Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Από την άκρη της πόλης

Στην δεκαετία του ‘90 ο ελληνικός κιν/φος έκανε ακόμα ένα λάθος και ασχολήθηκε με το θέμα της μετανάστευσης – τα μέτρια αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα: πόσο ενδιαφέρον μπορούν να έχουν πια οι ιστορίες για μετανάστες που φτιάχνουν έλληνες μικροαστοί μουσάτοι (είτε άνδρες, είτε γυναίκες) διανοούμενοι που έχουν για παράθυρο στον κόσμο την Ελευθεροτυπία και αγαπημένη μουσικό την Αρβανιτάκη;

Η ταινία Από την άκρη της πόλης του Κ.Γιανναρη αποτελεί μια μικρή εξαίρεση στην θάλασσα της σινε-κουλτουροβαρεμάρας του εγχώριου κιν/φου.


Ξεκινάω με τα θετικά της ταινίας:

Πολύ καλή η ιδέα να γυριστεί με «ερασιτέχνες» ηθοποιούς σε πραγματικές τοποθεσίες, σαν ψευδο-ντοκυμαντέρ.Η τεχνική αυτή είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση για τον ελληνικό κιν/φο.Μειώνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την εμπλοκή του θεατή, επειδή αυτά που βλέπει του είναι πραγματικά γνώριμα: φάτσες σαν των πρωταγωνιστών έχουμε δει όλοι στην Αθήνα.Ο Γιανναρης, σαν άλλος Παζολίνι, φαίνεται ότι κέρδισε την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών κια αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας - παρακολουθούμε πραγματικούς ανθρώπους, ζωντανούς.

Συνέπεια της παραπάνω τεχνικής είναι ένα άλλο μεγάλου ατού της ταινίας: η γλώσσα και οι διάλογοι.Οι πρωταγωνιστές συχνά μιλάνε ρώσικα και όταν μιλάνε ελληνικά, το κάνουν με χαρακτηριστική προφορά.Οι διάλογοι τους είναι απόλυτα φυσιολογικοί και καθημερινοί, στοιχείο εξαιρετικά θετικό.Θεωρώ πολύ καίρια αυτήν την λεπτομέρεια, η καταγραφή της γλώσσας είναι τόσο σημαντική για την επιτυχία της ταινίας, όσο το ντύσιμο και οι φάτσες.

Τρίτο θετικό στοιχείο της ταινίας είναι το αδιάφορο σενάριο.Η κεντρική ιστορία δεν είναι τίποτα σπουδαίο, οι παράλληλες ιστορίες τεριμμένες, το σασπένς ελάχιστο.Αυτό δίνει χώρο στον σκηνοθέτη να επικεντρωθεί στους ήρωες και στην ζωή τους.Ένα μεστό σενάριο, με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές διακυμάνσεις, συγκλονιστικό φινάλε κτλ, αναπόφευκτα θα μετατόπιζε το ενδιαφέρον στην ιστορία την ίδια και θα απομονώνε τον ήρωα, η ταινια πλέον δύσκολα θα μιλούσε για τους κώδικες, την γλώσσα, το ντύσιμο και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών.Δεδομένου ότι κιν/φο στην ελλάδα βλέπει (αλλά και παράγει) η μέσο-αστική τάξη, είναι σημαντικό οι ταινίες με θέμα κοινωνικές ομάδες ξένες προς αυτήν να επικεντρόνονται στην σημειολογία και όχι στην ψυχολογία.Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, τον μέσο βολεμένο αστό, από μια τέτοια ταινία, είναι οι άνθρωποι που περιγράφει: πώς μιλάνε, πού συχνάζουν, τι πιστεύον, τι τους αρέσει κτλ.Ιστορίες με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές μεταπτώσεις, ποιητικά οράματα κτλ θέλω να βλέπω όταν έχουν πρωταγωνιστές που μου μοιάζουν ή που θα ήθελα να μου μοιάζουν (π.χ. δυτικοί αστοί, ταινίες εποχής).Κάνενας όμως δεν θέλει να μοιάσει στους ήρωες της ταινίας του Γιανναρη (όποιος θέλει, υποθέτω θα έχει ήδη μετακομίσει από το Φάληρο στο Μενίδι και ψάχνει για δουλεία σε οικοδομή και όχι στο δημόσιο) – αυτό που θέλουμε είναι να γνωρίσουμε αυτούς τους συνανθρώπους μας, να τους κατανοήσουμε.Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ακούσουμε την διάλεκτο τους, εξοικοιωθούμε με την αισθητική τους, μάθουμε τις απόψεις τους.Ο Γιανναρας κατάλαβε τα παραπάνω και έτσι στηρίχθηκε σε ένα αδιάφορο σενάριο που αφήνει αρκετό χώρο στην σημειολογία και την παρατήρηση – στο τελος μπορούμε να πούμε ότι γνωρίσαμε (όσο επιτρέπει ο κιν/φος) και συμπαθήσαμε τους ανθρώπους αυτούς.

