Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Η ποίηση της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων

στον Γιάννη Δαλιανίδη


Η παιδική μου ηλικία τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ‘80. Εκεινή την εποχή δεν έμενα μόνιμα στην Αθήνα, πήγαινα ωστόσο συχνά εκεί λόγω συγγενών. Δεν ξέρω αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ξέρω όμως σίγουρα ότι έχει περάσει μια εποχή – ιδίως στις περιοχές της πόλης για τις οποίες θα μιλήσω.

Το περιβάλλον στο οποίο κινούμουν τότε ήταν σκληροπυρηνικά μικροαστικό.Άνθρωποι που δεν ήταν φτωχοί, δεν έμεναν στο Περιστέρι ή στην Κοκκινιά (αν και η απόσταση τους από την φτώχια ήταν πιο μικρή απ’όσο νόμιζαν), αλλά ούτε και πλούσιοι.

Mε συγκινούν οι πολυκατοικίες του κέντρου, εκεί εξάλλου έχω και περισσότερες αναμνήσεις.Είχαν όλες μαύρους τοίχους από το καυσαέριο.Τα πατζούρια ήταν από αυτό το φτηνό πλαστικό που θεωρητικά είναι ίδιο με ξύλο (σε εμάς ήταν όντως ξύλο! ) , είχαν αυτές τις μικρές τρυπίτσες κάτω από τις εσοχές για να μπαίνει φως και άνοιγαν με πολύ χαρακτηριστικό ήχο τραβόντας ένα σχοινί, συνήθως βρώμικο εκεί που το έπιανες πιο πολύ.Τα μπαλκόνια τους ήταν συνήθως μικρά – θυμάμαι χαρακτηριστικά μερικά που το μήκος τους δεν ήταν μεγαλύτερο από μια πατούσα, απορούσα τι νόημα είχαν – με κακόγουστα σχέδια στα κάγκελα σε ύφος βαλκανικής art nouveau.

Η διακόσμηση των διαμερισμάτων ήταν τυποποιημένη – έχω την εντύπωση ότι ήταν όλα ίδια! Μερικοί είχαν την απίθανη συνήθεια να αφήνουν το σελοφάν/μουσαμά πάνω στον καινούργιο τους καναπέ.Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κληρονομήσει έπιπλα κατάλληλα για αστικό σπίτι από τους γονείς τους – έτσι η αγορά του καναπέ είχε υπαρξιακό νόημα, σήμαινε κάτι.Αν μπορούσες να κάτσεις σε άνετο «μοντέρνο» καναπέ στο σπίτι σου, ήσουν αστός – κανένας σε χωριό δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, το πολύ-πολύ να κάτσει άνετα στο ντιβάνι (τούρκικη λέξη) και όχι στον καναπέ (γαλλική)!
Έχω την εντύπωση ότι το σελοφαν πάνω στον καναπέ είναι το έμβλημα αυτών των ανθρώπων, που πλησίασαν την αστικότητα, αλλά τελικά δεν την άγγιξαν γιατί ανάμεσα σε αυτούς και σε αυτή παρεμβλήθηκε ένα αόρατο σελοφάν, το οποίο δεν αφήνει τίποτα να περάσει, όσο και να δεν γεμίζει το μάτι.
Άλλο τυπικό έπιπλο της εποχής ήταν το «σύνθετο» στο σαλόνι.Αυτό ήταν σαν μεγάλη ντουλάπα, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα «καλά» ποτήρια, σερβίτισια κτλ.Στην μέση συνήθως είχε ένα τζάμι και έβλεπες μέσα λικέρ, ποτά και διάφορα παρώμοια – θυμάμαι ιδιαίτερα τα μεγάλα γυάλινα χαραγμένα τασάκια.
Συχνά στο πάτωμα είχαν φλοκάτες (έντονο κόκκινο τις περισσότερες φορές ή άσπρο)


Οι κάτοικοι ήταν χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή μικροεπιχειρηματίες (προπατζίδικά, ψιλικατζίδικα, μαραγκοί κτλ).Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γειτόνισσα μας, την κυρία-Κούλα (το όνομα της και μόνο δηλώνει μια άλλη εποχή): κοντή, χοντρή με κατσαρό καστανό μαλλί και μεγάλο στόμα.Φορούσε ρόμπα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντως, καφέ με κίτρινα και άσπρα λουλουδάκια.Ήξερε τα πάντα για την πολυκατοικία.Κάνα-δύο φόρες είχα σταθεί στο κατώφλι του διαμερίσματος της – αυτό που μου έχει μείνει είναι η μυρωδία, η μυρωδία του μικροαστισμού: ανάμεικτα αρώματα «λεμόνι», «λεβάντα» από καθαριστικά του σούπερ μάρκετ, ξύλινο πάτωμα, ακαθόριστη μυρωδία πλαστικού και, στο βάθος, το φαγητό που μαγειρεύται. Σε αντίθεση με το κλισέ, ποτέ δεν την είχα ακούσει να φωνάζει και να κάνει υστερίες, μου έδινε την εντύπωση μαις καλής γυναίκας.

