου τύπου ανθρώπινες σχέσεις.

Ένας νεαρός εκατομμυριούχος της new economy προσφέρει πολλά χρήματα σε μια όμορφη στριπτιτζού, προκειμένου να να περάσει ένα σ/κ μαζί του στο Λας Βέγκας.Αυτή δέχεται με την προϋπόθεση ότι δεν θα το κάνουν.

Η σχέση (χωρίς εισαγωγικά μου φαίνεται καλύτερο) που περιγράφεται στην ταινία μόνο στα 90ς θα μπορούσε να δημιουργηθεί.

Μέχρι τότε, οι πλούσιοι ήταν είτε κομψοί εστέτ, είτε εκκεντρικοί ανώμαλοι είτε μαφιόζοι.Η new economy δημιουργεί έναν νέο τύπο: τον πλούσιο-ordinary Joe.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας εντελώς συνηθισμένος αμερικάνος φοιτητής – ο ίδιος λέει ότι κατάγεται από μια τυπική οικογένεια του Midwest. Φοράει καρώ πουκάμισο με χοντρές ρίγες, τζην, σπορτέξ και baseball hat.Δεν είναι μυώδης macho καρατέκα, δεν είναι εκλεπτυσμένος, δεν έχει περιέργα τατουάζ, δεν τρελένεται με το χρήμα – είναι ένας από εμάς, μόνο που μπορεί να αγοράσει μια ομάδα του ΝΒΑ, όπως χαρακτηριστικά ακούμε.

Η κοπέλα πάλι, δεν είναι η κλασική στριπτιτζού-αλάνι με τα σιλικονούχα βυζία: είναι μια συμπαθητική κοπελίτσα που παίζει ντραμς σε μια μπάντα και για να βγάζει τα προς το ζειν κάνει στριπτιζ.Κάποια στιγμή λέει ότι πήγε στο κολλέγιο, αλλά τελικά τα παράτησε.Δεν είναι πρόστυχη ούτε ήλιθια, είναι μια κοπέλα που θα γνώριζες στην μητέρα σου.

Από την αρχή ξέρουμε ότι ο κομπιουτεράς γουστάρει την στριπτιτζού – στην πορεία βλέπουμε ότι η έλξη είναι αμοιβαία.
Από το σημείο αυτό και μετά επικρατεί μια κατάσταση που θα χαρακτήριζα τυπικά ‘90ς: το σεξ γίνεται ένας περιπλεγμένος γρίφος, ένα ακατανόητο μπέρδεμα.Το αγόρι θέλει να το κάνουν, αλλά φαίνεται να ζητά περισσότερο την επαφή και δεν πιέζει, ούτε χρησημοποιεί τον πλούτο του πρόστυχα.Η κοπέλα επίσης θέλει να το κάνει, αλλά συγκρατείται, γιατί δεν θέλει να πάει με κάποιον που την έχει πληρώσει.
Αλλά τελικά το κάνουν.
Αλλά δεν λέει και πολλά.

Αυτά νομίζω μόνο στα 90ς θα μπορούσαν να συμβούν.Σε προηγούμενες εποχές ήταν τα πράγματα πιο απλά, ίσως επειδή υπήρχε ορατός αντίπαλος (ο συντηρητισμός) και το σεξ είχε άλλο νόημα (παραβίαση κανόνων) – γι’αυτό πάντα οδηγούσε στον οργασμό.
Τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα, ζητούμενο είναι η συντροφικότητα και το σεξ περνάει σε δεύτερη μοίρα – δεν οδηγεί πάντα σε οργασμό, μπορεί μάλιστα να είναι ακόμα και βαρετό!
Από την άλλη όμως, και η συντροφικότητα φαίνεται ανέφικτη, γιατί το σεξ, ενώ έχασε την θέση που είχε, δεν πήρε κάποια άλλη συγκεκριμμένη, αλλά παρέμεινε ένα αίνιγμα.Έχασε την γοητεία της αμαρτίας, αλλά συνέχισε να είναι κατά κάποιο τρόπο ταμπού.Ενώ στα 60ς το σεξ ήταν η λύση, στα 90ς είναι το πρόβλημα.
Οι ήρωες μας φαίνεται να μην ξέρουν τι να κάνουν με το σεξ, ακριβώς όπως δεν ξέρει ο κομπιουτεράς τι να κάνει τον πλούτο του.


Έγιναν τα δύσκολα απλά και τα απλά δύσκολα.
Ίσως αυτό να είναι τελικά τα 90ς.

Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχε γυριστεί τέτοια ταινία πριν 30 χρόνια...







Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Φταίει ο καπιταλισμός που ο Παντελής Θαλασσινός δεν είναι ο Bob Dylan των ‘00s




Στην Καθημερινή της Κυριακής δίαβασα μια πραγματικά απίστευτη συνέντευξη του αξιόλογου συνθέτη Θ.Μικρούτσικου.
Από την αρχή ακόμα του κειμένου καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται:

Σε μια κοινωνία βάρβαρου καπιταλισμού, που αντικατέστησε το Εμείς με το Εγώ, τα ΜΜΕ και κυρίως ο ηλεκτρονικός Τύπος -που λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο του κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού- πριμοδοτεί επί 24ώρου βάσεως το ευτελές - life style τραγούδι, αφού αυτό συμβάλλει στην εμπέδωση του τρόπου ζωής που απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποσιωπώντας κυριολεκτικά το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι


Ανάμεσα στα γνωστά δεινά που προκαλεί ο καπιταλισμός, ο κύριος Μικρούτσικος προσθέτει ακόμα ένα:
Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία είναι αυτό που εμποδίζει τον μέσο έλληνα να ακούει Μπαχ, πόσο μάλλον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Είναι σαφές ότι τα τραγούδια της Αρβανιτάκη και του Τσακνή απειλούν το καπιταλιστικό οικοδόμημα στην χώρα μας ( στην οποία το 40% των οικονομικά ενεργών πολιτών είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και το 20% αγρότες).
Σωστά λοιπόν ο ηλεκτρονικός τύπος αποσιωπά το έντεχνο (που, δεδομένων των συνθηκών, πιο σωστά θα έπρεπε να αποκαλούμε «νεο-αντάρτικο» ) και προωθεί την Καλομοίρα, εντείνοντας έτσι την ένταξη της χώρας μας στην καπιταλιστική δύση και οδηγώντας τα κέρδη των ελλήνων μεγαλοκαπιταλιστών ( που μόνο ο Μικρούτσικος ξέρει τι παράγουν, δεδομένου ότι η Ελλάδα εισάγει τα πάντα εκτός από φρούτα και λαχανικά) σε δυσθεώρητα ύψη.
Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που οι έντεχνοι ούτε διεθνή καρριέρα μπορούν να κάνουν: είναι σαφές πώς αν ο Παντελής Θαλασσινός γινοταν φίρμα στις ΗΠΑ, ο λαός εκεί θα έβγαινε στους δρόμους με αίτημα να μετατραπεί η χώρα σε κομμουνιστική.

Προφανώς ο Μικρούτσικος δεν σκέφτηκε ότι εκτός από τον καπιταλισμό, μπορεί να υπάρχει και άλλη ερμηνεία της αδιαφορίας του κόσμου για το έντεχνο:

Το γεγονός ότι το έντεχνο δεν έχει τίποτα να πει και να προσφέρει στον σύγχρονο έλληνα.
Αυτό δεν έχει να κάνει με έλλειψη ταλέντου (δεν θα αμφισβητήσω αυτό που λέει ο Μικρούτσικος, ότι οι νέοι τραγουδοποιοί έχουν ταλέντο), έχει να κάνει με έλλειψη επαφής με την σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι περισσότεροι του έντεχνου δεν έχουν τα θεωρητικά εργαλεία να ερμηνεύσουν τον σημερινό κόσμο και την κοινωνία.Περιορίζονται στην περιγραφή αόριστων συναισθημάτων σε ψευδοποιητικό λόγο που δεν έχει τίποτα να ουσιαστικό να πει.