Πάμε τώρα στα αρνητικά:

Η μουσική είναι απαράδεκτη.90ς μπιτάκια που πλέον ούτε για ringtone δεν κάνουν.Η electro μουσική είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον κιν/φο, αν δεν έχεις τους Dust Brothers ή κάτι ανάλογο, μην το ζαλίζεις.Το μπητ είναι καινούργιο στην μουσική, δεν έχει δουλευτεί ακόμα και γι’αυτό χρειάζεται μεγάλο μάστορα για να είναι κάτι περισσότερο από ήχους που βγάζει ένα μηχάνημα.Η μουσική στην ταινία δεν έχει κανένα συναίσθημα, δεν βοηθάει τις σκηνές, δεν κάνει τίποτα.

Οι σκηνές από το καζακσταν της παιδικής ηλικίας είναι αστείες.Προφανώς έχουν γυριστεί στην κερατέα ή στο κορωπί και δεν δίνουν με τίποτα την αίσθηση της πρώην-πατρίδας.Δεν μας δείχνουν κάτι από το Καζαχσταν, δεν κάνουν κάτι τα παιδιά εκεί, το τοπίο δεν μας φαίνεται ξένο (όπως θα έπρεπε).Το όνειρο με το γάμο στο χωραφί που καταλήγει σε μάχη του νταβατζή με τον ήρωα είναι κιτς, μόνο ο Τόλης λείπει για να αρχίσει το «αδέρφια, αλήτες πουλία».