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν οι περίπατοι στην γειτονιά .Οι στενοί δρόμοι, πνιγμένοι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, η ζέστη παγιδευμένη στο τσιμέντο, οι πορτοκαλίες δίπλα στις σειρές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα .Εντύπωση μου είχε κάνει το πεζοδρόμιο, οι πλάκες κυρίως: ήταν συνήθως τετράγωνες (μερικές φορές διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα) και πάντα βρώμικες, πατημένες τσίχλες κτλ.Σε αυτές παρεμβάλονταν έιτε το χώμα που φιλοξενούσε τα λιγοστά δέντρα, είτε το σιδερένιο σκέπασμα της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ που είχε από κάτω τον μετρητή.Όταν πάταγες σε αυτά τα σιδερένια καπάκια, έβγαινε ένας τυπικός ήχος, που μου άρεσε να ακούω.Άλλος χαρακτηριστικός ήχος ήταν αυτός που έκανε το σιδερένιο καροτσάκι με ροδάκια που είχαν οι νοικοκυρές όταν γύριζαν από την λαϊκή, με τα μαρούλια και τα καρπουζία να προεξέχουν ανάμεσα σε γαλάζιες-κίτρινες αστεροεσσες πλαστικές σακούλες από το σούπερ-μάρκετ «Γαλαξίας».

Συνηθισμένες στάσεις σε αυτές τις βόλτες ήταν το γαλακτοπωλείο του Φάνη και το προπατζίδικο στην γωνία.
Το γαλακτοπωλείο είχε την πιο αδιάφορη εμφάνιση που μπορεί κανείς να φανταστεί.Η πρόσοψη του ήταν ένα μεγάλο κάπως θωλό τζάμι που επέτρεπε να δεις μέσα, αν και δεν νομίζω ότι είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να παρατηρήσουν 4-5 σιδερένια τραπεζάκια όπου κάθονται οι ηλικωμένοι της γειτονιάς και αμπελοφιλοσοφούν.Μόλις έμπαινες, η πρώτη αίσθηση ήταν αυτή του ψύχους, από τα ψυγεία αλλά και το πάτωμα, ένα κακόγουστο αλλά καθαρό (όπως όλα σχεδόν τα αντικείμενα των μικροαστών της εποχής) μωσαϊκό.Σημείο αναφοράς ήταν ο πάγκος-βιτρίνα, από αλουμίνιο και τζάμι.Πάνω σε αυτόν, η ταμειακή μηχανή, πίσω, ο Φάνης με τον οποίο ανταλάσσαμε τις γνωστές κοινοτυπίες και μέσα τα αντικείμενα του πόθου, δηλαδή τα ριζόγαλα και οι κρέμες μέσα σε πλαστικά «κεσεδάκια» που απέξω είχαν σφράγιδα με ένα λογότυπο της πλάκας (συνήθως ένα πρόβατο και από κάτω το τηλέφωνο του μαγαζιού).Ανάμεσα υπήρχαν και «πάστες» ή «σοκολατίνες» με το κερασάκι πάνω στον λόφο από βανίλια και τα «ποντικάκια».Χαρακτηριστικά αντικείμενα ήταν τα τασάκια: σχεδόν πάντα διαφήμιζαν κάτι, όπως π.χ. το ούζο 12 ή τους γερανούς «ο Μήτσος» Λένορμαν 50.Άλλο τυπικό, ο άρτι ανακαλυφθείς φραπές μέσα στο γνωστό μακρόστενο ποτήρι, το οποίο αγκάλιαζε ένα μεταλλικό «κάτι» (σαν περιχειρίδα για ποτήρι ήταν) που είχε στην άκρη χερούλι για καλύτερο χειρισμό του φραπέ.Αυτό το «κάτι» εξαφανίστηκε στην δεκαετία του ’90, προφανώς θεωρήθηκε κιτς από τους connaisseurs του γαλλοφανούς ροφήματος.
Το προπατζίδικο ήταν μια λαϊκή πινελία σε μια περιοχή που φαινομενικά δεν είχε καμμία σχέση με την «λαϊκή» ελλάδα.Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσες να ακούσεις Καζαντζίδη και Χριστοδουλόπουλο – η περιοχή ήταν γενικά του αρχοντορεμπέτικου.Ο εργάτης στο ναυπηγείο, ο μετανάστης στην γερμανία απείχαν πολύ από τους δημόσιους υπάλληλους της γειτονίας (φόραγαν και κουστούμι για να το τονίσουν αυτό).Στο προπατζίδικο συναντούσες τους φιλόσοφους της μπάλας, οι οποίοι συνήθως ήταν οι τεχνίτες (π.χ. μαραγκοί) και λιγότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι.Αντικείμενα του στοχασμού των φιλοσόφων ήταν ο Λάγιος Ντέταρι,η Λάρισα που πήρε το πρωτάθλημα, ο Σαργκάνης, το αν θα πάει στον Ολυμπιακό ο Σαραβάκος, ο σκόρερ της ΑΕΚ Νίλσεν.