Ιδεολογικά το έντεχνο (αλλά και ο Μικρούτσικος) βρίσκονται στην Γερμανία και την Γαλλία (κυρίως) της δεκαετίας του ’60.Δεν έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη των ιδεών από τότε, με συνέπεια να μην καταλαβαίνουν τον σημερινό κόσμο.Οι περισσότεροι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα γραπτά του Αντόρνο και του Σαρτρ περιγράφουν αιώνιες αλήθειες (σαν τις Ουπανισάδες) και ακόμα και αν μετά από 500 χρόνια η ανθρωπότητα ζει σε αποικίες στον Άρη, ο Μαρκούζε είναι αυτός στον οποίο θα βρούμε το ερμηνευτικό κλειδί των κοινωνιών αυτών.

Δεν έχουν κατανοήσει τον ρόλο των νέων τεχνολογιών (γι’αυτό τις φοβούνται), ούτε είναι εξοικειωμένοι με την παγκοσμιοποίηση (αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα τόσο καλά, ώστε να διαβάσουν σοβαρά άρθρα στον ξένο τύπο).Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ο λόγος τους (όταν δεν είναι εφηβικού επιπέδου στίχοι για την «απώλεια και τον χωρισμό») είναι αντίστοιχος του ξέρεις πόσο έχει πάει το κολοκυθάκι, Πάνο Σόμπολε; Δηλαδή επιμένουν στο φαινόμενο – και κυρίως την γκρίνια γι’αυτό – χωρίς να είναι σε θέση να το εντάξουν στον συνολικό «πίνακα» και να το ερμηνεύσουν λογικά, με συνέπεια να καταλήγουν σε εντελώς απλοϊκά και αφελή σχήματα, τα οποία αναγκαστικά καταφεύγουν στην υπερβολή ( «για όλα φταίει ο καπιταλισμός» - τον οποίο μάλιστα δεν ορίζουν ) και την καταστροφολογία ( « θα καταρρεύσει ο πολιτισμός/θα πάθουμε καρκίνο» ) για να καλύψουν την ένδεια επιχειρημάτων και στοιχείων.

Τυπικό παράδειγμα, η φράση του Μικρούτσικου:

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίζει να διαφαίνεται μια κρίση που διαπερνά καθέτως την ελληνική (αλλά και την ευρωπαϊκή) κοινωνία, η οποία σήμερα έχει βαθύνει τόσο πολύ ώστε να μιλάμε για μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν ρωγμές και να οδηγούνται σε κατάρρευση τμήματα του εποικοδομήματος όπως είναι η τέχνη και ο πολιτισμός.

Αυτή η φράση είναι πολύ πιο κοντά στον τηλεοπτικό λόγο, απ’όσο ο εμπνευστής της νομίζει.Διότι που αλλού θεωρούνται αποδεκτές αστείες βαρύγδουπες καταστροφολογίες ( καταρρέει ο πολιτισμός όχι μόνο στην ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη!!! ) ;
Πού αλλού γίνεται συνέχεια λόγος για «βαθεία κρίση» ; (πολύ θα ήθελα να μάθω ποια εποχή δεν περνούσε κρίση ...)
Η φράση αυτή αφορά το Εγώ και όχι το Εμείς – αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο συγγραφέας αποκαλεί «κατάρρευση του πολιτισμού» την αδυναμία του να ενταχθεί και να βρει θέση στο σημερινό πολιτιστικό γίγνεσθαι.Το πρόβλημα αφορά μόνο τον ίδιο, όχι το σύνολο – εγώ π.χ. μένω σε μια μικρή ευρωπαϊκή πόλη και έχω σε ακτίνα 1 ώρας με το αυτοκίνητο 3 όπερες που ανεβάζουν εξαιρετικές παραστάσεις, 2 τουλάχιστον καλές (έως πολύ καλές) ορχήστρες (δεν μιλάω για όσες προσκαλούνται) και δεν ξέρω και εγώ πόσα θέατρα και παραστάσεις.Η ροκ-ποπ σκηνή είναι ζωντανή (ιδίως το καλοκαίρι με τις πολλές συναυλίες), μπορείς να ακούσεις αξιόλογη τζαζ.Ο τύπος – και ιδιαίτερα τα περιοδικά – είναι υψηλότατου επιπέδου και σε ποσότητα τέτοια που δεν μπορώ να τα καταναλώσω όλα.Πού είδε ο Μικρούτσικος κατάρρευση του πολιτισμού στην Ευρώπη λόγω του καπιταλισμού – ένας Θεός ξέρει...

Το κερασάκι στην τούρτα είναι βέβαια το εξής:

Αλλά βεβαίως το μεγάλο βάρος πρέπει να το αναλάβει η πολιτεία και θεσμοί που εξαρτώνται από αυτήν. Το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος, έτσι όπως -έστω ελλιπώς- γίνεται με τον σοβαρό κινηματογράφο, το σοβαρό θέατρο, τα μουσεία,

Επιβεβαιώνοντας το γνωστό αξίωμα – όποιος αρχίζει κατηγορώντας τον καπιταλισμό, καταλήγει να απαιτεί χρήματα από τον φορολογούμενο – λέει το πραγματικά απίστευτο ότι το έντεχνο πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να πούμε ότι το κράτος εκτός από το να υποστηρίζει το σοβαρό θέατρο και κινηματογράφο (!!) , υποστηρίζει και την σοβαρή μουσική, δηλ. έχουμε κρατική ορχήστρα, λυρική σκηνή κτλ.
Το γιατί πρέπει να θεωρούμε πολιτιστικό θεσμό άξιο προστασίας τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λουδοβίκο των Ανωγείων είναι κάτι που ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω.

‘Οταν ο λαός δεν είναι διατεθιμένος να χρηματοδοτήσει οικειοθελώς το έντεχνο, τότε τον αναγκάζουμε να το κάνει μέσω της φορολογίας.

Είναι και αυτό μια δημοκρατική κατάκτηση...




ΥΓ.Τ ο άρθρο: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/05/2008_270921

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Atomised





Το Atomised είναι κατ’αρχήν ένα βιβλίο του γάλλου συγγραφέα Michel Houellebecq.Στην Ευρώπη έγινε μεγάλη επιτυχία και ο συγγραφέας απέκτησε δημοσιότητα – νομίζω είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος γάλλος συγγραφέας, τουλάχιστον εκτός Γαλλίας.
Στην Ελλάδα το βιβλίο πέρασε εντελώς απαρατήρητο (απ’όσο γνωρίζω), κυρίως λόγω του θέματος του, την σύγκρι(ου)ση της γενιάς του ’68 και της σημερινής.Η Ελλάδα ήταν (ως συνήθως) απούσα από τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις που συνέβησαν το ’60 στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι άτομα σαν τον Χριστόδουλο και τον Καραμανλή έχουν σημαντική απήχηση στην σημερινή κοινωνία.Όλη αυτή η φιλολογία για τον Μάη του ’68 κτλ που τόσο αγαπητή είναι στην Ευρώπη, είναι εντελώς ξένη στον σημερινό έλληνα που ενθουσιάζεται κυρίως με βιβλία που έχουν σχέση με την ανατολή (μάγισσες της Σμύρνης, Κών/πολη, Μέγαρο Γιακουμπιάν κτλ)

Θέμα του ποστ όμως δεν είναι το βιβλίο, αλλά η ταινία (γερμανικής παραγωγής) που είδα πρόσφατα.
Αποτελεί σε γενικές γραμμές πιστή μεταφορά του βιβλίου – η πιο χτυπητή αλλαγή είναι η μεταφορά της δράσης από την Γαλλία στην Γερμανία (πρακτικά δεν έχει σημασία).

Παρακολουθούμε την ζωή δύο ετεροθαλών αδερφών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους: ο ένας αφοσιωμένος επιστήμονας (βιολόγος) με ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή, ο άλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, πρόσφατα χωρισμένος που αναζητάει έντονες σεξουαλικές εμπειρίες, αλλά τελικά καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.Η μητέρα τους, χίπισσα των 60ς, τους γέννησε και τους παράτησε στην γιαγιά τον έναν, εσώκλειστο σε σχολείο τον άλλον.

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η ταινία αναπτύσει 3 θέματα:

1. Ο βιολόγος-ερευνητής που επιδιώκει (και τελικά πετυχαίνει) να βρει έναν τρόπο ασεξουαλικής αναπραγωγής των ανθρώπων δίνει την αφορμή για σκέψεις σχετικά με την έρευνα, την βιολογία και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι απόψεις του συγγραφέα πάνω στα θέματα αυτά είναι σε γενικές γραμμές αδιάφορες και αποτελούν μείον του βιβλίου (ιδίως τα ψευδοπροφητικά μανιφέστα για τον «νέο άνθρωπο» και δεν συμμαζεύται) – η ταινία τις προσπερνάει και καλά κάνει.

2. Η μητέρα-χίπισσα δίνει την αφορμή για σχόλια πάνω στην γενιά του ’68 και κυρίως για την εξέλιξη αυτών των ανθρώπων και την σχέση τους με τα παιδιά τους.Ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, κυρίως επειδή απέφυγε το κλισέ του χίπυ που έγινε γιάπης.Στην ταινία όμως αυτή η θεματική αναπτύσσεται άσχημα.Η κινηματογράφηση των 60ς είναι πολύ κακή.Το ντύσιμο της μητέρας είναι άκυρο, καμμία σχέση.Ο σκηνοθέτης κάνει την αποτυχημένη προσπάθεια να αλλοιώσει τα χρώματα, προφανώς για να δώσει μια ονειρική διάσταση στην εποχή.Οι εικόνες που προκύπτουν όμως είναι άστοχες, πιο πολύ μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από εφηβικό κοριτσίστικο manga.Η αποτυχία αναπαράστασης της αισθητικής των 60ς αφαιρεί την δυνατότητα για οποιοδήποτε σοβαρό σχόλιο και είναι το μεγάλο μείον της ταινίας.

3. Την ιστορία του καθηγητή.Αυτή είναι περισσότερη κινηματογραφική από όλες και αποτυπώνεται αρκετά καλά στο πανί, ενίοτε με χιούμορ.Κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν πολύκολλάει με την υπόλοιπη ταινία. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κάπως πειραγμένο μελόδραμα, με τον ήρωα να βρίσκει τον έρωτα, να τον χάνει και να τρελένεται.


Τι πιστεύω σε γενικές γραμμές και για την ταινία και για το βιβλίο:

Η αντιπαράθεση δύο γενιών, αυτής του ’68 και αυτής των παιδιών της, είναι εξαιρετικό θέμα (ιδιώς για ταινία).
Το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας το χειρίστηκε εντελώς άτσαλα.
Ενώ η μητέρα-χίπισσα είναι πετυχημένος χαρακτήρας (δηλαδή δίνει το στίγμα της εποχής της), τα παιδιά της είναι εντελώς ακατάλληλα για να γίνει «σύγκριση» των δύο γενιών.

Ο επιστήμονας έχει κάποιο νόημα: τα 60ς ήταν η εποχή των κοινωνικών επιστημών (με αποτελέσματα που δεν θα σχολιάσω...), ενώ σήμερα των θετικών.Ίσως έχει ενδιαφέρον η σύγκριση 60ς-κοινωνικές επιστήμες-ελευθεριώτητα-σεξ με το σήμερα θετικές επιστήμες-συντηριτισμός-σεξουαλικό «σφίξιμο».Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά (35+ χρονών παρθένος), οι δε σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με την επιστήμη (βιολογία) και το μέλλον του ανθρώπου εντελώς επιφανειακές – ιδιώς αυτά για ασεξουαλική αναπαραγωγή.

Ο καθηγητής είναι ο πιο αποτυχημένος χαρακτήρας από όλους.Η ιστορία του έχει ενδιαφέρον (όπως είπα), ιδιώς στην κινηματογραφική εκδοχή της, αλλά είναι άσχετη με το θέμα.
Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας αυτός είναι ψυχικά ασθενής και μάλιστα σοβαρά (στο τέλος μας λέει ότι έμεινε για χρόνια στο ψυχιατρείο), μάλλον σχιζοφρενής.Από την στιγμή που ισχύει αυτό όμως, κάθε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές είναι άκυρη.Κάθε τι που συμβαίνει στον ήρωα μπορεί να ερμηνευτεί καλύτερα από την νόσο του, παρά από συνέπειες του τρόπου που μεγάλωσε – π.χ. η αποτυχία του γάμου του.
Πολλοί αριστεροί ή αριστερόστροφοι διανοητές (οι περισσότεροι μη έχοντας σχέση με την ιατρική) είδαν τα ψυχικά νοσήματα σαν συνέπειες των κοινωνικών συνθηκών (για να το πω απλά, είπαν ότι ο καπιταλισμός τρελαίνει/προκαλεί κατάθλιψη) – ο Β.Ραιχ μάλιστα το επέκτεινε αυτό ακόμα και τον καρκίνο (!).Αυτά σήμερα δεν έχουν καμμία αξία.Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γίνεται σχιζοφρενής κάποιος επειδή η μητέρα του είναι ούφο,τον παρατάει όπου βρει και δεν ασχολείτα μαζί του.’Αρα λοιπόν η σύγκριση που επιθυμεί να κάνει ο συγγραφέας είναι άκυρη και ο ήρωας του αποδυναμώνει την προσπάθεια του: δεν μας λέει τίποτα για την σχέση του με την γενιά των γονιών του.








Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα σχετικά με ένα πρόβλημα, πρότεινα κάποιες λύσεις που είχα δει να εφαρμόζονται στο εξωτερικό, όταν αντιμετώπισαν κάτι παρόμοιο.

Ο συνομιλητής μου μου απάντησε ότι "αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα", ότι είναι άλλες οι συνθήκες εδώ και ότι πρέπει να τις λαμβάνουμε υπ'όψη.
Κάτι που δουλέυει έξω, μπορεί να μην δουλέυει σε εμάς εδώ.

Στην συνέχεια είπε ότι έχει βαρεθεί να ακούει ότι στο εξωτερικό όλα δουλεύουν σωστά και ότι εμείς είμαστε πίσω και ότι κατά την γνώμη του είναι "βλαχιά" (sic) να αντιγράφουμε άκριτα τους ξένους και να μην λαμβάνουμε υπ'όψη την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας.



Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει καμμία ελληνική ιδιαιτερότητα.
Ό,τι ισχύει για τον έλληνα, ισχύει και για τον ευρωπαίο.

Κανείς δεν θέλει να ζει μέσα στα σκουπίδια.
Κανείς δεν θέλει να ψάχνει με τις ώρες να παρκάρει.
Κανείς δεν θέλει σύστημα υγείας σαν το ελληνικό.
Κανείς δεν θέλει γραφειοκρατία.
Κανείς δεν θέλει ανοργανωσιά και τσαπατσουλιά.

Όλοι θέλουν πράσινο.
Όλοι θέλουν ωραίες πόλεις.
Όλοι θέλουν να τους σέβεται το κράτος και οι συμπολίτες τους.
Όλοι θέλουν λογικούς νόμους που να ισχύουν για όλους.

Δεν καταλαβαίνω σε τι είμαστε διαφορετικοί εμείς.
Υπάρχουν πόλεις στο μέγεθος της Αθήνας που έχουν λύσει και το πρόβλημα του πάρκινγκ και το πρόβλημα των σκουπιδιών.
Δεν καταλαβαίνω σε ποια δική μας "ιδιαιτερότητα" πρέπει να προσαρμοστούν οι λύσεις που βρήκαν αυτοί.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλουμε να εφαρμόσουμε "άκριτα" τις λύσεις αυτές.
Ποια ακριβώς κριτική να κάνουμε σε μια λύση που αποδεδειγμένα λειτουργεί;

Αυτό που πολλοί αποκαλούν "ελληνική ιδιαιτερότητα" είναι η ανευθυνότητα, η έλλειψη συνείδησης, η "κακή" νοοτροπία.
Έτσι λοιπόν ακούμε την απάντηση "δεν θα λειτουργήσει, γιατί ο έλληνας δεν είναι ελβετός".
Ούτε ο ελβετός είναι ελβετός όμως.
Οι ιδιότητες που ανέφερα παραπάνω και που αποδίδονται στην "ελληνική νοοτροπία", είναι στην πραγματικότητα παγκόσμιες.Τις έχουν και οι ελβετοί, γι'αυτό στην χώρα τους υπάρχει επίσης τροχαία, αστυνομία, πρόστιμα, δικαστήρια, φυλακές.
Γι'αυτό εξάλλου και οι λύσεις που εφαρμόζουν έχουν σαν στόχο να πλήξουν αυτές τις συμπεριφορές και νοοτροπίες που εμείς εσφαλμένα αποκαλούμε "ελληνική ιδιαιτερότητα" και μάλλον θέλουμε να διατηρήσουμε. (βάσει το αξιώματος, ό,τι είναι ελληνικό, είναι και καλό)

Κλείνοντας, ένα σχόλιο περί βλαχιάς.

Είναι βλαχιά, όπως ισχυρίστηκε ο συνομιλητής μου, να αντιγράφουμε άκριτα αυτά που κάνουν οι άλλοι;

Κατά την γνώμη μου, όχι.
Βλαχιά είναι να μην κάνεις κάτι από φόβο μην σε πούνε βλάχο.
Το να αντιγράφεις κάτι που λειτουργεί είναι ευφυΐα, όχι ντροπή.

Όσο για το "άκριτα", απάντησα.
Τι κριτική να κάνουμε;
Αφού δουλεύει λέμε.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

We are the dead

Την Παρασκευή παρακολούθησα μια φοιτητική θεατρική παράσταση.

Πάνε περίπου 2 χρόνια από τότε που εγκατέλειψα την φοιτητική ζωή και μάλλον είχα ξεχάσει πώς είναι.
Το dress-code των φοιτητών μου άρεσε πολύ, τα φθαρμένα τζην, τα βρώμικα (και ενίοτε επιμελώς τρύπια) αθλητικά παπούτσια, οι χίπικες μπλούζες, τα χαϊμαλιά – όλη αυτή η τρέλα με άγγιξε.Η κοπέλα που έκοβε εισητήρια φορούσε ένα από αυτά τα καλοκαιρίνα υφασμάτινα παντελόνια που δένουν με σχοινάκι στην μέση και όταν σκύβεις, φαίνεται μερικές φορές η «χωρίστρα» των οπισθίων. Piercing και τατουάζ σε απίθανα σημεία.Μου άρεσαν τα πρόσωπα των φοιτητών, εξέπεμπαν μια χαρά που δεν βρίσκεις πλέον όταν εισέλθεις στον κόσμο της εργασίας.Μου άρεσε του αθώο και χαρούμενο πρόσωπο μιας κοπέλας, έτσι κλεφτά όπως μπόρεσα να το δω λίγο μέσα στην νύχτα, ενώ μιλούσε με τους φίλους της.Φορούσε ένα μαύρο κορμάκι και επίσης μαύρο κολάν.Πάνω από αυτά φορούσε κάτι που ήταν φούστα και μπλούζα μάζι, με ψυχεδέλικα χρώματα και σχήματα.Είχε ένα βραχιόλι στο πόδι.Αντί για παπούτσια φορούσε κάτι σαν αυτά τα ολλανδικά υποδήματα των χωρικών που βλέπουμε στους πίνακες του Brügel του πρεσβύτερου.


Αυτός ο τρόπος ντυσίματος (ίσως ο όρος «tribal» να είναι επιτυχημένος) χαρακτηρίζει όσους συμμετέχουν στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοπόιησης (δεν λέω αριστερά) εδώ στην Ευρώπη. Έχω εντοπίσει και στην ελλάδα ορισμένους νέους με τέτοιο dress-code, νομίζω όμως ότι είναι μειοψηφία.Παρόλο που εγώ ποτέ δεν ακολούθησα το εναλλακτικό αυτό ντύσιμο (το δικό μου στυλ θα το χαρακτήριζα ακαλαίσθητο σοβαροφανές με προσεκτικά επιλεγμένα παπούτσια), μπορώ να πω ότι μου αρέσει και σίγουρα το προτιμώ από το καγκουρο-τρέντυ-κυριλέ που επικρατεί στην χώρα μας και γεμίζει της καφετέριες του κουτσομπολιού και του φραπέ, όπως και τα φτηνιάρικα ακριβά μπουζουκοτσίρκα με τις ντίβες και τους σταρ της βαλκανικής χωριατιάς.Δείχνει αυτό το εναλλακτικό ντύσιμο μια διάθεση για ψάξιμο και αναζήτηση, μια προσπάθεια φυγής από την παράδοση.Ασπάζομαι αυτήν την κοσμοθεωρία, παρόλο που δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την γκαρτναρόμπα μου (βασικά μια ντουλάπα με αταξινόμητα καλοκαιρίνα, χειμερινά, αθλητικά και ορισμένα εφηβικά κατάλοιπα είναι).


Oι φοιτητές εδώ στην Ευρώπη έχουν έντονη την θέληση να μορφωθούν, να γνωρίσουν, να ψαχτούν.Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπόρεσα να αφουγκραστώ τέτοια διάθεση στον φοιτητικό κόσμο όσο ήμουν μέρος του.Ακόμα και οι εναλλακτικά ενδεδυμένοι εκφράζουν πολιτικές απόψεις τσοχατζόπουλου και λαλιώτη (όσο και αν δεν το καταλαβαίνουν ή το αρνούνται) – όπως αποδεινύει και το γεγονός ότι μετά το πέρας των σπουδών μάλλον θα επιδιώξουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.

Ενώ περιμένω τους ηθοποιούς να βγουν, παρατηρώ όλους αυτούς τους φοιτητές γύρω μου.Πίνουν μπίρες, κάνουν χαβαλέ, μοιάζουν όλοι χαρούμενοι.Κρίμα που δεν είχα και εγώ τέτοιες εμπειρίες στην φοιτητική μου ζωή (διασκέδασα αρκετά με τους συμφοιτητές μου, όχι έτσι όμως).Θα δούμε το 1984 – πόσοι να το έχουν διαβάσει άραγε; Εγώ το διάβασα πριν 15 χρόνια, κάποιοι από αυτούς ήταν μωρά τότε...Ωραία πρόσωπα, άνετο στυλ, χαλαρό, φλερτάκια, μυρωδιά μπάφων.



Τι γίνονται όλοι αυτοί όταν πάρουν το πτυχίο;








Something kind of hit me today
I looked at you and wondered if you saw things my way
People will hold us to blame
It hit me today, it hit me today



Were taking it hard all the time
Why dont we pass it by?
Just reply, youve changed your mind
Were fighting with the eyes of the blind
Taking it hard, taking it hard

Yet now

We feel that we are paper, choking on you nightly
They tell me son, we want you, be elusive, but dont walk far
For were breaking in the new boys, deceive your next of kin
For youre dancing where the dogs decay, defecating ecstasy
Youre just an ally of the leecher
Locator for the virgin king, but I love you in your fuck-me pumps

And your nimble dress that trails
Oh, dress yourself, my urchin one, for I hear them on the rails
Because of all weve seen, because of all weve said
We are the dead



One thing kind of touched me today
I looked at you and counted all the times we had laid
Pressing our love through the night
Knowing its right, knowing its right
Now Im hoping someone will care
Living on the breath of a hope to be shared
Trusting on the sons of our love
That someone will care, someone will care


But now
Were todays scrambled creatures, locked in tomorrows double feature
Heavens on the pillow, its silence competes with hell
Its a twenty-four hour service, guaranteed to make you tell
And the streets are full of press men
Bent on getting hung and buried
And the legendary curtains are drawn round baby bankrupt
Who sucks you while youre sleeping
Its the theater of financiers
Count them, fifty round a table
White and dressed to kill
Oh caress yourself, my juicy
For my hands have all but withered
Oh dress yourself my urchin one, for I hear them on the stairs

Because of all weve seen, because of all weve said

We are the dead

We are the dead

We are the dead

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Από την άκρη της πόλης

Στην δεκαετία του ‘90 ο ελληνικός κιν/φος έκανε ακόμα ένα λάθος και ασχολήθηκε με το θέμα της μετανάστευσης – τα μέτρια αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα: πόσο ενδιαφέρον μπορούν να έχουν πια οι ιστορίες για μετανάστες που φτιάχνουν έλληνες μικροαστοί μουσάτοι (είτε άνδρες, είτε γυναίκες) διανοούμενοι που έχουν για παράθυρο στον κόσμο την Ελευθεροτυπία και αγαπημένη μουσικό την Αρβανιτάκη;

Η ταινία Από την άκρη της πόλης του Κ.Γιανναρη αποτελεί μια μικρή εξαίρεση στην θάλασσα της σινε-κουλτουροβαρεμάρας του εγχώριου κιν/φου.


Ξεκινάω με τα θετικά της ταινίας:

Πολύ καλή η ιδέα να γυριστεί με «ερασιτέχνες» ηθοποιούς σε πραγματικές τοποθεσίες, σαν ψευδο-ντοκυμαντέρ.Η τεχνική αυτή είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση για τον ελληνικό κιν/φο.Μειώνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την εμπλοκή του θεατή, επειδή αυτά που βλέπει του είναι πραγματικά γνώριμα: φάτσες σαν των πρωταγωνιστών έχουμε δει όλοι στην Αθήνα.Ο Γιανναρης, σαν άλλος Παζολίνι, φαίνεται ότι κέρδισε την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών κια αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας - παρακολουθούμε πραγματικούς ανθρώπους, ζωντανούς.

Συνέπεια της παραπάνω τεχνικής είναι ένα άλλο μεγάλου ατού της ταινίας: η γλώσσα και οι διάλογοι.Οι πρωταγωνιστές συχνά μιλάνε ρώσικα και όταν μιλάνε ελληνικά, το κάνουν με χαρακτηριστική προφορά.Οι διάλογοι τους είναι απόλυτα φυσιολογικοί και καθημερινοί, στοιχείο εξαιρετικά θετικό.Θεωρώ πολύ καίρια αυτήν την λεπτομέρεια, η καταγραφή της γλώσσας είναι τόσο σημαντική για την επιτυχία της ταινίας, όσο το ντύσιμο και οι φάτσες.

Τρίτο θετικό στοιχείο της ταινίας είναι το αδιάφορο σενάριο.Η κεντρική ιστορία δεν είναι τίποτα σπουδαίο, οι παράλληλες ιστορίες τεριμμένες, το σασπένς ελάχιστο.Αυτό δίνει χώρο στον σκηνοθέτη να επικεντρωθεί στους ήρωες και στην ζωή τους.Ένα μεστό σενάριο, με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές διακυμάνσεις, συγκλονιστικό φινάλε κτλ, αναπόφευκτα θα μετατόπιζε το ενδιαφέρον στην ιστορία την ίδια και θα απομονώνε τον ήρωα, η ταινια πλέον δύσκολα θα μιλούσε για τους κώδικες, την γλώσσα, το ντύσιμο και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών.Δεδομένου ότι κιν/φο στην ελλάδα βλέπει (αλλά και παράγει) η μέσο-αστική τάξη, είναι σημαντικό οι ταινίες με θέμα κοινωνικές ομάδες ξένες προς αυτήν να επικεντρόνονται στην σημειολογία και όχι στην ψυχολογία.Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, τον μέσο βολεμένο αστό, από μια τέτοια ταινία, είναι οι άνθρωποι που περιγράφει: πώς μιλάνε, πού συχνάζουν, τι πιστεύον, τι τους αρέσει κτλ.Ιστορίες με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές μεταπτώσεις, ποιητικά οράματα κτλ θέλω να βλέπω όταν έχουν πρωταγωνιστές που μου μοιάζουν ή που θα ήθελα να μου μοιάζουν (π.χ. δυτικοί αστοί, ταινίες εποχής).Κάνενας όμως δεν θέλει να μοιάσει στους ήρωες της ταινίας του Γιανναρη (όποιος θέλει, υποθέτω θα έχει ήδη μετακομίσει από το Φάληρο στο Μενίδι και ψάχνει για δουλεία σε οικοδομή και όχι στο δημόσιο) – αυτό που θέλουμε είναι να γνωρίσουμε αυτούς τους συνανθρώπους μας, να τους κατανοήσουμε.Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ακούσουμε την διάλεκτο τους, εξοικοιωθούμε με την αισθητική τους, μάθουμε τις απόψεις τους.Ο Γιανναρας κατάλαβε τα παραπάνω και έτσι στηρίχθηκε σε ένα αδιάφορο σενάριο που αφήνει αρκετό χώρο στην σημειολογία και την παρατήρηση – στο τελος μπορούμε να πούμε ότι γνωρίσαμε (όσο επιτρέπει ο κιν/φος) και συμπαθήσαμε τους ανθρώπους αυτούς.

Πάμε τώρα στα αρνητικά:

Η μουσική είναι απαράδεκτη.90ς μπιτάκια που πλέον ούτε για ringtone δεν κάνουν.Η electro μουσική είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον κιν/φο, αν δεν έχεις τους Dust Brothers ή κάτι ανάλογο, μην το ζαλίζεις.Το μπητ είναι καινούργιο στην μουσική, δεν έχει δουλευτεί ακόμα και γι’αυτό χρειάζεται μεγάλο μάστορα για να είναι κάτι περισσότερο από ήχους που βγάζει ένα μηχάνημα.Η μουσική στην ταινία δεν έχει κανένα συναίσθημα, δεν βοηθάει τις σκηνές, δεν κάνει τίποτα.

Οι σκηνές από το καζακσταν της παιδικής ηλικίας είναι αστείες.Προφανώς έχουν γυριστεί στην κερατέα ή στο κορωπί και δεν δίνουν με τίποτα την αίσθηση της πρώην-πατρίδας.Δεν μας δείχνουν κάτι από το Καζαχσταν, δεν κάνουν κάτι τα παιδιά εκεί, το τοπίο δεν μας φαίνεται ξένο (όπως θα έπρεπε).Το όνειρο με το γάμο στο χωραφί που καταλήγει σε μάχη του νταβατζή με τον ήρωα είναι κιτς, μόνο ο Τόλης λείπει για να αρχίσει το «αδέρφια, αλήτες πουλία».

Η Β.Π. γκόμενα με τον πατέρα στην Ελβετία είναι εντελώς εξωπραγματική σε μια ταινία που προσπαθεί (και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει) να είναι ρεαλιστική.Ο Γιανναρας δεν φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά τα Β.Π., όσο την άκρη της πόλης και δημιουργεί έναν εντελώς άστοχο ρόλο.Αρκεί να σας πω ότι η πλούσια ΒΠ με τον πατερά στην Λωζάνη γουστάρει τον ρωσοπόντιο, κάνει σεξ μαζί του και του λέει την εντελώς απίστευτη ατάκα «σκέφτηκες να γίνεις μοντέλο, έχω φίλους φωτογράφους, θα σε βοηθήσουν» (!!!!).Γενικά η σύνδεση που προσπαθεί να κάνει ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης με την ανώτερη τάξη είναι από τα μεγάλα μείον της ταινίας.Όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο κόσμους που σχεδόν ποτέ δεν συναντιούνται και όταν το κάνουν, αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον – ΒΠ γκόμενα που το κάνει με ρωσοπόντιο είναι, πολύ απλά, επιστημονική φαντάσια.Ο γκεύ που ψωνίζει αρσενικές πόρνες είναι πιο ρεαλιστικός, αλλά και πάλι δεν έχει πολλά να πει.Η σύνδεση με τα Β/Ν.Π. είναι κλισέ και τετριμμένη, μην πω και ηθικολογική.Αντίθετα, εξαιρετικά ενδιαφέρον θα είχε η παρουσιάση των σχέσεων των ρωσοπόντιων με τους άλλους μετανάστες, π.χ. αλβανούς.Αυτό θα ήταν πολύ πιο πετυχημένο νομίζω (π.χ. πώς θα αντιδρούσε η οικογένεια του νέου αν τους έφερνε για νύφη μια αλβανίδα ή βουλγάρα, αντί της κλισέ πόρνης; ) και σίγουρα πιο κοντά στην πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών, σε σχέση με τον ρωσοπόντιο άδωνη που θα τον κάνει μοντέλο η ΒΠ που τον γουστάρει.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας όμως είναι η απουσία της πόλης.Ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δίνει το θέμα του, να μας παρουσιάσει εικόνες της Αθήνας.Από το Μενίδι δεν βλέπουμε σχεδόν τίποτα.Η ομόνοια αναφέρεται μόνο.Τα περισσότερα πλάνα είναι κοντινά των ηθοποιών, το περιβάλλον παίζει διακοσμητικό ρόλο.Αυτό είναι τεράστιο λάθος.Δίνεται χρόνος σε δευτερεύουσες ιστορίες που δεν λένε και πολλά, ενώ η Αθήνα, που θα έπρεπε να είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ταινίας, περνά απαρατήρητη. Δεν βλέπουμε γειτονιές, δρόμους, πλατείες, ανθρώπους του Μενιδιού.Η Ομόνοια δεν υπάρχει, ενώ θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί φανταστικές σκηνές στα φτηνοξενοδοχεία, στα τσαντιρομάγαζα και στα τσοντοσινεμά.Δίνω μια ιδέα: το Σάββατο το βράδυ στήνονται στην ομόνοια μεγάλοι πάγκοι που πωλούνται οι κυριακάτικες εφημερίδες.Συχνά λοιπόν βλέπεις εκεί καθώς πρέπει κύριους που παίρνουν τις σοβαρές εφημερίδες, μικροαστούς που παίρνουν το Θέμα και ψάχνουν τα DVD κτλ.Ο φωτισμός είναι χαρακτηριστικός: φώτα αυτοκινήτων, καραγκιοζο-νεον, λάμπες με μπαταρίες από τους πάγκους, περίπτερα.Δεν θα ήταν ωραία μια σκηνή στην νυχτερινή σαββατιάτικη ομόνοια, όπου το βλέμμα του πλούσιου σοβαρού κυρίου που στάματησε με αλάρμ το τζιπ για να πάρει την Καθημερινή συναντά τον πρωταγωνιστή μας που ρίχνει μια ματιά στις τσόντες του κλασικού περιπτέρου (νομίζω πούλαγε και καλάσνικωφ μια περίοδο); Αυτό θα έλεγε περισσότερα για την σχέση των ηρώων με τις ανώτερες τάξεις, απ’ό,τι οι άστοχοι ΒΠ ρόλοι για τους οποίους μίλησα πιο πριν.Θα ήταν μια μκρή πικρή παρατήρηση: η μόρφωση τελικά χωρίζει τους ανθρώπους!
Άλλο παράδειγμα: η αρσενική πόρνη λέει ότι πάει μέχρι το φάληρο με το τραίνο και μετά τον παίρνει από εκεί ο πελάτης με το αμάξι.Αυτό δεν θα έπρεπε να κινηματογραφηθεί; Εικόνες του ηλεκτρικού με την βρωμία, τα σκουπίδια, τον κόσμο, τους ζητιάνους (συνάντηση στον ηλεκτρικό του ρωσοπόντιου με τον ζητιάνο;), τους ηλικιωμένους, τον θόρυβο και στα καπάκια η αποστηρωμένη ησυχία και καθαριότητα του εσωτερικού ενός καλού γερμανικού αυτοκινήτου.Χάθηκε και αυτή η ευκαιρία...
Τελικά δεν αντιλαμβάνεται κανείς την μεταφυσική της ασχήμιας της Αθήνας.

Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και δεύτερη φορά (που θα έλεγε και ο Καζαντζίδης)...

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Η ποίηση της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων

στον Γιάννη Δαλιανίδη


Η παιδική μου ηλικία τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ‘80. Εκεινή την εποχή δεν έμενα μόνιμα στην Αθήνα, πήγαινα ωστόσο συχνά εκεί λόγω συγγενών. Δεν ξέρω αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ξέρω όμως σίγουρα ότι έχει περάσει μια εποχή – ιδίως στις περιοχές της πόλης για τις οποίες θα μιλήσω.

Το περιβάλλον στο οποίο κινούμουν τότε ήταν σκληροπυρηνικά μικροαστικό.Άνθρωποι που δεν ήταν φτωχοί, δεν έμεναν στο Περιστέρι ή στην Κοκκινιά (αν και η απόσταση τους από την φτώχια ήταν πιο μικρή απ’όσο νόμιζαν), αλλά ούτε και πλούσιοι.

Mε συγκινούν οι πολυκατοικίες του κέντρου, εκεί εξάλλου έχω και περισσότερες αναμνήσεις.Είχαν όλες μαύρους τοίχους από το καυσαέριο.Τα πατζούρια ήταν από αυτό το φτηνό πλαστικό που θεωρητικά είναι ίδιο με ξύλο (σε εμάς ήταν όντως ξύλο! ) , είχαν αυτές τις μικρές τρυπίτσες κάτω από τις εσοχές για να μπαίνει φως και άνοιγαν με πολύ χαρακτηριστικό ήχο τραβόντας ένα σχοινί, συνήθως βρώμικο εκεί που το έπιανες πιο πολύ.Τα μπαλκόνια τους ήταν συνήθως μικρά – θυμάμαι χαρακτηριστικά μερικά που το μήκος τους δεν ήταν μεγαλύτερο από μια πατούσα, απορούσα τι νόημα είχαν – με κακόγουστα σχέδια στα κάγκελα σε ύφος βαλκανικής art nouveau.

Η διακόσμηση των διαμερισμάτων ήταν τυποποιημένη – έχω την εντύπωση ότι ήταν όλα ίδια! Μερικοί είχαν την απίθανη συνήθεια να αφήνουν το σελοφάν/μουσαμά πάνω στον καινούργιο τους καναπέ.Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κληρονομήσει έπιπλα κατάλληλα για αστικό σπίτι από τους γονείς τους – έτσι η αγορά του καναπέ είχε υπαρξιακό νόημα, σήμαινε κάτι.Αν μπορούσες να κάτσεις σε άνετο «μοντέρνο» καναπέ στο σπίτι σου, ήσουν αστός – κανένας σε χωριό δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, το πολύ-πολύ να κάτσει άνετα στο ντιβάνι (τούρκικη λέξη) και όχι στον καναπέ (γαλλική)!
Έχω την εντύπωση ότι το σελοφαν πάνω στον καναπέ είναι το έμβλημα αυτών των ανθρώπων, που πλησίασαν την αστικότητα, αλλά τελικά δεν την άγγιξαν γιατί ανάμεσα σε αυτούς και σε αυτή παρεμβλήθηκε ένα αόρατο σελοφάν, το οποίο δεν αφήνει τίποτα να περάσει, όσο και να δεν γεμίζει το μάτι.
Άλλο τυπικό έπιπλο της εποχής ήταν το «σύνθετο» στο σαλόνι.Αυτό ήταν σαν μεγάλη ντουλάπα, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα «καλά» ποτήρια, σερβίτισια κτλ.Στην μέση συνήθως είχε ένα τζάμι και έβλεπες μέσα λικέρ, ποτά και διάφορα παρώμοια – θυμάμαι ιδιαίτερα τα μεγάλα γυάλινα χαραγμένα τασάκια.
Συχνά στο πάτωμα είχαν φλοκάτες (έντονο κόκκινο τις περισσότερες φορές ή άσπρο)


Οι κάτοικοι ήταν χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή μικροεπιχειρηματίες (προπατζίδικά, ψιλικατζίδικα, μαραγκοί κτλ).Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γειτόνισσα μας, την κυρία-Κούλα (το όνομα της και μόνο δηλώνει μια άλλη εποχή): κοντή, χοντρή με κατσαρό καστανό μαλλί και μεγάλο στόμα.Φορούσε ρόμπα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντως, καφέ με κίτρινα και άσπρα λουλουδάκια.Ήξερε τα πάντα για την πολυκατοικία.Κάνα-δύο φόρες είχα σταθεί στο κατώφλι του διαμερίσματος της – αυτό που μου έχει μείνει είναι η μυρωδία, η μυρωδία του μικροαστισμού: ανάμεικτα αρώματα «λεμόνι», «λεβάντα» από καθαριστικά του σούπερ μάρκετ, ξύλινο πάτωμα, ακαθόριστη μυρωδία πλαστικού και, στο βάθος, το φαγητό που μαγειρεύται. Σε αντίθεση με το κλισέ, ποτέ δεν την είχα ακούσει να φωνάζει και να κάνει υστερίες, μου έδινε την εντύπωση μαις καλής γυναίκας.

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν οι περίπατοι στην γειτονιά .Οι στενοί δρόμοι, πνιγμένοι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, η ζέστη παγιδευμένη στο τσιμέντο, οι πορτοκαλίες δίπλα στις σειρές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα .Εντύπωση μου είχε κάνει το πεζοδρόμιο, οι πλάκες κυρίως: ήταν συνήθως τετράγωνες (μερικές φορές διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα) και πάντα βρώμικες, πατημένες τσίχλες κτλ.Σε αυτές παρεμβάλονταν έιτε το χώμα που φιλοξενούσε τα λιγοστά δέντρα, είτε το σιδερένιο σκέπασμα της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ που είχε από κάτω τον μετρητή.Όταν πάταγες σε αυτά τα σιδερένια καπάκια, έβγαινε ένας τυπικός ήχος, που μου άρεσε να ακούω.Άλλος χαρακτηριστικός ήχος ήταν αυτός που έκανε το σιδερένιο καροτσάκι με ροδάκια που είχαν οι νοικοκυρές όταν γύριζαν από την λαϊκή, με τα μαρούλια και τα καρπουζία να προεξέχουν ανάμεσα σε γαλάζιες-κίτρινες αστεροεσσες πλαστικές σακούλες από το σούπερ-μάρκετ «Γαλαξίας».

Συνηθισμένες στάσεις σε αυτές τις βόλτες ήταν το γαλακτοπωλείο του Φάνη και το προπατζίδικο στην γωνία.
Το γαλακτοπωλείο είχε την πιο αδιάφορη εμφάνιση που μπορεί κανείς να φανταστεί.Η πρόσοψη του ήταν ένα μεγάλο κάπως θωλό τζάμι που επέτρεπε να δεις μέσα, αν και δεν νομίζω ότι είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να παρατηρήσουν 4-5 σιδερένια τραπεζάκια όπου κάθονται οι ηλικωμένοι της γειτονιάς και αμπελοφιλοσοφούν.Μόλις έμπαινες, η πρώτη αίσθηση ήταν αυτή του ψύχους, από τα ψυγεία αλλά και το πάτωμα, ένα κακόγουστο αλλά καθαρό (όπως όλα σχεδόν τα αντικείμενα των μικροαστών της εποχής) μωσαϊκό.Σημείο αναφοράς ήταν ο πάγκος-βιτρίνα, από αλουμίνιο και τζάμι.Πάνω σε αυτόν, η ταμειακή μηχανή, πίσω, ο Φάνης με τον οποίο ανταλάσσαμε τις γνωστές κοινοτυπίες και μέσα τα αντικείμενα του πόθου, δηλαδή τα ριζόγαλα και οι κρέμες μέσα σε πλαστικά «κεσεδάκια» που απέξω είχαν σφράγιδα με ένα λογότυπο της πλάκας (συνήθως ένα πρόβατο και από κάτω το τηλέφωνο του μαγαζιού).Ανάμεσα υπήρχαν και «πάστες» ή «σοκολατίνες» με το κερασάκι πάνω στον λόφο από βανίλια και τα «ποντικάκια».Χαρακτηριστικά αντικείμενα ήταν τα τασάκια: σχεδόν πάντα διαφήμιζαν κάτι, όπως π.χ. το ούζο 12 ή τους γερανούς «ο Μήτσος» Λένορμαν 50.Άλλο τυπικό, ο άρτι ανακαλυφθείς φραπές μέσα στο γνωστό μακρόστενο ποτήρι, το οποίο αγκάλιαζε ένα μεταλλικό «κάτι» (σαν περιχειρίδα για ποτήρι ήταν) που είχε στην άκρη χερούλι για καλύτερο χειρισμό του φραπέ.Αυτό το «κάτι» εξαφανίστηκε στην δεκαετία του ’90, προφανώς θεωρήθηκε κιτς από τους connaisseurs του γαλλοφανούς ροφήματος.
Το προπατζίδικο ήταν μια λαϊκή πινελία σε μια περιοχή που φαινομενικά δεν είχε καμμία σχέση με την «λαϊκή» ελλάδα.Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσες να ακούσεις Καζαντζίδη και Χριστοδουλόπουλο – η περιοχή ήταν γενικά του αρχοντορεμπέτικου.Ο εργάτης στο ναυπηγείο, ο μετανάστης στην γερμανία απείχαν πολύ από τους δημόσιους υπάλληλους της γειτονίας (φόραγαν και κουστούμι για να το τονίσουν αυτό).Στο προπατζίδικο συναντούσες τους φιλόσοφους της μπάλας, οι οποίοι συνήθως ήταν οι τεχνίτες (π.χ. μαραγκοί) και λιγότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι.Αντικείμενα του στοχασμού των φιλοσόφων ήταν ο Λάγιος Ντέταρι,η Λάρισα που πήρε το πρωτάθλημα, ο Σαργκάνης, το αν θα πάει στον Ολυμπιακό ο Σαραβάκος, ο σκόρερ της ΑΕΚ Νίλσεν.


Το τέλος αυτής της εποχής ήταν η δεκαετία του ’90.Οι κάτοικοι ήταν πλεόν πολύ γέροι και άρρωστοι, τα παιδιά τους επέλεξαν άλλες περιοχές, την Αργυρούπολη, τον Χολαργό, την Νέα Σμύρνη και σιγά-σιγά (μάλλον με το ζόρι) τους πήραν μαζί τους.


Με λυπεί που δεν θα ξαναμπω σε αυτό το σπίτι.
Αυτή η θλιβερή κουζίνα, αυτό το βρώμικο μπαλκόνι που κοιτάει στο ντεπόζιτο πίσω, το μικρό δωματιάκι που βάζουμε τα καθαριστικά, δεν θα είναι πια δικό μου.
Βλέπω τα δωμάτια άδεια, την ντουλάπα με τα παιχνίδια και τα «καλά» ρούχα των μεγάλων άδεια και αυτή, μόνο τον παλιό καθρέφτη αφήνουμε πίσω.
Και όμως, κάποτε γιορτάζαμε τα χριστούγεννα και την πρωτοχρονία εδώ, ανοίγαμε δώρα, στολίζαμε, περιμέναμε τον Άγιο-Βασίλη.
Μετακόμισε και αυτός όμως στα προάστια και άφησε το σπίτι χωρίς δώρα – οι επόμενοι κάτοικοι μάλλον θα έρθουν από κάποιο κατεστραμμένο χωριό των βαλκανίων ή από την ασία, από μέρη που δεν ξέρω να προφέρω.

Για τελευταία φορά, κάνω μια βόλτα στο πίσω μπαλκόνι, που μου άρεσε περισσότερο.Έβλεπε στην πίσω αυλή ενός παλιού αρχοντικού που είχε εγκαταληφθεί στην μοίρα του εδώ και 20 χρόνια.Μικρός κοίταζα τα σπασμένα παράθυρα και την σκουριασμένη σκάλα και αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να έμενε εκεί.Τώρα βλέπω για πρώτη φορά ανθρώπουςί, ή μάλλον υποψιάζομαι την ύπαρξη τους: έχουν απλώσει ένα σχοινί και έχουν κρεμάσει τα φτηνά και σέξυ εσώρουχα τους.Είναι πόρνες από την ανατολική ευρώπη.

Μου αρέσει, παρά την αναπόφευκτη στενοχώρια, που αφήνω το σπίτι μου σε αυτούς τους ξένους.

Αγαπητή κυρία-Κούλα, αναρωτιέμαι πώς να μυρίζει σήμερα το σπίτι σας, τι έπιπλα να αρέσουν στους τωρινούς κατοίκους.Κύριε Φάνη, στο μαγαζί σας τώρα μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και αυτά που τους σερβίρουν μου είναι άγνωστα.Θα ήθελα να σας πω ένα τελευταίο αντίο, όπως κάνω τώρα με το σπίτι μου, αλλά τελικά ίσως να μην χρειάζεται: αποχαιρετώντας το σπίτι μου, αποχαιρετώ και εσάς μαζί, γιατί ήσασταν κομμάτι αυτού και δεν μπορώ να φανταστώ πού είστε και τι κάνετε έξω από την γειτονιά μας.
Μεγάλωσα και εγώ, καμιά φορά όμως όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο πατάω επίτηδες το σιδερένιο καπάκι της ΔΕΗ για να ακούσω τον ήχο που τόσο μου άρεσε μικρός και να θυμηθώ εκείνη την εποχή – δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο βέβαια, ήταν όμως η δική μας εποχή. Ανάθεμα και αν ξέρουμε πού είμαστε τώρα.

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

O ξένος





For millions of years mankind lived just like the animals
Then something happenend which unleashed the power of our imagination
We learned to talk



Τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα;

Ο λόγος, απάντησαν οι αρχαίοι έλληνες.

Εκτός από τους στίχους που διαβάσατε, υπάρχει μια ακόμα εξαιρετική παρουσίαση αυτής της άποψης σε μια σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '60: Μέσα σε ένα άμορφο και αφιλόξενο προϊστορικό περιβάλλον, εμφανίζεται στον (πιθηκ-)άνθρωπο ο οβελίσκος με το αυστηρό γεωμετρικό σχήμα του και από τότε αρχίζει η ανθρώπινη περιπέτεια.

Πιστεύω όμως ότι η ιστορία δεν δικαίωσε τους αρχαίους έλληνες: ο λόγος χαρακτηρίζει λίγους ανθρώπους, τους περισσότερους τους χαρακτηρίζει η απουσία του μάλλον παρά η παρουσία του.





Έχω βρει μια καλύτερη απάντηση στο ερώτημα:

Τον άνθρωπο χαρακτηρίζει η ιδιότητά του να είναι ξένος

Ποιος είναι ξένος όμως; Τι σημαίνει η λέξη;

Με μια πρώτη ματιά, ξένο αποκαλεί μια ομάδα κάθε άνθρωπο που δεν ανήκει σε αυτήν.Π.χ. οι έλληνες αποκαλούμε ξένους όσους δεν είναι έλληνες, οι κρητικοί όσους δεν είναι κρητικοί κτλ.

Αποκαλούν όμως οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τους οπαδούς του Ολυμπιακού "ξένους"; Οι χριστιανοί τους μουσουλμάνους;

Όχι, γιατί μοιράζονται τους ίδιους κώδικες.

Ξένος τελικά είναι αυτός με τον οποίο δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, δεν μοιραζόμαστε τους ίδιους κώδικες.

Ξένος ο αθηναίος εκατομμυριούχος για τον αγρότη στην ορεινή πελοπόννησο.

Αυτός είναι νομίζω ένας ικανοποιητικός ορισμός, για τα λεξικά ίσως.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος ξένος, ο τραγικός ξένος - ο άνθρωπος.

Είναι αυτός που μοιράζεται τους ίδιους κώδικες με τους άλλους, αλλά δεν επικοινωνεί μαζί τους.

Αυτός που καταλαβαίνει τους άλλους, αλλά οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν αυτόν.

Είναι αυτός που μπορεί να επικοινωνήσει, αλλά δεν το κάνει.

Ή μάλλον το έκανε, χωρίς όμως να πάρει απάντηση πέρα μιας τυπικής συγκατάβασης.

Αυτή η οδύνη τον οδηγεί στην σιωπή - στην σιωπή του να μιλάς μόνο για τα καθημερινά.

Δεν πρέπει πάντως να συγχέουμε τον τραγικό ξένο με την μοναξία - να θεωρούμε δηλ. ότι ο ξένος νιώθει απαραίτητα μοναξία.

Όσοι είχαν την τύχη (ή την ειρωνεία της τύχης) να μεγαλώσουν σε οικογένεια που τους έδειξε αγάπη γνωρίζουν ότι μπορεί να είσαι ξένος ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε.

Μόνο με μια έννοια μπορούμε να συνδέσουμε τον ξένο: με τον έρωτα.

Τον έρωτα γεννά η (υποτιθέμενη;) μοναδικότητα.

Προϋπόθεση αυτής είναι όμως το να νιώθεις ξένος.

Οι ερωτευμένοι υπερβαίνουν τους υφιστάμενους κώδικες, τους τετριμμένους - φτιάχνουν άλλους, με πρώτη ύλη αυτά που με τον συνηθισμένο κώδικα πέρασαν απαρατήρητα. (ερωτεύομαι σημαίνει παρατηρώ).

Έρωτας λοιπόν, όχι αγάπη.





Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Η τύφλωση



Η τύφλωση είναι ένα όπλο κατά του χώρου και του χρόνου.

Όλη η ζωή μας μια τρομερή τύφλωση, αν εξαιρέσουμε το ελάχιστο που αντιλαμβάνονται οι ασήμαντες οι αισθήσεις μας - ασήμαντες και στην φτιαξιά και στις δυνατότητες.

Η τύφλωση είναι η αρχή που κυβερνά το σύμπαν.Αυτή επιτρέπει την συνύπαρξη των πραγμάτων - αν το ένα μπορούσε να δει το άλλο, δεν θα συνυπήρχαν.

Για να σπάσει κανείς την συνέχεια του Χρόνου, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να σταματήσει να βλέπει.Μετά να ξαναρχίσει.Μετά να σταματήσει ξανά...να κάνει τον χρόνο κομμάτια, κομμάτια με αυτά που είδε και με αυτά που δεν είδε...

...αυτό να το κάνει μέχρι να φτάσει στο άπειρο, εκεί που βρίσκονται όλα αυτά τα κομμάτια μαζεμένα, αλλά δεν φανερώνουν τίποτα.

Ο Θεός είναι το παρελθόν.





Απόσπασμα (πειραγμένο) από ένα αγαπημένο βιβλίο, μικρή εισαγωγή σε αυτό το ιστολόγιο.