Η Β.Π. γκόμενα με τον πατέρα στην Ελβετία είναι εντελώς εξωπραγματική σε μια ταινία που προσπαθεί (και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει) να είναι ρεαλιστική.Ο Γιανναρας δεν φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά τα Β.Π., όσο την άκρη της πόλης και δημιουργεί έναν εντελώς άστοχο ρόλο.Αρκεί να σας πω ότι η πλούσια ΒΠ με τον πατερά στην Λωζάνη γουστάρει τον ρωσοπόντιο, κάνει σεξ μαζί του και του λέει την εντελώς απίστευτη ατάκα «σκέφτηκες να γίνεις μοντέλο, έχω φίλους φωτογράφους, θα σε βοηθήσουν» (!!!!).Γενικά η σύνδεση που προσπαθεί να κάνει ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης με την ανώτερη τάξη είναι από τα μεγάλα μείον της ταινίας.Όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο κόσμους που σχεδόν ποτέ δεν συναντιούνται και όταν το κάνουν, αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον – ΒΠ γκόμενα που το κάνει με ρωσοπόντιο είναι, πολύ απλά, επιστημονική φαντάσια.Ο γκεύ που ψωνίζει αρσενικές πόρνες είναι πιο ρεαλιστικός, αλλά και πάλι δεν έχει πολλά να πει.Η σύνδεση με τα Β/Ν.Π. είναι κλισέ και τετριμμένη, μην πω και ηθικολογική.Αντίθετα, εξαιρετικά ενδιαφέρον θα είχε η παρουσιάση των σχέσεων των ρωσοπόντιων με τους άλλους μετανάστες, π.χ. αλβανούς.Αυτό θα ήταν πολύ πιο πετυχημένο νομίζω (π.χ. πώς θα αντιδρούσε η οικογένεια του νέου αν τους έφερνε για νύφη μια αλβανίδα ή βουλγάρα, αντί της κλισέ πόρνης; ) και σίγουρα πιο κοντά στην πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών, σε σχέση με τον ρωσοπόντιο άδωνη που θα τον κάνει μοντέλο η ΒΠ που τον γουστάρει.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας όμως είναι η απουσία της πόλης.Ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δίνει το θέμα του, να μας παρουσιάσει εικόνες της Αθήνας.Από το Μενίδι δεν βλέπουμε σχεδόν τίποτα.Η ομόνοια αναφέρεται μόνο.Τα περισσότερα πλάνα είναι κοντινά των ηθοποιών, το περιβάλλον παίζει διακοσμητικό ρόλο.Αυτό είναι τεράστιο λάθος.Δίνεται χρόνος σε δευτερεύουσες ιστορίες που δεν λένε και πολλά, ενώ η Αθήνα, που θα έπρεπε να είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ταινίας, περνά απαρατήρητη. Δεν βλέπουμε γειτονιές, δρόμους, πλατείες, ανθρώπους του Μενιδιού.Η Ομόνοια δεν υπάρχει, ενώ θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί φανταστικές σκηνές στα φτηνοξενοδοχεία, στα τσαντιρομάγαζα και στα τσοντοσινεμά.Δίνω μια ιδέα: το Σάββατο το βράδυ στήνονται στην ομόνοια μεγάλοι πάγκοι που πωλούνται οι κυριακάτικες εφημερίδες.Συχνά λοιπόν βλέπεις εκεί καθώς πρέπει κύριους που παίρνουν τις σοβαρές εφημερίδες, μικροαστούς που παίρνουν το Θέμα και ψάχνουν τα DVD κτλ.Ο φωτισμός είναι χαρακτηριστικός: φώτα αυτοκινήτων, καραγκιοζο-νεον, λάμπες με μπαταρίες από τους πάγκους, περίπτερα.Δεν θα ήταν ωραία μια σκηνή στην νυχτερινή σαββατιάτικη ομόνοια, όπου το βλέμμα του πλούσιου σοβαρού κυρίου που στάματησε με αλάρμ το τζιπ για να πάρει την Καθημερινή συναντά τον πρωταγωνιστή μας που ρίχνει μια ματιά στις τσόντες του κλασικού περιπτέρου (νομίζω πούλαγε και καλάσνικωφ μια περίοδο); Αυτό θα έλεγε περισσότερα για την σχέση των ηρώων με τις ανώτερες τάξεις, απ’ό,τι οι άστοχοι ΒΠ ρόλοι για τους οποίους μίλησα πιο πριν.Θα ήταν μια μκρή πικρή παρατήρηση: η μόρφωση τελικά χωρίζει τους ανθρώπους!
Άλλο παράδειγμα: η αρσενική πόρνη λέει ότι πάει μέχρι το φάληρο με το τραίνο και μετά τον παίρνει από εκεί ο πελάτης με το αμάξι.Αυτό δεν θα έπρεπε να κινηματογραφηθεί; Εικόνες του ηλεκτρικού με την βρωμία, τα σκουπίδια, τον κόσμο, τους ζητιάνους (συνάντηση στον ηλεκτρικό του ρωσοπόντιου με τον ζητιάνο;), τους ηλικιωμένους, τον θόρυβο και στα καπάκια η αποστηρωμένη ησυχία και καθαριότητα του εσωτερικού ενός καλού γερμανικού αυτοκινήτου.Χάθηκε και αυτή η ευκαιρία...
Τελικά δεν αντιλαμβάνεται κανείς την μεταφυσική της ασχήμιας της Αθήνας.

Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και δεύτερη φορά (που θα έλεγε και ο Καζαντζίδης)...

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Η ποίηση της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων

στον Γιάννη Δαλιανίδη


Η παιδική μου ηλικία τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ‘80. Εκεινή την εποχή δεν έμενα μόνιμα στην Αθήνα, πήγαινα ωστόσο συχνά εκεί λόγω συγγενών. Δεν ξέρω αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ξέρω όμως σίγουρα ότι έχει περάσει μια εποχή – ιδίως στις περιοχές της πόλης για τις οποίες θα μιλήσω.

Το περιβάλλον στο οποίο κινούμουν τότε ήταν σκληροπυρηνικά μικροαστικό.Άνθρωποι που δεν ήταν φτωχοί, δεν έμεναν στο Περιστέρι ή στην Κοκκινιά (αν και η απόσταση τους από την φτώχια ήταν πιο μικρή απ’όσο νόμιζαν), αλλά ούτε και πλούσιοι.

Mε συγκινούν οι πολυκατοικίες του κέντρου, εκεί εξάλλου έχω και περισσότερες αναμνήσεις.Είχαν όλες μαύρους τοίχους από το καυσαέριο.Τα πατζούρια ήταν από αυτό το φτηνό πλαστικό που θεωρητικά είναι ίδιο με ξύλο (σε εμάς ήταν όντως ξύλο! ) , είχαν αυτές τις μικρές τρυπίτσες κάτω από τις εσοχές για να μπαίνει φως και άνοιγαν με πολύ χαρακτηριστικό ήχο τραβόντας ένα σχοινί, συνήθως βρώμικο εκεί που το έπιανες πιο πολύ.Τα μπαλκόνια τους ήταν συνήθως μικρά – θυμάμαι χαρακτηριστικά μερικά που το μήκος τους δεν ήταν μεγαλύτερο από μια πατούσα, απορούσα τι νόημα είχαν – με κακόγουστα σχέδια στα κάγκελα σε ύφος βαλκανικής art nouveau.

Η διακόσμηση των διαμερισμάτων ήταν τυποποιημένη – έχω την εντύπωση ότι ήταν όλα ίδια! Μερικοί είχαν την απίθανη συνήθεια να αφήνουν το σελοφάν/μουσαμά πάνω στον καινούργιο τους καναπέ.Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κληρονομήσει έπιπλα κατάλληλα για αστικό σπίτι από τους γονείς τους – έτσι η αγορά του καναπέ είχε υπαρξιακό νόημα, σήμαινε κάτι.Αν μπορούσες να κάτσεις σε άνετο «μοντέρνο» καναπέ στο σπίτι σου, ήσουν αστός – κανένας σε χωριό δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, το πολύ-πολύ να κάτσει άνετα στο ντιβάνι (τούρκικη λέξη) και όχι στον καναπέ (γαλλική)!
Έχω την εντύπωση ότι το σελοφαν πάνω στον καναπέ είναι το έμβλημα αυτών των ανθρώπων, που πλησίασαν την αστικότητα, αλλά τελικά δεν την άγγιξαν γιατί ανάμεσα σε αυτούς και σε αυτή παρεμβλήθηκε ένα αόρατο σελοφάν, το οποίο δεν αφήνει τίποτα να περάσει, όσο και να δεν γεμίζει το μάτι.
Άλλο τυπικό έπιπλο της εποχής ήταν το «σύνθετο» στο σαλόνι.Αυτό ήταν σαν μεγάλη ντουλάπα, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα «καλά» ποτήρια, σερβίτισια κτλ.Στην μέση συνήθως είχε ένα τζάμι και έβλεπες μέσα λικέρ, ποτά και διάφορα παρώμοια – θυμάμαι ιδιαίτερα τα μεγάλα γυάλινα χαραγμένα τασάκια.
Συχνά στο πάτωμα είχαν φλοκάτες (έντονο κόκκινο τις περισσότερες φορές ή άσπρο)