Το τέλος αυτής της εποχής ήταν η δεκαετία του ’90.Οι κάτοικοι ήταν πλεόν πολύ γέροι και άρρωστοι, τα παιδιά τους επέλεξαν άλλες περιοχές, την Αργυρούπολη, τον Χολαργό, την Νέα Σμύρνη και σιγά-σιγά (μάλλον με το ζόρι) τους πήραν μαζί τους.


Με λυπεί που δεν θα ξαναμπω σε αυτό το σπίτι.
Αυτή η θλιβερή κουζίνα, αυτό το βρώμικο μπαλκόνι που κοιτάει στο ντεπόζιτο πίσω, το μικρό δωματιάκι που βάζουμε τα καθαριστικά, δεν θα είναι πια δικό μου.
Βλέπω τα δωμάτια άδεια, την ντουλάπα με τα παιχνίδια και τα «καλά» ρούχα των μεγάλων άδεια και αυτή, μόνο τον παλιό καθρέφτη αφήνουμε πίσω.
Και όμως, κάποτε γιορτάζαμε τα χριστούγεννα και την πρωτοχρονία εδώ, ανοίγαμε δώρα, στολίζαμε, περιμέναμε τον Άγιο-Βασίλη.
Μετακόμισε και αυτός όμως στα προάστια και άφησε το σπίτι χωρίς δώρα – οι επόμενοι κάτοικοι μάλλον θα έρθουν από κάποιο κατεστραμμένο χωριό των βαλκανίων ή από την ασία, από μέρη που δεν ξέρω να προφέρω.

Για τελευταία φορά, κάνω μια βόλτα στο πίσω μπαλκόνι, που μου άρεσε περισσότερο.Έβλεπε στην πίσω αυλή ενός παλιού αρχοντικού που είχε εγκαταληφθεί στην μοίρα του εδώ και 20 χρόνια.Μικρός κοίταζα τα σπασμένα παράθυρα και την σκουριασμένη σκάλα και αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να έμενε εκεί.Τώρα βλέπω για πρώτη φορά ανθρώπουςί, ή μάλλον υποψιάζομαι την ύπαρξη τους: έχουν απλώσει ένα σχοινί και έχουν κρεμάσει τα φτηνά και σέξυ εσώρουχα τους.Είναι πόρνες από την ανατολική ευρώπη.

Μου αρέσει, παρά την αναπόφευκτη στενοχώρια, που αφήνω το σπίτι μου σε αυτούς τους ξένους.

Αγαπητή κυρία-Κούλα, αναρωτιέμαι πώς να μυρίζει σήμερα το σπίτι σας, τι έπιπλα να αρέσουν στους τωρινούς κατοίκους.Κύριε Φάνη, στο μαγαζί σας τώρα μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και αυτά που τους σερβίρουν μου είναι άγνωστα.Θα ήθελα να σας πω ένα τελευταίο αντίο, όπως κάνω τώρα με το σπίτι μου, αλλά τελικά ίσως να μην χρειάζεται: αποχαιρετώντας το σπίτι μου, αποχαιρετώ και εσάς μαζί, γιατί ήσασταν κομμάτι αυτού και δεν μπορώ να φανταστώ πού είστε και τι κάνετε έξω από την γειτονιά μας.
Μεγάλωσα και εγώ, καμιά φορά όμως όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο πατάω επίτηδες το σιδερένιο καπάκι της ΔΕΗ για να ακούσω τον ήχο που τόσο μου άρεσε μικρός και να θυμηθώ εκείνη την εποχή – δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο βέβαια, ήταν όμως η δική μας εποχή. Ανάθεμα και αν ξέρουμε πού είμαστε τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: