Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

To βλέμμα του Οδυσσέα



Ένας ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα με αφορμή την προβολή μιας ταινίας του.Κατά την παραμονή του στην Φλώρινα, μαθαίνει για τους αδελφούς Μανάκια και για τρείς χαμένες μπομπίνες τους.(Οι αδελφοί αυτοί, βλάχικης καταγωγής, εισήγαγαν τον κιν/φο στα βαλκάνια στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γυρίζοντας πολλές ταινίες με θέματα από την καθημερινότητα της εποχής).Αυτή είναι η αρχή της οδύσσειας του σκηνοθέτη στα βαλκάνια: του γίνεται έμμονη ιδέα να βρει τα χαμένα φιλμ και ξεκινάει ένα ταξίδι που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σκόπια, την ρουμανία και τέλος το Σαράγιεβο.
Η προβληματική της ταινίας αναπτύσσεται σε δύο άξονες:

1.Τα βαλκάνια.

Ο Αγγελόπουλος επιχειρεί να διατυπώσει το όραμα του Ρήγα με κινηματογραφικούς όρους.Η κύρια θέση της τανίας – όπως εγώ την κατάλαβα – είναι αυτή του Ρήγα: τα βαλκάνια αντιμετωπίζονται σαν λίγο-πολύ ενιαίο σύνολο, με κοινό παρελθόν και μέλλον (;), θέση που έρχεται σε αντίθεση με τους (μάλλον δημοφιλέστερους) εθνικισμούς που ξεφυτρώνουν εδώ και εκεί στην περιοχή και βεβαιώνουν τους οπαδούς τους ότι «εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους».
Η κινηματογραφική επιχειρηματολογία του Αγγελόπουλου είναι εντυπωσιακή στην σύλληψη της (αν και στην εφαρμογή παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, όπως θα πω παρακάτω): κύριο όχημα της είναι το βλέμμα.Η λέξη αυτή βέβαια αποτελεί ένα ακόμα κουλτουριάρικο κλισέ (όχι τόσο συχνό και κουραστικό όμως όσο το «εμβληματικό» ή «η ανθρώπινη κατάσταση» ), είναι όμως αλήθεια ότι στην ταινία χρησημοποιείται με ευρηματικό τρόπο.Ουσιαστικά σε αυτήν συναντιούνται τρία βλέμματα:


Α) Πρώτα από όλα, αυτό των αδελφών Μανιάκα.Στην εποχή τους ο κιν/φος ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που εννούμε σήμερα (ταινίες μυθοπλασίας διάρκειας περίπου 90 λεπτών).Όπως και οι αδελφοί Lumière , στις ταινίες τους καταγράφουν σκηνές από την καθημερινότητα της εποχής τους (δείτε π.χ. αυτό - με σημερινούς όρους θα λέγαμε ντοκυμαντέρ, με κάποια επιφύλαξη βέβαια.
Το βλέμμα τους είναι το πρώτο στα βαλκάνια.Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε ένα από τα φιλμάκια τους: μια γρια γνέθει στον αργαλιό.Αυτό το παρθένο βλέμμα ψάχνει ο σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής.Θέτει σαν στόχο του να ελευθερώσει το «φυλακισμένο βλέμμα» που βρίσκεται στα φιλμ που γύρισαν τότε οι αδελφοί και που δεν εμφανίστηκαν ποτέ.


Β) Το βλέμμα του πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη.Έχοντας στο μυαλό του την ελλάδα των παιδικών του χρόνων, προσγειώνεται ανώμαλα στην βαλκανική πραγματικότητα.Στην Φλώρινα, όπου παρουσιάζεται η ταινία του, προκαλεί τις διαμαρτυρίες του κόσμου και φυσικά την δυσαρέσκεια του.Δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά που συμβαίνουν και αυτά που βλέπει.
Μόνη του ελπίδα είναι τα χαμένα φιλμ.Για να μπορέσει να συνδεθεί με την πραγματικότητα, έχει ανάγκη να βρει αυτές τις χαμένες σκηνές – μόνο όταν κατανοήσει το πρώτο αυτό βλέμμα, θα είναι σε θέση να στρέψει και το δικό του στην περιοχή.Με αυτό το κίνητρο ξεκινάει η περιπλάνηση του στα βαλκάνια.

Η ταινία λοιπόν δεν περιγράφει μόνο την οδύσσεια του πρωταγωνιστή, αλλά και μια άλλη μεγαλύτερη: αυτή των βαλκανίων του 20ου αιώνα.Για χρόνια ολόκληρα η περιοχή ζούσε σε (σχετική) ειρήνη, μέχρι τα τέλη του 19ου – εκεί ακριβώς που εμφανίζεται το πρώτο βλέμμα στην περιοχή, αυτό των αδελφών Μανάκια.Το δεύτερο, αυτό του σκηνοθέτη, τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1990.Ανάμεσα τους, ο 20ος αιώνας.
Έτσι λοιπόν η οδύσσεια τελειώνει όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει επιτέλους τα φιλμ, αφού πρώτα έχει διασχίσει τα βαλκάνια και έχει βιώσει πλέον την πραγματικότητα της περιοχής.Τα δύο βλέμματα συναντιούνται και έτσι τελειώνει το ταξίδι.Αυτό που είδε ο σκηνοθέτης στα τέλη του 20ου αιώνα, είναι ακριβώς αυτό που είδαν και οι αδελφοί Μανάκια στις αρχές του: τα βαλκάνια είναι ενιαίος χώρος.

Η γριά που γνέθει στο πρώτο φιλμ θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε εθνότητα της περιοχής.Θα μπορούσε να ήταν η δικιά μου, αλλά και ενός αλβανού, σέρβου, βόσνιου, ρουμάνου.Είναι μια εικόνα που πριν καταγραφεί στο φιλμ, έχει καταγραφεί στην μνήμη των περισσότερων κατοίκων της περιοχής.Είναι ο «ενιαίος χώρος».Το ίδιο όμως ισχύει και για το δεύτερο φιλμ, την ταινία που βλέπουμε.Η συνεχής μετακίνηση από την μια χώρα στην άλλη ποτέ δεν δίνει την αίσθηση της αλλαγής.Οι εικόνες είναι επίμονα ίδιες, οι άνθρωποι το ίδιο.Κάποια πλάνα από πόλεις της σερβίας, της ρουμανίας κ.ά. είναι σαν να δείχνουν την μέση ελληνική επαρχιακή πόλη, με την ανύπαρκτη αρχιτεκτονική, τις τεράστιες άλλα αντί άλλων πινακίδες, την μιζέρια.(Η ενότητα αυτή, ιδεολογική εδώ, εκφράζεται με το εντυπωσιακό εύρημα με το άγαλμα του Λένιν που «διατρέχει» σπασμένο τα βαλκανία για να επιστρέψει στην Γερμανία).


Γ) Το τρίτο βλέμμα τώρα, είναι το δικό μου – αυτού του θεατή δηλαδή, που (επι)βλέπει τα δύο προηγούμενα.Αυτό είναι διαφορετικό βέβαια από θεατή σε θεατή.Εδώ θα περιοριστώ να περιγράψω το δικό μου, δηλαδή να πω πώς είδα εγώ την ταινία.
Η κριτική μου αφορά δύο σημεία:

1. Η ταινία προσφέρει σημαντική αισθητική απόλαυση, έχει ωστόσο ένα αδύναμο σημείο: τους διαλόγους.Ο Αγγελόπουλος μπορεί να είναι ποιητής της εικόνας, του λόγου όμως μάλλον δεν είναι.Οι περισσότεροι διάλογοι της ταινίας είναι στο στυλ «με λένε Αρτέμη» και δεν βγάζουν νόημα, ποιητικό ή άλλο – πρόβλημα αρκετά σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η διάρκεια του έργου είναι κάπου 3 ώρες.Οι επιτυχημένοι διάλογοι είναι ελάχιστοι (π.χ. αυτός για την ομίχλη στο Σαράγεβο) και δύσκολα αντισταθμίζουν τις διάφορες ασυναρτησίες.
Ο συμπαθής Αρτέμης δικαιώνεται επίσης στα σημεία εκείνα που ο ήρωας πέφτει στην αγκαλιά διαφόρων γυναικών, ζώντας παράλληλα το υπαρξιακό του δράμα (π.χ. στο Μοναστήρι).Προφανώς ο Αγγελόπουλος επεδίωξε να συνεχίσει τον παραλληλισμό με τον Οδυσσεα, αλλά αυτό δεν κολλάει στην ταινία.Ο μεσήλικας σε υπαρξιακή κρίση που μπαλαμουτιάζει το γκομενάκι και παράλληλα δίνει εσωτερική μάχη ψυχής – εκφραζόμενη με κλάματα όταν την αγκαλιάζει και την φιλάει, έλεος – είναι νομίζω το πιο αναμενόμενο art house κλισέ και κατά την γνώμη μου δεν παλεύεται με τίποτα (όπως και η σκηνή που βγαίνοντας από το μπαρ στο Βελιγράδι αρχίζει ένα εντελώς άκυρο name-dropping με πρώτη-πρώτη την απολύτως κουφή αφιέρωση «Στον Charles Mingus» (!!!!!!)

2. Η δεύτερη διαφωνία μου είναι πιο ουσιαστική και αφορά την γλώσσα.Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας οι ήρωες συνεννούνται στα αγγλικά, γεγονός που σίγουρα αφαιρεί από τον ρεαλισμό της ταινίας ( μην ξεχνάμε ότι τα άτομα που συναντά ο ήρωας μεγάλωσαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία – πόσες δυνατότητες υπήρχαν τότε να μάθει κανείς καλά αγγλικά; ). Αν ωστόσο ήταν απλά θέμα ρεαλισμού, δεν θα επέμενα τόσο – η λεπτομέρεια αυτή είναι πολύ πιο σημαντική.
Στις θετικές επιστήμες, όταν πρέπει να λύσουμε ένα πρόβλημα, σύχνα κάνουμε κάποιες παραδοχές – π.χ. παραβλέπουμε κάποιες δυνάμεις που ασκούνται σε ένα σώμα και είναι πολύ μικρές, στρογγυλοποιούμε κάποια νούμερα (π.χ. δεχόμαστε ότι g = 10 m/sec2 κτλ.
Η πρακτική αυτή χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι από ένα σημείο και μετά οι παραδοχές, όταν είναι χοντροκομμένες, οδηγούν σε σαφώς λάθος συμπεράσματα.
Πιστέυω ότι στην ταινία που συζητάμε αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.Η παραδοχή ότι οι διάφοροι λαοί των βαλκανίων μπορούν σχετικά εύκολα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους (έστω στα αγγλικά) είναι μη παραδεκτή κατά την γνώμη μου.

Δεν επιτρέπεται, σε μια ταινία που φιλοδοξεί να μιλήσει για τα βαλκάνια, η γλώσσα των λαών να είναι απούσα.Ο κινηματογράφος δεν καταγράφει μόνο την εικόνα (πλέον), αλλά και τον ήχο.Αυτός είναι μέρος της κινηματογραφικής γλώσσας (δείτε για παράδειγμα αυτήν την πανέξυπνη ταινία σχετικά) και το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν το εκμεταλλεύται (σε ταινία με τέτοια θέμα! ) είναι λάθος κατά την γνώμη μου.
Το θέμα δεν είναι όμως μόνο κινηματογραφικό/ αισθητικό, έχει και ουσία.Δεν μιλάω καμμιά βαλκανική γλώσσα, γνωρίζω όμως ότι το ζήτημα είναι τόσο περίπλοκο, όσο θα περίμενε κανείς για την συγκεκριμμένη περιοχή. Έχω μάλιστα ακούσει ότι συχνά άτομα από διαφορετικές εθνότητες κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον (ιδιώς μπροστά σε ξένους (= δυτικούς)!!!), ενώ στην πραγματικότητα (και με λίγη προσπάθεια) θα τα κατάφερναν! Αυτό και αν είναι εικόνα για να καταγραφεί στην συγκεκριμμένη ταινία με την συγκεκριμμένη προβληματική!

Μπορεί όντως η μαυροντυμένη γιαγιά που γνέθει να είναι (για εμάς τους έλληνες, ήταν) ένας κοινός τόπος σε όλη την περιοχή, η γλώσσα της όμως δεν είναι και αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέψουμε.Είναι μια παραδοχή έξω από τα όρια του αποδεκτού και, όπως συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες, μας οδηγεί σε συμπεράσματα που τελικά δεν περιγράφουν ικανοποιητικά αυτό που θέλουν να περιγράψουν.
Ωραία όσα λέει ο σκηνοθετής για το βλέμμα, οι άνθρωποι όμως έχουν, εκτός από μάτια, αυτία και στόμα.

Εδώ ολοκληρώνονται τα σχόλια μου για τον πρώτο θεματικό άξονα της ταινίας, τα βαλκάνια.
Υπάρχει και ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός, στον οποίο μάλιστα ο σκηνοθέτης τα καταφέρνει μάλλον καλύτερα!

Αυτό θα είναι το θέμα του επόμενου ποστ.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Kατακτήσαμε την πρώτη κορυφή στο Πεκίνο





Διάβασα σε αυτό το άρθρο την εξής τρομακτική είδηση:


Σημειώνεται ότι στον παγκόσμιο πίνακα του ντόπινγκ, μετά την πρώτη στην κατάταξη, Ελλάδα με 15 αθλητές, ακολουθούν Βουλγαρία με 11, Ρωσία με 10, Κίνα με 3, Ρουμανία με 3, Ιταλία με 2, Βραζιλία, Κολομβία, Δανία, Ινδία, Ισραήλ, Τζαμάικα, Ολλανδία και ΗΠΑ, με 1 κάθε χώρα.


Εδώ μας οδήγησε λοιπόν η ναζιστική νοοτροπία μας, σύμφωνα με την οποία οι επιτυχίες ενός αθλητή δεν οφείλονται μόνο στους κόπους και στο ταλέντο του, αλλά και στην φυλή στην οποία ανήκει.

Ακόμα πιο θλιβερό είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν με την είδηση (ακόμα και το άρθρο που παραθέτω, by the way την αναφέρει) - προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος ή/και ενδιαφέρον να μάθουμε ότι η χώρα μας έχει σε απόλυτους αριθμούς περισσότερους ντοπαρισμένους αθλητές από την Κίνα, την Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία μαζί (!).