Οι κάτοικοι ήταν χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή μικροεπιχειρηματίες (προπατζίδικά, ψιλικατζίδικα, μαραγκοί κτλ).Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γειτόνισσα μας, την κυρία-Κούλα (το όνομα της και μόνο δηλώνει μια άλλη εποχή): κοντή, χοντρή με κατσαρό καστανό μαλλί και μεγάλο στόμα.Φορούσε ρόμπα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντως, καφέ με κίτρινα και άσπρα λουλουδάκια.Ήξερε τα πάντα για την πολυκατοικία.Κάνα-δύο φόρες είχα σταθεί στο κατώφλι του διαμερίσματος της – αυτό που μου έχει μείνει είναι η μυρωδία, η μυρωδία του μικροαστισμού: ανάμεικτα αρώματα «λεμόνι», «λεβάντα» από καθαριστικά του σούπερ μάρκετ, ξύλινο πάτωμα, ακαθόριστη μυρωδία πλαστικού και, στο βάθος, το φαγητό που μαγειρεύται. Σε αντίθεση με το κλισέ, ποτέ δεν την είχα ακούσει να φωνάζει και να κάνει υστερίες, μου έδινε την εντύπωση μαις καλής γυναίκας.

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν οι περίπατοι στην γειτονιά .Οι στενοί δρόμοι, πνιγμένοι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, η ζέστη παγιδευμένη στο τσιμέντο, οι πορτοκαλίες δίπλα στις σειρές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα .Εντύπωση μου είχε κάνει το πεζοδρόμιο, οι πλάκες κυρίως: ήταν συνήθως τετράγωνες (μερικές φορές διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα) και πάντα βρώμικες, πατημένες τσίχλες κτλ.Σε αυτές παρεμβάλονταν έιτε το χώμα που φιλοξενούσε τα λιγοστά δέντρα, είτε το σιδερένιο σκέπασμα της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ που είχε από κάτω τον μετρητή.Όταν πάταγες σε αυτά τα σιδερένια καπάκια, έβγαινε ένας τυπικός ήχος, που μου άρεσε να ακούω.Άλλος χαρακτηριστικός ήχος ήταν αυτός που έκανε το σιδερένιο καροτσάκι με ροδάκια που είχαν οι νοικοκυρές όταν γύριζαν από την λαϊκή, με τα μαρούλια και τα καρπουζία να προεξέχουν ανάμεσα σε γαλάζιες-κίτρινες αστεροεσσες πλαστικές σακούλες από το σούπερ-μάρκετ «Γαλαξίας».

Συνηθισμένες στάσεις σε αυτές τις βόλτες ήταν το γαλακτοπωλείο του Φάνη και το προπατζίδικο στην γωνία.
Το γαλακτοπωλείο είχε την πιο αδιάφορη εμφάνιση που μπορεί κανείς να φανταστεί.Η πρόσοψη του ήταν ένα μεγάλο κάπως θωλό τζάμι που επέτρεπε να δεις μέσα, αν και δεν νομίζω ότι είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να παρατηρήσουν 4-5 σιδερένια τραπεζάκια όπου κάθονται οι ηλικωμένοι της γειτονιάς και αμπελοφιλοσοφούν.Μόλις έμπαινες, η πρώτη αίσθηση ήταν αυτή του ψύχους, από τα ψυγεία αλλά και το πάτωμα, ένα κακόγουστο αλλά καθαρό (όπως όλα σχεδόν τα αντικείμενα των μικροαστών της εποχής) μωσαϊκό.Σημείο αναφοράς ήταν ο πάγκος-βιτρίνα, από αλουμίνιο και τζάμι.Πάνω σε αυτόν, η ταμειακή μηχανή, πίσω, ο Φάνης με τον οποίο ανταλάσσαμε τις γνωστές κοινοτυπίες και μέσα τα αντικείμενα του πόθου, δηλαδή τα ριζόγαλα και οι κρέμες μέσα σε πλαστικά «κεσεδάκια» που απέξω είχαν σφράγιδα με ένα λογότυπο της πλάκας (συνήθως ένα πρόβατο και από κάτω το τηλέφωνο του μαγαζιού).Ανάμεσα υπήρχαν και «πάστες» ή «σοκολατίνες» με το κερασάκι πάνω στον λόφο από βανίλια και τα «ποντικάκια».Χαρακτηριστικά αντικείμενα ήταν τα τασάκια: σχεδόν πάντα διαφήμιζαν κάτι, όπως π.χ. το ούζο 12 ή τους γερανούς «ο Μήτσος» Λένορμαν 50.Άλλο τυπικό, ο άρτι ανακαλυφθείς φραπές μέσα στο γνωστό μακρόστενο ποτήρι, το οποίο αγκάλιαζε ένα μεταλλικό «κάτι» (σαν περιχειρίδα για ποτήρι ήταν) που είχε στην άκρη χερούλι για καλύτερο χειρισμό του φραπέ.Αυτό το «κάτι» εξαφανίστηκε στην δεκαετία του ’90, προφανώς θεωρήθηκε κιτς από τους connaisseurs του γαλλοφανούς ροφήματος.
Το προπατζίδικο ήταν μια λαϊκή πινελία σε μια περιοχή που φαινομενικά δεν είχε καμμία σχέση με την «λαϊκή» ελλάδα.Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσες να ακούσεις Καζαντζίδη και Χριστοδουλόπουλο – η περιοχή ήταν γενικά του αρχοντορεμπέτικου.Ο εργάτης στο ναυπηγείο, ο μετανάστης στην γερμανία απείχαν πολύ από τους δημόσιους υπάλληλους της γειτονίας (φόραγαν και κουστούμι για να το τονίσουν αυτό).Στο προπατζίδικο συναντούσες τους φιλόσοφους της μπάλας, οι οποίοι συνήθως ήταν οι τεχνίτες (π.χ. μαραγκοί) και λιγότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι.Αντικείμενα του στοχασμού των φιλοσόφων ήταν ο Λάγιος Ντέταρι,η Λάρισα που πήρε το πρωτάθλημα, ο Σαργκάνης, το αν θα πάει στον Ολυμπιακό ο Σαραβάκος, ο σκόρερ της ΑΕΚ Νίλσεν.


Το τέλος αυτής της εποχής ήταν η δεκαετία του ’90.Οι κάτοικοι ήταν πλεόν πολύ γέροι και άρρωστοι, τα παιδιά τους επέλεξαν άλλες περιοχές, την Αργυρούπολη, τον Χολαργό, την Νέα Σμύρνη και σιγά-σιγά (μάλλον με το ζόρι) τους πήραν μαζί τους.


Με λυπεί που δεν θα ξαναμπω σε αυτό το σπίτι.
Αυτή η θλιβερή κουζίνα, αυτό το βρώμικο μπαλκόνι που κοιτάει στο ντεπόζιτο πίσω, το μικρό δωματιάκι που βάζουμε τα καθαριστικά, δεν θα είναι πια δικό μου.
Βλέπω τα δωμάτια άδεια, την ντουλάπα με τα παιχνίδια και τα «καλά» ρούχα των μεγάλων άδεια και αυτή, μόνο τον παλιό καθρέφτη αφήνουμε πίσω.
Και όμως, κάποτε γιορτάζαμε τα χριστούγεννα και την πρωτοχρονία εδώ, ανοίγαμε δώρα, στολίζαμε, περιμέναμε τον Άγιο-Βασίλη.
Μετακόμισε και αυτός όμως στα προάστια και άφησε το σπίτι χωρίς δώρα – οι επόμενοι κάτοικοι μάλλον θα έρθουν από κάποιο κατεστραμμένο χωριό των βαλκανίων ή από την ασία, από μέρη που δεν ξέρω να προφέρω.

Για τελευταία φορά, κάνω μια βόλτα στο πίσω μπαλκόνι, που μου άρεσε περισσότερο.Έβλεπε στην πίσω αυλή ενός παλιού αρχοντικού που είχε εγκαταληφθεί στην μοίρα του εδώ και 20 χρόνια.Μικρός κοίταζα τα σπασμένα παράθυρα και την σκουριασμένη σκάλα και αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να έμενε εκεί.Τώρα βλέπω για πρώτη φορά ανθρώπουςί, ή μάλλον υποψιάζομαι την ύπαρξη τους: έχουν απλώσει ένα σχοινί και έχουν κρεμάσει τα φτηνά και σέξυ εσώρουχα τους.Είναι πόρνες από την ανατολική ευρώπη.

Μου αρέσει, παρά την αναπόφευκτη στενοχώρια, που αφήνω το σπίτι μου σε αυτούς τους ξένους.

Αγαπητή κυρία-Κούλα, αναρωτιέμαι πώς να μυρίζει σήμερα το σπίτι σας, τι έπιπλα να αρέσουν στους τωρινούς κατοίκους.Κύριε Φάνη, στο μαγαζί σας τώρα μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και αυτά που τους σερβίρουν μου είναι άγνωστα.Θα ήθελα να σας πω ένα τελευταίο αντίο, όπως κάνω τώρα με το σπίτι μου, αλλά τελικά ίσως να μην χρειάζεται: αποχαιρετώντας το σπίτι μου, αποχαιρετώ και εσάς μαζί, γιατί ήσασταν κομμάτι αυτού και δεν μπορώ να φανταστώ πού είστε και τι κάνετε έξω από την γειτονιά μας.
Μεγάλωσα και εγώ, καμιά φορά όμως όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο πατάω επίτηδες το σιδερένιο καπάκι της ΔΕΗ για να ακούσω τον ήχο που τόσο μου άρεσε μικρός και να θυμηθώ εκείνη την εποχή – δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο βέβαια, ήταν όμως η δική μας εποχή. Ανάθεμα και αν ξέρουμε πού είμαστε τώρα.

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

O ξένος





For millions of years mankind lived just like the animals
Then something happenend which unleashed the power of our imagination
We learned to talk



Τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα;

Ο λόγος, απάντησαν οι αρχαίοι έλληνες.

Εκτός από τους στίχους που διαβάσατε, υπάρχει μια ακόμα εξαιρετική παρουσίαση αυτής της άποψης σε μια σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '60: Μέσα σε ένα άμορφο και αφιλόξενο προϊστορικό περιβάλλον, εμφανίζεται στον (πιθηκ-)άνθρωπο ο οβελίσκος με το αυστηρό γεωμετρικό σχήμα του και από τότε αρχίζει η ανθρώπινη περιπέτεια.

Πιστεύω όμως ότι η ιστορία δεν δικαίωσε τους αρχαίους έλληνες: ο λόγος χαρακτηρίζει λίγους ανθρώπους, τους περισσότερους τους χαρακτηρίζει η απουσία του μάλλον παρά η παρουσία του.





Έχω βρει μια καλύτερη απάντηση στο ερώτημα:

Τον άνθρωπο χαρακτηρίζει η ιδιότητά του να είναι ξένος

Ποιος είναι ξένος όμως; Τι σημαίνει η λέξη;

Με μια πρώτη ματιά, ξένο αποκαλεί μια ομάδα κάθε άνθρωπο που δεν ανήκει σε αυτήν.Π.χ. οι έλληνες αποκαλούμε ξένους όσους δεν είναι έλληνες, οι κρητικοί όσους δεν είναι κρητικοί κτλ.

