Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

The Clash of Civilizations





Σε μια συζήτηση που είχα με ένα αμερικάνο συνάδελφο, του μίλησα για κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπισα στην δουλειά μου πρόσφατα.
Μου απάντησε με ένα γνωμικό που είχα καιρό να ακούσω:

no pain, no gain

Αυτόματα θυμήθηκα ένα συμφοιτητή μου.Ήταν μέγιστος μάστορας της αντιγραφής.Είχε μακριά μαλλιά για να κρύβει το hands-free ακουστικό που του έδινε τις απαντήσεις και στην πιο δύσκολη ερώτηση.
Είχε αναπτύξει μια γραμμική β' που χρησημοποιούσε για να γράφει σκονάκια στα πιο απίθανα σημεία.
Το μότο του ήταν:

δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

(Ιδανικά, η ατάκα αυτή προφέρεται με χαλλλλαρό, αλλά απόλυτα σίγουρο ύφος.Πριν καθήσει, ο φιλόσοφος έχει εναποθέσει στο τραπέζι: μπρελόκ με κλειδιά αυτοκινήτου, πακέτο με τσιγάρα, αναπτήρα, αθλητική εφημερίδα ( + ψευδο-οικονομική, αν βρισκόμαστε στην εποχή της χρηματιστηριακής φούσκας).Την κόμμωση του κοσμεί ζευγάρι γυαλιών ηλίου με ευδιάκριτη την μάρκα, επιμελώς τοποθετημένα δίκην θερμοσύφωνα.Ύστερα από την εκφορά της ακολουθούν δύο γουλιές φραπέ, αφού προηγηθεί κούνημα με το καλαμάκι διάρκειας ενός λεπτού)

Μερικές φορές σκέφτομαι πως ο χρόνος που αφιέρωνε στις διάφορες πατέντες του ίσως να ισοδυναμούσε με τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να διαβάσει το μάθημα και να το περάσει.
Δεν νομίζω να τον είχαν πιάσει ποτέ (βέβαια μην φανταστείτε ότι ήταν τρομερά δύσκολο να αντιγράψεις στην σχολή μου).


Τα δύο αυτά γνωμικά σχετικά με το πώς μπορείς να επιτύχεις κάτι:

no pain, no gain
δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες, δύο συστήματα εντελώς ξένα μεταξύ τους.


Quiz:

1. Ποιος από τους δύο συνδικαλίζεται και "απαιτεί" από το κράτος;
2. Ποιος από τους δύο δουλεύει σε ένα θαυμάσιο νοσοκομείο με περίπου $ 8.500/μήνα και ποιος σε κέντρο αδυνατίσματος με €700/μήνα;




Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Είστε επιχειρηματίας, κύριε Πετσόπουλε;






Διαβάζοντας μια σε γενικές γραμμές ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός εκδότη, έπεσα στην απίστευτη αυτή ερώτηση που έβαλα για τίτλο.

Ο δημοσιογράφος ρωτάει τον εκδότη αν είναι ...επιχειρηματίας.Πραγματικά θα ήθελα να ήξερα ποια κοσμοθεωρία πρέπει να έχει ο δημοσιογράφος για να ρωτήσει κάτι τέτοιο.Ποιο σύστημα, εκπαιδευτικό ή ο,τιδήποτε άλλο, εκπαιδεύει άτομα με τέτοιες απορίες;

Σίγουρα η ερώτηση δεν οφείλεται σε αφέλεια – δεν νομίζω ας πούμε να ρώταγε ποτέ ο δημοσιογράφος τον Καραμανλή «είστε πολιτικός;» ή τον Κακλαμανάκη «είστε αθλητής;».
Η ερώτηση έχει φυσικά προβοκατόρικο χαρακτήρα, εξάλλου ο εκδότης φαίνεται να ανήκει στην αριστερά.Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η επόμενη – ακόμα πιο κουφή: Το κέρδος είναι απαγορευμένη λέξη εδώ μέσα; (!!!)

Η απορία μου όμως παραμένει: είναι δυνατόν στην Ελλάδα του 2008 να θεωρούνται τα εντελώς αυτονόητα «προβοκάρισμα» ; Και ακόμα χειρότερα: πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο δημοσιογράφος το κοινό του, όταν θεωρεί ότι αυτή η ερώτηση θα διεγείρει την περιέργεια του; Αλλά και το κοινό; Τι να σκέφτηκε όταν διάβασε την συνέντευξη; Θεώρησε την ερώτηση φυσιολογική;

Προσπαθώ να μεταφράσω την ερώτηση σε μια ξένη γλώσσα – δεν μου βγαίνει: όπως και να την διατυπώσω, μου φαίνεται ότι η μόνη απάντηση που θα πάρω είναι ένα huh? με το αντίστοιχο εμότικον.


YΓ. Εδώ η συνέντευξη


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Die zweite Heimat





Frankfurt am Main, 40 χρόνια μετά


Μόλις είχαμε βγει με τον πατέρα μου από την όπερα της Φρανκφούρτης και κάναμε μια βόλτα στην πλατεία.Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, σταματάει και κοιτάζει επίμονα και κάπως αδιάκριτα ένα ζευγάρι που κάθεται σε μια καφετέρια. Ήταν ένας μικροσκοπικός υπερκινητικός τύπος, στα 50φεύγα που έπινε το ποτάκι του μαζί με μια ωραία γυναίκα, αρκετά νεότερη.
Το βλέμμα του πατέρα μου μου κίνησε την περιέργεια, ήταν κάπως ασυνήθιστο, για εμένα που τον ήξερα.Τον ρώτησα ποιος είναι αυτός που κοιτάει.
Ήταν ο Daniel Cohn-Bendit – εγώ δεν τον ήξερα καν, μου φάνηκε όμως πολύ συμπαθητικός. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή που έιχα με τον Μάη του 1968.

Στην συνέχεια, έμαθα πολλά σχετικά – το ενδιαφέρον μου για την εποχή κινήθηκε πρώτα από όλα από αυτή την τυχαία συνάντηση και κυρίως από τα ελάχιστα λεπτά που μεσολάβησαν από την στιγμή που ο πατέρας μου είδε τον Cohn-Bendit, μέχρι την στιγμή που άρχισε πάλι να μου μιλάει (τι να σκέφτηκε – ή, σωστότερα, τι να θυμήθηκε; Ποτέ μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι ο πατέρας μου κάποτε ήταν 20άρης)

10+ χρόνια μετά από αυτήν την συνάντηση – και αφού πλέον έγω μάθει αρκετά για την περίοδο εκείνη – βρίσκομαι μόνος μου στην αγαπημένη μου Φρανκφούρτη για ένα διάστημα, μένω σε ένα δωμάτιο που έχω νοικάσει στο σπίτι ενός ζευγαριού.
Λαμβάνω ένα βράδυ μια πρόσκληση από αυτούς σε δείπνο, στο σπίτι κάποιων φίλων τους.Με ξένισε η πρόσκληση – πήγα επειδή δεν βρήκα αξιοπρεπή δικαιολογία για να το αποφύγω.
Τι δουλεία είχα εγώ με 2 ζευγάρια 60άρηδων και μάλιστα με τα μέτρια γερμανικά μου;

Μερικά ποτήρια πολύ καλού κόκκινου κρασιού αργότερα, υπό τους γνώριμους ήχους των Paint it black, Visions of Johanna, Padam padam, I am the Walrus, The house of the rising sun, Quand on n'a que l’amour κτλ, δεν ήθελα να τελειώσει η βραδιά – ήξερα ότι ζούσα κάτι μοναδικό.

Βλέποντας και ακούγοντας αυτούς τους γλυκύτατους παλαίμαχους με τα κόκκινα από το κρασί μάγουλα να διηγούνται ιστορίες από την νιότη τους, ένιωθα σαν τον Guy Montag (ήρωα του βιβλίου Fahrenheit 451) που στο συγκλονιστικό τέλος συναντάει τους ανθρώπους-βιβλία που του αποκαλύπτουν ένα κυριολεκτικά άλλο σύμπαν.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ζήσει τον Μάη του ’68 από μέσα, στο Παρίσι και την Φρανκφούρτη – μιλώντας μαζί τους, αγγίζοντας τους, ένιωθα για πρώτη φορά στην ζωή μου την ιστορία σαν βίωμα, σαν ανθρώπινη επαφή και όχι σαν ντοκυμαντέρ ή σαν σελίδες βιβλίων.

Είχαν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με ένα VW της συμφοράς, είχαν πάει σε ένα σωρό χώρες – σήμερα πολύ φοβάμαι πώς σε εκείνα τα μέρη μόνο με γκρουπ τολμάμε να πάμε.Το εντυπωσιακό ήταν το πόσο πολύ ενδιαφέρθηκαν για την κουλτούρα του κάθε λαού, πόσο προσπάθησαν να μάθουν (η σπιτονοικοκυρά μου μάλιστα ψιλομίλαγε αραβικά!! ).Με συγκίνησε η αγάπη τους για την Ελλάδα, αλλά και οι γνώσεις τους για την χώρα μας, για την σύγχρονη ιστορία μας, την τέχνη μας – ένας μάλιστα ήξερε κομμάτια του Χατζιδάκι απ’έξω.Με λύπη σκέφτομαι πόσο άβολα θα ένιωθαν πολλοι συμπατριώτες μου σε μια τέτοια συζήτηση, μη έχοντας τι να πουν.

Αυτό που με άφησε άφωνο όμως (κυριολεκτικά) ήταν οι θέσεις τους σχετικά με την πολιτική, την Ευρώπη, τις σύγχρονες κοινωνίες κτλ.
Έχοντας διαβάσει πολλά από τα γραπτά των φιλοσόφων και στοχαστών που ήταν στην μόδα τότε, γνωρίζοντας τις θέσεις των πολιτικών σχηματισμών που προέκυψαν από τον Μάη, περίμενα την κλασσική αριστερή γαλλο-γερμανική μονολιθικότητα, την τεχνοφοβία, τον κρατισμό, την κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας και τα άλλα γνωστά.
Αντίθετα ακούσα τα χειρότερα για τον Φιντέλ, τον Τσε και τον Μάο, ειρωνείες για την οικολογική εσχατολογία, θαυμασμό για τις νέες τεχνολογίες, συντριπτική κριτική του γερμανικού κοινωνικού κράτους και τόσα άλλα που δεν περίμενα – ιδίως σχετικά με τους φιλοσόφους της γαλλίας και της σχολής της Φρανκφούρτης .
Είχα βέβαια ψιλιαστεί ότι ως ένα βαθμό ότι η περιόδος εκείνη μπορεί μην είναι τόσο «κόκκινη» όσο νομίζουμε σήμερα – ας πούμε γνώριζα ήδη ότι ο Κέρουακ ήταν υπέρ του πολέμου του Βιετνάμ, ο Ντύλαν κράταγε αποστάσεις από την αριστερά κτλ. Τα είπα όλα αυτά σε ένα συνομιλητή μου και του εξέφρασα την έκπληξη μου – αλλιώς τα είχα διαβάσει του είπα.

Θυμάμαι σαν τώρα την απάντηση του.Έσκυψε συνωμοτικά και μου είπε: « Πολλά από αυτά που λες ισχύουν, όχι όμως στον βαθμό που νομίζετε όσοι δεν ζήσατε τότε.Απλά οι χειρότεροι από έμας ασχολήθηκαν με την πολιτική - και όσοι από αυτούς απέτυχαν ακόμα και εκεί, ασχολήθηκαν με την διανόηση και την τέχνη, στην γαλλία μάλιστα, όσοι απέτυχαν ακόμα και σε αυτό, έγιναν καθηγητές παν/μιου!» .

Γέλουσα μόνος μου, σκεφτόμενος αυτήν την ατάκα, στον δρόμο της επιστροφής, αργά το βράδυ στους δρόμους του Sachsenhausen.Στο μυαλό μου στριφογύριζαν εικόνες της μεγάλη κληρονομίας που μας άφησαν πίσω τους οι εκδρομείς του ’60: οι γυναίκες στις ταινίες του Jean-Luc Godard, το ηλεκτρικό όργιο στο Voodoo Chile,η Marianne Faithfull των 90ς και 00ς, τα ποιητικά οράματα του Dylan, το γούστο και το ντύσιμο του Cohen, οι τελευταίες σκηνές στο The dreamers, το LA woman, το βλέμμα στο μέλλον των Silver Apples, οι στίχοι του Epitaph, η φωνή του Scott Walker,η ηθική του Frank Zappa.
Πάνω από όλα, η φωτογραφία της κοπέλας στο πίσω μέρος του Songs from a Room.

Η παρέα των οικοδεσποτών μου, στα φοιτητικά τους χρόνια, είχαν ένα στέκι εδώ στην Φρανκφούρτη, όπου πέρναγαν την ώρα τους και κουβέντιαζαν με τις ώρες.Μου έμεινε το όνομα του: Cafe Voltaire.

Cafe Voltaire.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω και ένα καφέ, σε έστω μια φοιτητική περιοχή της ελλάδας, που να έχει αυτό το όνομα.
Στην σχολή μου πάντως, η πιο δημοφιλής καφετέρια λεγόταν Κάρμα.Πήγαινα συχνά, αλλά δεν μου άρεσε – ήταν η επιτομή του μπανάλ, όπως αρμόζει άλλωστε σε μια ιατρική σχολή.
Προτιμούσα ένα ξεχασμένο καφενείο πίσω από την σχολή, που είχε ξεμείνει από την Αθήνα μιας άλλης εποχής (αυτής που επιχείρησα να περιγράψω στο τρίτο μου ποστ).Δεν είχε καν όνομα, Μπάμπη το λέγαμε, από το όνομα του ιδιοκτήτη.

Ενώ πλησιάζω την Museumsufer – την αγαπημένη μου γωνία στην Φρανκφούρτη – σκέφτομαι ότι σνομπάρουμε τον Μπάμπη (επειδή δεν είναι γκλάμουρ), ενώ το Cafe Voltaire δεν μας περνάει καν από το μυαλό.
Υπάρχει περίπτωση να αναπωλήσουμε ποτέ τις κρυόβραστες και αδιάφορες καφετέριες που κάτσαμε στα νεανικά μας χρόνια, να θυμόμαστε τις συζητήσεις που κάναμε εκεί;
Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι μια συζήτηση που είχα κάνει με δύο φίλους μου σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική – είμασταν εντυπωσιασμένοι από τους Future Sound of London.Στο τέλος, χωρίς να θυμάμαι την πορεία μας προς τα εκεί, καταλήξαμε στην Μεταμόρφωση του Κάφκα.
Η συζήτηση αυτή έγινε όταν ήμουν 18 χρονών, στο σουβλατζίδικο «Κάβουρας» στα Εξάρχεια.Όσο και αν σας φαίνεται απίστευτο αν περάσετε απ’έξω, έχει κήπο πίσω (!!!).

Πολύ φοβάμαι όμως ότι αν μετά από 30 χρόνια καλέσω ένα νέο άνθρωπο σπίτι μου για φαγητό, δεν θα έχω πολλά να του πω, ούτε θα έχει πολλά να ρωτήσει.Μάλλον θα βαρεθεί.

Καλύτερα να βρει μια καλή δικαιολογία να μην έρθει...