Αποκαλούν όμως οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τους οπαδούς του Ολυμπιακού "ξένους"; Οι χριστιανοί τους μουσουλμάνους;

Όχι, γιατί μοιράζονται τους ίδιους κώδικες.

Ξένος τελικά είναι αυτός με τον οποίο δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, δεν μοιραζόμαστε τους ίδιους κώδικες.

Ξένος ο αθηναίος εκατομμυριούχος για τον αγρότη στην ορεινή πελοπόννησο.

Αυτός είναι νομίζω ένας ικανοποιητικός ορισμός, για τα λεξικά ίσως.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος ξένος, ο τραγικός ξένος - ο άνθρωπος.

Είναι αυτός που μοιράζεται τους ίδιους κώδικες με τους άλλους, αλλά δεν επικοινωνεί μαζί τους.

Αυτός που καταλαβαίνει τους άλλους, αλλά οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν αυτόν.

Είναι αυτός που μπορεί να επικοινωνήσει, αλλά δεν το κάνει.

Ή μάλλον το έκανε, χωρίς όμως να πάρει απάντηση πέρα μιας τυπικής συγκατάβασης.

Αυτή η οδύνη τον οδηγεί στην σιωπή - στην σιωπή του να μιλάς μόνο για τα καθημερινά.

Δεν πρέπει πάντως να συγχέουμε τον τραγικό ξένο με την μοναξία - να θεωρούμε δηλ. ότι ο ξένος νιώθει απαραίτητα μοναξία.

Όσοι είχαν την τύχη (ή την ειρωνεία της τύχης) να μεγαλώσουν σε οικογένεια που τους έδειξε αγάπη γνωρίζουν ότι μπορεί να είσαι ξένος ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε.

Μόνο με μια έννοια μπορούμε να συνδέσουμε τον ξένο: με τον έρωτα.

Τον έρωτα γεννά η (υποτιθέμενη;) μοναδικότητα.

Προϋπόθεση αυτής είναι όμως το να νιώθεις ξένος.

Οι ερωτευμένοι υπερβαίνουν τους υφιστάμενους κώδικες, τους τετριμμένους - φτιάχνουν άλλους, με πρώτη ύλη αυτά που με τον συνηθισμένο κώδικα πέρασαν απαρατήρητα. (ερωτεύομαι σημαίνει παρατηρώ).

Έρωτας λοιπόν, όχι αγάπη.





Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Η τύφλωση



Η τύφλωση είναι ένα όπλο κατά του χώρου και του χρόνου.

Όλη η ζωή μας μια τρομερή τύφλωση, αν εξαιρέσουμε το ελάχιστο που αντιλαμβάνονται οι ασήμαντες οι αισθήσεις μας - ασήμαντες και στην φτιαξιά και στις δυνατότητες.

Η τύφλωση είναι η αρχή που κυβερνά το σύμπαν.Αυτή επιτρέπει την συνύπαρξη των πραγμάτων - αν το ένα μπορούσε να δει το άλλο, δεν θα συνυπήρχαν.

Για να σπάσει κανείς την συνέχεια του Χρόνου, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: να σταματήσει να βλέπει.Μετά να ξαναρχίσει.Μετά να σταματήσει ξανά...να κάνει τον χρόνο κομμάτια, κομμάτια με αυτά που είδε και με αυτά που δεν είδε...

...αυτό να το κάνει μέχρι να φτάσει στο άπειρο, εκεί που βρίσκονται όλα αυτά τα κομμάτια μαζεμένα, αλλά δεν φανερώνουν τίποτα.

Ο Θεός είναι το παρελθόν.





Απόσπασμα (πειραγμένο) από ένα αγαπημένο βιβλίο, μικρή εισαγωγή σε αυτό το ιστολόγιο.