Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

To βλέμμα του Οδυσσέα



Ένας ελληνοαμερικάνος σκηνοθέτης επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στην πατρίδα με αφορμή την προβολή μιας ταινίας του.Κατά την παραμονή του στην Φλώρινα, μαθαίνει για τους αδελφούς Μανάκια και για τρείς χαμένες μπομπίνες τους.(Οι αδελφοί αυτοί, βλάχικης καταγωγής, εισήγαγαν τον κιν/φο στα βαλκάνια στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, γυρίζοντας πολλές ταινίες με θέματα από την καθημερινότητα της εποχής).Αυτή είναι η αρχή της οδύσσειας του σκηνοθέτη στα βαλκάνια: του γίνεται έμμονη ιδέα να βρει τα χαμένα φιλμ και ξεκινάει ένα ταξίδι που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σκόπια, την ρουμανία και τέλος το Σαράγιεβο.
Η προβληματική της ταινίας αναπτύσσεται σε δύο άξονες:

1.Τα βαλκάνια.

Ο Αγγελόπουλος επιχειρεί να διατυπώσει το όραμα του Ρήγα με κινηματογραφικούς όρους.Η κύρια θέση της τανίας – όπως εγώ την κατάλαβα – είναι αυτή του Ρήγα: τα βαλκάνια αντιμετωπίζονται σαν λίγο-πολύ ενιαίο σύνολο, με κοινό παρελθόν και μέλλον (;), θέση που έρχεται σε αντίθεση με τους (μάλλον δημοφιλέστερους) εθνικισμούς που ξεφυτρώνουν εδώ και εκεί στην περιοχή και βεβαιώνουν τους οπαδούς τους ότι «εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους».
Η κινηματογραφική επιχειρηματολογία του Αγγελόπουλου είναι εντυπωσιακή στην σύλληψη της (αν και στην εφαρμογή παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα, όπως θα πω παρακάτω): κύριο όχημα της είναι το βλέμμα.Η λέξη αυτή βέβαια αποτελεί ένα ακόμα κουλτουριάρικο κλισέ (όχι τόσο συχνό και κουραστικό όμως όσο το «εμβληματικό» ή «η ανθρώπινη κατάσταση» ), είναι όμως αλήθεια ότι στην ταινία χρησημοποιείται με ευρηματικό τρόπο.Ουσιαστικά σε αυτήν συναντιούνται τρία βλέμματα:


Α) Πρώτα από όλα, αυτό των αδελφών Μανιάκα.Στην εποχή τους ο κιν/φος ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που εννούμε σήμερα (ταινίες μυθοπλασίας διάρκειας περίπου 90 λεπτών).Όπως και οι αδελφοί Lumière , στις ταινίες τους καταγράφουν σκηνές από την καθημερινότητα της εποχής τους (δείτε π.χ. αυτό - με σημερινούς όρους θα λέγαμε ντοκυμαντέρ, με κάποια επιφύλαξη βέβαια.
Το βλέμμα τους είναι το πρώτο στα βαλκάνια.Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε ένα από τα φιλμάκια τους: μια γρια γνέθει στον αργαλιό.Αυτό το παρθένο βλέμμα ψάχνει ο σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής.Θέτει σαν στόχο του να ελευθερώσει το «φυλακισμένο βλέμμα» που βρίσκεται στα φιλμ που γύρισαν τότε οι αδελφοί και που δεν εμφανίστηκαν ποτέ.


Β) Το βλέμμα του πρωταγωνιστή-σκηνοθέτη.Έχοντας στο μυαλό του την ελλάδα των παιδικών του χρόνων, προσγειώνεται ανώμαλα στην βαλκανική πραγματικότητα.Στην Φλώρινα, όπου παρουσιάζεται η ταινία του, προκαλεί τις διαμαρτυρίες του κόσμου και φυσικά την δυσαρέσκεια του.Δεν μπορεί να εξηγήσει αυτά που συμβαίνουν και αυτά που βλέπει.
Μόνη του ελπίδα είναι τα χαμένα φιλμ.Για να μπορέσει να συνδεθεί με την πραγματικότητα, έχει ανάγκη να βρει αυτές τις χαμένες σκηνές – μόνο όταν κατανοήσει το πρώτο αυτό βλέμμα, θα είναι σε θέση να στρέψει και το δικό του στην περιοχή.Με αυτό το κίνητρο ξεκινάει η περιπλάνηση του στα βαλκάνια.

Η ταινία λοιπόν δεν περιγράφει μόνο την οδύσσεια του πρωταγωνιστή, αλλά και μια άλλη μεγαλύτερη: αυτή των βαλκανίων του 20ου αιώνα.Για χρόνια ολόκληρα η περιοχή ζούσε σε (σχετική) ειρήνη, μέχρι τα τέλη του 19ου – εκεί ακριβώς που εμφανίζεται το πρώτο βλέμμα στην περιοχή, αυτό των αδελφών Μανάκια.Το δεύτερο, αυτό του σκηνοθέτη, τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1990.Ανάμεσα τους, ο 20ος αιώνας.
Έτσι λοιπόν η οδύσσεια τελειώνει όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει επιτέλους τα φιλμ, αφού πρώτα έχει διασχίσει τα βαλκάνια και έχει βιώσει πλέον την πραγματικότητα της περιοχής.Τα δύο βλέμματα συναντιούνται και έτσι τελειώνει το ταξίδι.Αυτό που είδε ο σκηνοθέτης στα τέλη του 20ου αιώνα, είναι ακριβώς αυτό που είδαν και οι αδελφοί Μανάκια στις αρχές του: τα βαλκάνια είναι ενιαίος χώρος.

Η γριά που γνέθει στο πρώτο φιλμ θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε εθνότητα της περιοχής.Θα μπορούσε να ήταν η δικιά μου, αλλά και ενός αλβανού, σέρβου, βόσνιου, ρουμάνου.Είναι μια εικόνα που πριν καταγραφεί στο φιλμ, έχει καταγραφεί στην μνήμη των περισσότερων κατοίκων της περιοχής.Είναι ο «ενιαίος χώρος».Το ίδιο όμως ισχύει και για το δεύτερο φιλμ, την ταινία που βλέπουμε.Η συνεχής μετακίνηση από την μια χώρα στην άλλη ποτέ δεν δίνει την αίσθηση της αλλαγής.Οι εικόνες είναι επίμονα ίδιες, οι άνθρωποι το ίδιο.Κάποια πλάνα από πόλεις της σερβίας, της ρουμανίας κ.ά. είναι σαν να δείχνουν την μέση ελληνική επαρχιακή πόλη, με την ανύπαρκτη αρχιτεκτονική, τις τεράστιες άλλα αντί άλλων πινακίδες, την μιζέρια.(Η ενότητα αυτή, ιδεολογική εδώ, εκφράζεται με το εντυπωσιακό εύρημα με το άγαλμα του Λένιν που «διατρέχει» σπασμένο τα βαλκανία για να επιστρέψει στην Γερμανία).


Γ) Το τρίτο βλέμμα τώρα, είναι το δικό μου – αυτού του θεατή δηλαδή, που (επι)βλέπει τα δύο προηγούμενα.Αυτό είναι διαφορετικό βέβαια από θεατή σε θεατή.Εδώ θα περιοριστώ να περιγράψω το δικό μου, δηλαδή να πω πώς είδα εγώ την ταινία.
Η κριτική μου αφορά δύο σημεία:

1. Η ταινία προσφέρει σημαντική αισθητική απόλαυση, έχει ωστόσο ένα αδύναμο σημείο: τους διαλόγους.Ο Αγγελόπουλος μπορεί να είναι ποιητής της εικόνας, του λόγου όμως μάλλον δεν είναι.Οι περισσότεροι διάλογοι της ταινίας είναι στο στυλ «με λένε Αρτέμη» και δεν βγάζουν νόημα, ποιητικό ή άλλο – πρόβλημα αρκετά σημαντικό αν αναλογιστεί κανείς ότι η διάρκεια του έργου είναι κάπου 3 ώρες.Οι επιτυχημένοι διάλογοι είναι ελάχιστοι (π.χ. αυτός για την ομίχλη στο Σαράγεβο) και δύσκολα αντισταθμίζουν τις διάφορες ασυναρτησίες.
Ο συμπαθής Αρτέμης δικαιώνεται επίσης στα σημεία εκείνα που ο ήρωας πέφτει στην αγκαλιά διαφόρων γυναικών, ζώντας παράλληλα το υπαρξιακό του δράμα (π.χ. στο Μοναστήρι).Προφανώς ο Αγγελόπουλος επεδίωξε να συνεχίσει τον παραλληλισμό με τον Οδυσσεα, αλλά αυτό δεν κολλάει στην ταινία.Ο μεσήλικας σε υπαρξιακή κρίση που μπαλαμουτιάζει το γκομενάκι και παράλληλα δίνει εσωτερική μάχη ψυχής – εκφραζόμενη με κλάματα όταν την αγκαλιάζει και την φιλάει, έλεος – είναι νομίζω το πιο αναμενόμενο art house κλισέ και κατά την γνώμη μου δεν παλεύεται με τίποτα (όπως και η σκηνή που βγαίνοντας από το μπαρ στο Βελιγράδι αρχίζει ένα εντελώς άκυρο name-dropping με πρώτη-πρώτη την απολύτως κουφή αφιέρωση «Στον Charles Mingus» (!!!!!!)

2. Η δεύτερη διαφωνία μου είναι πιο ουσιαστική και αφορά την γλώσσα.Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας οι ήρωες συνεννούνται στα αγγλικά, γεγονός που σίγουρα αφαιρεί από τον ρεαλισμό της ταινίας ( μην ξεχνάμε ότι τα άτομα που συναντά ο ήρωας μεγάλωσαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία – πόσες δυνατότητες υπήρχαν τότε να μάθει κανείς καλά αγγλικά; ). Αν ωστόσο ήταν απλά θέμα ρεαλισμού, δεν θα επέμενα τόσο – η λεπτομέρεια αυτή είναι πολύ πιο σημαντική.
Στις θετικές επιστήμες, όταν πρέπει να λύσουμε ένα πρόβλημα, σύχνα κάνουμε κάποιες παραδοχές – π.χ. παραβλέπουμε κάποιες δυνάμεις που ασκούνται σε ένα σώμα και είναι πολύ μικρές, στρογγυλοποιούμε κάποια νούμερα (π.χ. δεχόμαστε ότι g = 10 m/sec2 κτλ.
Η πρακτική αυτή χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι από ένα σημείο και μετά οι παραδοχές, όταν είναι χοντροκομμένες, οδηγούν σε σαφώς λάθος συμπεράσματα.
Πιστέυω ότι στην ταινία που συζητάμε αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό.Η παραδοχή ότι οι διάφοροι λαοί των βαλκανίων μπορούν σχετικά εύκολα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους (έστω στα αγγλικά) είναι μη παραδεκτή κατά την γνώμη μου.

Δεν επιτρέπεται, σε μια ταινία που φιλοδοξεί να μιλήσει για τα βαλκάνια, η γλώσσα των λαών να είναι απούσα.Ο κινηματογράφος δεν καταγράφει μόνο την εικόνα (πλέον), αλλά και τον ήχο.Αυτός είναι μέρος της κινηματογραφικής γλώσσας (δείτε για παράδειγμα αυτήν την πανέξυπνη ταινία σχετικά) και το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης δεν το εκμεταλλεύται (σε ταινία με τέτοια θέμα! ) είναι λάθος κατά την γνώμη μου.
Το θέμα δεν είναι όμως μόνο κινηματογραφικό/ αισθητικό, έχει και ουσία.Δεν μιλάω καμμιά βαλκανική γλώσσα, γνωρίζω όμως ότι το ζήτημα είναι τόσο περίπλοκο, όσο θα περίμενε κανείς για την συγκεκριμμένη περιοχή. Έχω μάλιστα ακούσει ότι συχνά άτομα από διαφορετικές εθνότητες κάνουν πώς δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον (ιδιώς μπροστά σε ξένους (= δυτικούς)!!!), ενώ στην πραγματικότητα (και με λίγη προσπάθεια) θα τα κατάφερναν! Αυτό και αν είναι εικόνα για να καταγραφεί στην συγκεκριμμένη ταινία με την συγκεκριμμένη προβληματική!

Μπορεί όντως η μαυροντυμένη γιαγιά που γνέθει να είναι (για εμάς τους έλληνες, ήταν) ένας κοινός τόπος σε όλη την περιοχή, η γλώσσα της όμως δεν είναι και αυτό δεν επιτρέπεται να το παραβλέψουμε.Είναι μια παραδοχή έξω από τα όρια του αποδεκτού και, όπως συμβαίνει και στις φυσικές επιστήμες, μας οδηγεί σε συμπεράσματα που τελικά δεν περιγράφουν ικανοποιητικά αυτό που θέλουν να περιγράψουν.
Ωραία όσα λέει ο σκηνοθετής για το βλέμμα, οι άνθρωποι όμως έχουν, εκτός από μάτια, αυτία και στόμα.

Εδώ ολοκληρώνονται τα σχόλια μου για τον πρώτο θεματικό άξονα της ταινίας, τα βαλκάνια.
Υπάρχει και ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός, στον οποίο μάλιστα ο σκηνοθέτης τα καταφέρνει μάλλον καλύτερα!

Αυτό θα είναι το θέμα του επόμενου ποστ.

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

Kατακτήσαμε την πρώτη κορυφή στο Πεκίνο





Διάβασα σε αυτό το άρθρο την εξής τρομακτική είδηση:


Σημειώνεται ότι στον παγκόσμιο πίνακα του ντόπινγκ, μετά την πρώτη στην κατάταξη, Ελλάδα με 15 αθλητές, ακολουθούν Βουλγαρία με 11, Ρωσία με 10, Κίνα με 3, Ρουμανία με 3, Ιταλία με 2, Βραζιλία, Κολομβία, Δανία, Ινδία, Ισραήλ, Τζαμάικα, Ολλανδία και ΗΠΑ, με 1 κάθε χώρα.


Εδώ μας οδήγησε λοιπόν η ναζιστική νοοτροπία μας, σύμφωνα με την οποία οι επιτυχίες ενός αθλητή δεν οφείλονται μόνο στους κόπους και στο ταλέντο του, αλλά και στην φυλή στην οποία ανήκει.

Ακόμα πιο θλιβερό είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ασχολήθηκαν με την είδηση (ακόμα και το άρθρο που παραθέτω, by the way την αναφέρει) - προφανώς δεν υπάρχει κανένας λόγος ή/και ενδιαφέρον να μάθουμε ότι η χώρα μας έχει σε απόλυτους αριθμούς περισσότερους ντοπαρισμένους αθλητές από την Κίνα, την Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Βραζιλία μαζί (!).



Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

The Clash of Civilizations





Σε μια συζήτηση που είχα με ένα αμερικάνο συνάδελφο, του μίλησα για κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπισα στην δουλειά μου πρόσφατα.
Μου απάντησε με ένα γνωμικό που είχα καιρό να ακούσω:

no pain, no gain

Αυτόματα θυμήθηκα ένα συμφοιτητή μου.Ήταν μέγιστος μάστορας της αντιγραφής.Είχε μακριά μαλλιά για να κρύβει το hands-free ακουστικό που του έδινε τις απαντήσεις και στην πιο δύσκολη ερώτηση.
Είχε αναπτύξει μια γραμμική β' που χρησημοποιούσε για να γράφει σκονάκια στα πιο απίθανα σημεία.
Το μότο του ήταν:

δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

(Ιδανικά, η ατάκα αυτή προφέρεται με χαλλλλαρό, αλλά απόλυτα σίγουρο ύφος.Πριν καθήσει, ο φιλόσοφος έχει εναποθέσει στο τραπέζι: μπρελόκ με κλειδιά αυτοκινήτου, πακέτο με τσιγάρα, αναπτήρα, αθλητική εφημερίδα ( + ψευδο-οικονομική, αν βρισκόμαστε στην εποχή της χρηματιστηριακής φούσκας).Την κόμμωση του κοσμεί ζευγάρι γυαλιών ηλίου με ευδιάκριτη την μάρκα, επιμελώς τοποθετημένα δίκην θερμοσύφωνα.Ύστερα από την εκφορά της ακολουθούν δύο γουλιές φραπέ, αφού προηγηθεί κούνημα με το καλαμάκι διάρκειας ενός λεπτού)

Μερικές φορές σκέφτομαι πως ο χρόνος που αφιέρωνε στις διάφορες πατέντες του ίσως να ισοδυναμούσε με τον χρόνο που θα χρειαζόταν για να διαβάσει το μάθημα και να το περάσει.
Δεν νομίζω να τον είχαν πιάσει ποτέ (βέβαια μην φανταστείτε ότι ήταν τρομερά δύσκολο να αντιγράψεις στην σχολή μου).


Τα δύο αυτά γνωμικά σχετικά με το πώς μπορείς να επιτύχεις κάτι:

no pain, no gain
δεν θέλει κόπο, θέλει τρόπο

νομίζω ότι αντιπροσωπεύουν δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοθεωρίες, δύο συστήματα εντελώς ξένα μεταξύ τους.


Quiz:

1. Ποιος από τους δύο συνδικαλίζεται και "απαιτεί" από το κράτος;
2. Ποιος από τους δύο δουλεύει σε ένα θαυμάσιο νοσοκομείο με περίπου $ 8.500/μήνα και ποιος σε κέντρο αδυνατίσματος με €700/μήνα;




Τρίτη 22 Ιουλίου 2008

Είστε επιχειρηματίας, κύριε Πετσόπουλε;






Διαβάζοντας μια σε γενικές γραμμές ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός εκδότη, έπεσα στην απίστευτη αυτή ερώτηση που έβαλα για τίτλο.

Ο δημοσιογράφος ρωτάει τον εκδότη αν είναι ...επιχειρηματίας.Πραγματικά θα ήθελα να ήξερα ποια κοσμοθεωρία πρέπει να έχει ο δημοσιογράφος για να ρωτήσει κάτι τέτοιο.Ποιο σύστημα, εκπαιδευτικό ή ο,τιδήποτε άλλο, εκπαιδεύει άτομα με τέτοιες απορίες;

Σίγουρα η ερώτηση δεν οφείλεται σε αφέλεια – δεν νομίζω ας πούμε να ρώταγε ποτέ ο δημοσιογράφος τον Καραμανλή «είστε πολιτικός;» ή τον Κακλαμανάκη «είστε αθλητής;».
Η ερώτηση έχει φυσικά προβοκατόρικο χαρακτήρα, εξάλλου ο εκδότης φαίνεται να ανήκει στην αριστερά.Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η επόμενη – ακόμα πιο κουφή: Το κέρδος είναι απαγορευμένη λέξη εδώ μέσα; (!!!)

Η απορία μου όμως παραμένει: είναι δυνατόν στην Ελλάδα του 2008 να θεωρούνται τα εντελώς αυτονόητα «προβοκάρισμα» ; Και ακόμα χειρότερα: πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο δημοσιογράφος το κοινό του, όταν θεωρεί ότι αυτή η ερώτηση θα διεγείρει την περιέργεια του; Αλλά και το κοινό; Τι να σκέφτηκε όταν διάβασε την συνέντευξη; Θεώρησε την ερώτηση φυσιολογική;

Προσπαθώ να μεταφράσω την ερώτηση σε μια ξένη γλώσσα – δεν μου βγαίνει: όπως και να την διατυπώσω, μου φαίνεται ότι η μόνη απάντηση που θα πάρω είναι ένα huh? με το αντίστοιχο εμότικον.


YΓ. Εδώ η συνέντευξη


Πέμπτη 10 Ιουλίου 2008

Die zweite Heimat





Frankfurt am Main, 40 χρόνια μετά


Μόλις είχαμε βγει με τον πατέρα μου από την όπερα της Φρανκφούρτης και κάναμε μια βόλτα στην πλατεία.Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, σταματάει και κοιτάζει επίμονα και κάπως αδιάκριτα ένα ζευγάρι που κάθεται σε μια καφετέρια. Ήταν ένας μικροσκοπικός υπερκινητικός τύπος, στα 50φεύγα που έπινε το ποτάκι του μαζί με μια ωραία γυναίκα, αρκετά νεότερη.
Το βλέμμα του πατέρα μου μου κίνησε την περιέργεια, ήταν κάπως ασυνήθιστο, για εμένα που τον ήξερα.Τον ρώτησα ποιος είναι αυτός που κοιτάει.
Ήταν ο Daniel Cohn-Bendit – εγώ δεν τον ήξερα καν, μου φάνηκε όμως πολύ συμπαθητικός. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή που έιχα με τον Μάη του 1968.

Στην συνέχεια, έμαθα πολλά σχετικά – το ενδιαφέρον μου για την εποχή κινήθηκε πρώτα από όλα από αυτή την τυχαία συνάντηση και κυρίως από τα ελάχιστα λεπτά που μεσολάβησαν από την στιγμή που ο πατέρας μου είδε τον Cohn-Bendit, μέχρι την στιγμή που άρχισε πάλι να μου μιλάει (τι να σκέφτηκε – ή, σωστότερα, τι να θυμήθηκε; Ποτέ μέχρι τότε δεν μου είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι ο πατέρας μου κάποτε ήταν 20άρης)

10+ χρόνια μετά από αυτήν την συνάντηση – και αφού πλέον έγω μάθει αρκετά για την περίοδο εκείνη – βρίσκομαι μόνος μου στην αγαπημένη μου Φρανκφούρτη για ένα διάστημα, μένω σε ένα δωμάτιο που έχω νοικάσει στο σπίτι ενός ζευγαριού.
Λαμβάνω ένα βράδυ μια πρόσκληση από αυτούς σε δείπνο, στο σπίτι κάποιων φίλων τους.Με ξένισε η πρόσκληση – πήγα επειδή δεν βρήκα αξιοπρεπή δικαιολογία για να το αποφύγω.
Τι δουλεία είχα εγώ με 2 ζευγάρια 60άρηδων και μάλιστα με τα μέτρια γερμανικά μου;

Μερικά ποτήρια πολύ καλού κόκκινου κρασιού αργότερα, υπό τους γνώριμους ήχους των Paint it black, Visions of Johanna, Padam padam, I am the Walrus, The house of the rising sun, Quand on n'a que l’amour κτλ, δεν ήθελα να τελειώσει η βραδιά – ήξερα ότι ζούσα κάτι μοναδικό.

Βλέποντας και ακούγοντας αυτούς τους γλυκύτατους παλαίμαχους με τα κόκκινα από το κρασί μάγουλα να διηγούνται ιστορίες από την νιότη τους, ένιωθα σαν τον Guy Montag (ήρωα του βιβλίου Fahrenheit 451) που στο συγκλονιστικό τέλος συναντάει τους ανθρώπους-βιβλία που του αποκαλύπτουν ένα κυριολεκτικά άλλο σύμπαν.

Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ζήσει τον Μάη του ’68 από μέσα, στο Παρίσι και την Φρανκφούρτη – μιλώντας μαζί τους, αγγίζοντας τους, ένιωθα για πρώτη φορά στην ζωή μου την ιστορία σαν βίωμα, σαν ανθρώπινη επαφή και όχι σαν ντοκυμαντέρ ή σαν σελίδες βιβλίων.

Είχαν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο με ένα VW της συμφοράς, είχαν πάει σε ένα σωρό χώρες – σήμερα πολύ φοβάμαι πώς σε εκείνα τα μέρη μόνο με γκρουπ τολμάμε να πάμε.Το εντυπωσιακό ήταν το πόσο πολύ ενδιαφέρθηκαν για την κουλτούρα του κάθε λαού, πόσο προσπάθησαν να μάθουν (η σπιτονοικοκυρά μου μάλιστα ψιλομίλαγε αραβικά!! ).Με συγκίνησε η αγάπη τους για την Ελλάδα, αλλά και οι γνώσεις τους για την χώρα μας, για την σύγχρονη ιστορία μας, την τέχνη μας – ένας μάλιστα ήξερε κομμάτια του Χατζιδάκι απ’έξω.Με λύπη σκέφτομαι πόσο άβολα θα ένιωθαν πολλοι συμπατριώτες μου σε μια τέτοια συζήτηση, μη έχοντας τι να πουν.

Αυτό που με άφησε άφωνο όμως (κυριολεκτικά) ήταν οι θέσεις τους σχετικά με την πολιτική, την Ευρώπη, τις σύγχρονες κοινωνίες κτλ.
Έχοντας διαβάσει πολλά από τα γραπτά των φιλοσόφων και στοχαστών που ήταν στην μόδα τότε, γνωρίζοντας τις θέσεις των πολιτικών σχηματισμών που προέκυψαν από τον Μάη, περίμενα την κλασσική αριστερή γαλλο-γερμανική μονολιθικότητα, την τεχνοφοβία, τον κρατισμό, την κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας και τα άλλα γνωστά.
Αντίθετα ακούσα τα χειρότερα για τον Φιντέλ, τον Τσε και τον Μάο, ειρωνείες για την οικολογική εσχατολογία, θαυμασμό για τις νέες τεχνολογίες, συντριπτική κριτική του γερμανικού κοινωνικού κράτους και τόσα άλλα που δεν περίμενα – ιδίως σχετικά με τους φιλοσόφους της γαλλίας και της σχολής της Φρανκφούρτης .
Είχα βέβαια ψιλιαστεί ότι ως ένα βαθμό ότι η περιόδος εκείνη μπορεί μην είναι τόσο «κόκκινη» όσο νομίζουμε σήμερα – ας πούμε γνώριζα ήδη ότι ο Κέρουακ ήταν υπέρ του πολέμου του Βιετνάμ, ο Ντύλαν κράταγε αποστάσεις από την αριστερά κτλ. Τα είπα όλα αυτά σε ένα συνομιλητή μου και του εξέφρασα την έκπληξη μου – αλλιώς τα είχα διαβάσει του είπα.

Θυμάμαι σαν τώρα την απάντηση του.Έσκυψε συνωμοτικά και μου είπε: « Πολλά από αυτά που λες ισχύουν, όχι όμως στον βαθμό που νομίζετε όσοι δεν ζήσατε τότε.Απλά οι χειρότεροι από έμας ασχολήθηκαν με την πολιτική - και όσοι από αυτούς απέτυχαν ακόμα και εκεί, ασχολήθηκαν με την διανόηση και την τέχνη, στην γαλλία μάλιστα, όσοι απέτυχαν ακόμα και σε αυτό, έγιναν καθηγητές παν/μιου!» .

Γέλουσα μόνος μου, σκεφτόμενος αυτήν την ατάκα, στον δρόμο της επιστροφής, αργά το βράδυ στους δρόμους του Sachsenhausen.Στο μυαλό μου στριφογύριζαν εικόνες της μεγάλη κληρονομίας που μας άφησαν πίσω τους οι εκδρομείς του ’60: οι γυναίκες στις ταινίες του Jean-Luc Godard, το ηλεκτρικό όργιο στο Voodoo Chile,η Marianne Faithfull των 90ς και 00ς, τα ποιητικά οράματα του Dylan, το γούστο και το ντύσιμο του Cohen, οι τελευταίες σκηνές στο The dreamers, το LA woman, το βλέμμα στο μέλλον των Silver Apples, οι στίχοι του Epitaph, η φωνή του Scott Walker,η ηθική του Frank Zappa.
Πάνω από όλα, η φωτογραφία της κοπέλας στο πίσω μέρος του Songs from a Room.

Η παρέα των οικοδεσποτών μου, στα φοιτητικά τους χρόνια, είχαν ένα στέκι εδώ στην Φρανκφούρτη, όπου πέρναγαν την ώρα τους και κουβέντιαζαν με τις ώρες.Μου έμεινε το όνομα του: Cafe Voltaire.

Cafe Voltaire.

Αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω και ένα καφέ, σε έστω μια φοιτητική περιοχή της ελλάδας, που να έχει αυτό το όνομα.
Στην σχολή μου πάντως, η πιο δημοφιλής καφετέρια λεγόταν Κάρμα.Πήγαινα συχνά, αλλά δεν μου άρεσε – ήταν η επιτομή του μπανάλ, όπως αρμόζει άλλωστε σε μια ιατρική σχολή.
Προτιμούσα ένα ξεχασμένο καφενείο πίσω από την σχολή, που είχε ξεμείνει από την Αθήνα μιας άλλης εποχής (αυτής που επιχείρησα να περιγράψω στο τρίτο μου ποστ).Δεν είχε καν όνομα, Μπάμπη το λέγαμε, από το όνομα του ιδιοκτήτη.

Ενώ πλησιάζω την Museumsufer – την αγαπημένη μου γωνία στην Φρανκφούρτη – σκέφτομαι ότι σνομπάρουμε τον Μπάμπη (επειδή δεν είναι γκλάμουρ), ενώ το Cafe Voltaire δεν μας περνάει καν από το μυαλό.
Υπάρχει περίπτωση να αναπωλήσουμε ποτέ τις κρυόβραστες και αδιάφορες καφετέριες που κάτσαμε στα νεανικά μας χρόνια, να θυμόμαστε τις συζητήσεις που κάναμε εκεί;
Το μόνο που μπορώ να θυμηθώ είναι μια συζήτηση που είχα κάνει με δύο φίλους μου σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική – είμασταν εντυπωσιασμένοι από τους Future Sound of London.Στο τέλος, χωρίς να θυμάμαι την πορεία μας προς τα εκεί, καταλήξαμε στην Μεταμόρφωση του Κάφκα.
Η συζήτηση αυτή έγινε όταν ήμουν 18 χρονών, στο σουβλατζίδικο «Κάβουρας» στα Εξάρχεια.Όσο και αν σας φαίνεται απίστευτο αν περάσετε απ’έξω, έχει κήπο πίσω (!!!).

Πολύ φοβάμαι όμως ότι αν μετά από 30 χρόνια καλέσω ένα νέο άνθρωπο σπίτι μου για φαγητό, δεν θα έχω πολλά να του πω, ούτε θα έχει πολλά να ρωτήσει.Μάλλον θα βαρεθεί.

Καλύτερα να βρει μια καλή δικαιολογία να μην έρθει...



Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

The Night of the Hunter














Έχω προσέξει ότι πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο περισσότερο σαν μέσο ψυχαγωγίας, παρά στοχασμού.Απόδειξη ότι, ενώ επιλέγουν με προσοχή βιβλία και CD, στις ταινίες έχουν συνήθως πιο χαλαρά κριτήρια.Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι μέχρι πρόσφατα δύσκολα μπορούσε να βρει κάποιος ταινίες – συνήθως εξαρτώταν από την τηλεόραση και της αίθουσες.

Παρόλο που ο κιν/φος βρίσκεται παντού, ίσως τελικά να είναι το μέσο που λιγότερο γνωρίζουμε, αφού η επαφή μας με αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές με μέτριες ή απλές ταινίες που έχουν σαν στόχο μόνο την διασκέδαση.

Η ταινία «The night of the hunter» επιδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες του μέσου αυτού σε σοβαρά και δύσκολα θέματα.Γυρίστηκε το 1955 και αποτελεί ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στην θρησκεία.
Από τα κλειδιά για την επιτυχία της ταινίας είναι νομίζω η οπτική γωνία από την οποία βλέπει την θρησκεία: δεν ασχολείται με αυτήν οντολογικά, δηλαδή δεν παίρνει θέση στο ερώτημα «υπάρχει θεός; ».Αυτό που απασχολεί τους δημιουργούς είναι το πώς η πίστη στον Θεό επηρεάζει την συμπεριφορά και την προσωπικότητα των ανθρώπων.


Ο πρωταγωνιστής (Harry Powell), βασισμένος σε υπαρκτό πρόσωπο, είναι το κακό. Περιφέρεται σε μια αμερικάνικη επαρχία που είναι σαν να έχει βγει από βιβλίο του Faulkner και ψάχνει να βρει πλούσιες χήρες για να τις παντρευτεί, να τις σκοτώσει, να πάρει τα λεφτά τους και να εξαφανιστεί.Τον πρωτοσυναντάμε να οδηγεί το αυτοκινήτο του πηγαίνοντας στο επόμενο θύμα του.Κατά την διάρκεια της διαδρομής μιλάει μόνος του με τον Θεό – από τον μονόλογο ( ή μάλλον «διάλογο» ) μαθαίνουμε ότι θεωρεί την αποστολή του θεόσταλτη, ότι αυτό που κάνει είναι «θέλημα θεού». Σε μια άλλη σκηνή, αργότερα, κάποιος τον ρωτάει ποιας θρησκείας πάστορας είναι.Η απάντηση του: «της θρησκείας που Αυτός και εγώ έχουμε συμφωνήσει».
Για τον Powell η θρησκεία και ο Θεός είναι η δικαιολογία για την ανηθικότητά του. Η πίστη είναι αυτή που του επιτρέπει να σκοτώνει και να κλέβει – χωρίς αυτή, αναγκαστηκά θα θεωρούσε τις πράξεις του κακές, ενώ τώρα – μέσω της πίστης – δικαιολουγούνται .Το μίσος και η κακία του έχουν την νομιμοποίηση του Θεού και έτσι γίνονται αποδεκτά.Αυτό περιγράφεται σε μια ιδιοφυή σκηνή, που δυστυχώς απαιτεί εξοικείωση με την κινηματογραφική γλώσσα για να γίνει κατανοητή: ο Powell παρακολουθεί σε μια παράσταση burlesque μια όμορφη κοπέλα να χορεύει.Σε ένα κοντινό πλάνο βλέπουμε ξαφνικά να πετάγεται από την τσέπη του σακακιού του το δολοφονικό στιλέτο του και τον ακούμε να λέει στον Θεό με απογοήτευση , βλέποντας την κοπέλα, “Can’t kill them all”.
Το στιλέτο είναι ένα διπλό σύμβολο: από την μια συμβολίζει τον φαλλό και από την άλλη την βία/τον φόνο.Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του βρίσκει διέξοδο στην βια – αυτό μπορεί να γίνει εφικτό όμως μόνο μέσω της θεϊκής νομιμοποίησης, η οποία εκφράζεται από την φράση που λέει ο Powell στον Θεό, σαν να ήταν ένας παλιός του φίλος.

Το άλλο άκρο του φάσματος της ηθικής είναι η Rachel Cooper.Αυτή είναι μια γρία που μαζεύει ορφανά στο σπίτι της και προσπαθεί να τα προστατεύσει και να τα μεγαλώσει.Σε αυτήν καταλήγουν τα δύο παιδάκια που κυνηγάει ο Powell (στην αρχή της ταινίας παντρέυται μια χήρα με δύο παιδιά για να τις φάει τα λεφτά που τις είχε αφήσει ο ληστής σύζηγος της πριν τον συλλάβουν.Τα λεφτά όμως είναι κρυμμένα και μόνο τα παιδία ξέρουν πού είναι.Ο Powell λοιπόν σκοτώνει την χήρα και κυνηγάει τα παιδιά για να μάθει την κρυψώνα).Η γριά Rachel είναι πιστή – στην αρχή την βλέπουμε να διαβάζει ιστορίες από την Βίβλο στα παιδάκια της.Νιώθει μια ανιδιοτελή αγάπη για τα παιδία και μια κυνική αποστροφή για τον κόσμο.Έχει σαν σκοπό της να τα προστατέψει και αυτό τελικά πετυχαίνει.Στο πρόσωπο της Rachel λοιπόν συνυπάρχουν η πίστη και η καλοσύνη.

Ανάμεσα στα δύο αυτά ακρά, το κακό και το καλό, βρίσκονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες.

Η χήρα που παντρέυται τον Powell είναι μια μόνη και απροστάτευτη γυναίκα στην συντηριτική αμερικάνικη επαρχία.Είναι πιστή, αλλά έχει και ορμές.Μόλις παντρεύονται, την πέφτει στον πάστορα για να το κάνουν.Αυτός την κράζει χρησημοποιώντας θρησκευτική επιχειρηματολογία.Αυτή συμβιβάζεται (ντρέπεται μάλλον) και στην συνέχεια την βλέπουμε να βγάζει πύρινους λόγους στους συμπολίτες της περί ηθικής και Θεού.
Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνει την σχέση του μικροαστού με την θρησκεία: αυτή είναι όπως και όλα τα άλλα σε αυτόν: χλιαρή.Μακριά και από τα δύο άκρα, της Rachel και του Powell, και πιστέυει και δεν πιστεύει.Τελικά, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, καταλήγει στην πίστη αλλά με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του Powell και της Rachel : για την χήρα η πίστη δεν είναι υπαρξιακό ζήτημα, έχει να κάνει με το κοινωνικό φαίνεσθαι.
Η σκηνή του φόνου είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου κατά την γνώμη μου.Αν προσέξετε, το δωμάτιο έχει σχήμα μικρής εκκλησίας και ο Powell λίγο πριν τον φόνο βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, ενώ η χήρα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου (δείτε την εικόνα δίπλα).

Ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας του έργου όμως είναι η φίλη της χήρας.Αυτή εισάγει μια έννοια απαραίτητη για την κατανόηση του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία και την κοινωνία: την βλακεία.
Ο Powell έχει φτιάξει ένα μικρό λογίδριο περί κακού, καλού και θεού με το οποίο εντυπωσιάζει τις διάφορες θείτσες, ιδιώς με την θεατρικότητα του (βοηθάνε σε αυτό οι λέξεις love και hate που έχει γράψει στις γροθιές του).Με το που το ακούει (και το βλέπει) η φίλη της χήρας εντυπωσιάζεται, «αυτός είναι πράγματι άνθρωπος του Θεού» λέει, και από τότε τον εμπιστέυται τυφλά.
Ακριβώς το ίδιο show με το λογίδριο και τις γροθιές παρουσιάζει ο Powell στην συνομίληκη της φίλης, την Rachel.Στα πρώτα πέντε λεπτά, η Rachel λέει: «αυτός δεν είναι άνθρωπος του θεού, είναι κακός».
Η φίλη της χήρας δεν είναι αρνητικός χαρακτήρας.Τα κίνητρα της είναι αγνά – βασικά είναι τα ίδια με της Rachel: ό,τι κάνει, το κάνει από ειλικρινή αγάπη για τα παιδιά.Παρά τα αγνά κίνητρα της όμως, η βλακεία της παραλίγο να οδηγήσει τα παιδιά στον θάνατο.Βλάκεια και καλοσύνη λοιπόν, αυτός ο συνδυασμός είναι που εκμεταλλεύται αιώνες τώρα η θρησκεία για να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο.
Και κάτι ακόμα: στο δικαστήριο που δικάζεται ο Powel στο φινάλε βλέπουμε να πετάγεται από το ακροατήριο ένα κεφάλι και να ουρλιάζει «λυντσάρετε τον» : είναι αυτή.Μετά βλέπουμε ομάδα «αγανακτησμένων πολιτών» που ζητάνε το κεφάλι του Powel.Επικεφαλής, αυτή.Ο θαυμασμός της έγινε μίσος.Η Rachel, που έβγαλε το φίδι από την τρύπα, ούτε καν ασχολείται με όλα αυτά.Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο κίνδυνος για τα παιδιά πέρασε, επέστρεψε σε αυτά.Ούτε λυντσαρίσματα, ούτε αγανακτησμένος πολίτης, ούτε τίποτα.Το μίσος είναι χαρακτηριστικό της βλακείας, για τον ισορροπημένο άνθρωπο είναι άγνωστο συναίσθημα.



Παρατηρώντας αυτά τα εκπληκτικά πορτρέτα, καταλήγουμε τελικά στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία δεν έχει καμμία σχέση με την ηθική.
Ο πιστός μπορεί να είναι το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσα τους.Δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ούτε και χειρότερους.Κάθε πιθανή ηθική συμπεριφορά μπορεί να έχει σαν αφετηρία την πίστη.

Αυτό το συμπέρασμα δεν έρχεται μόνο σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν πολλοί πιστοί, ότι η θρησκεία μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αλλά και με τις θέσεις ορισμένων σύγχρονων άθεων που ισχυρίζονται ότι η θρησκεία μας κάνει χειρότερους.

Τελικά, μάλλον δεν κάνει τίποτα...










Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Κανείς δεν μου ζητά να κάνουμε εναλλάξ στο γυμναστήριο

Όταν πήγαινα στο γυμναστήριο στην Ελλάδα, θυμάμαι δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνουμε τουλάχιστον μία φορά «εναλλάξ» κάποια άσκηση με κάποιον άλλον.
Ενώ είχα ξεκινήσει την άσκηση, είχα κάνει ας πούμε το πρώτο από τα τρία σετ, ερχόταν κάποιος και μου έλεγε συνωμοτικά με τους γνωστούς απέριττους τρόπους των νεο-ελλήνων: «φιλαράκο, κάνουμε εναλλάξ;» - οπότε έκανε μια αυτός μια εγώ.Οι πιο μάγκες δεν ρώταγαν καν: εκεί που έκανες την άσκηση, περίμεναν την στιγμή που κατά τύχη θα συναντηθούν τα βλέματά – τότε, χωρίς να μιλήσουν αλλά με μόρτικο ύφος, έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση-ερώτηση: έκταση αμφότερων των δεικτών και περιστροφική κίνηση του ενός γύρω από τον άλλον (τα υπόλοιπα δάκτυλα σε κάμψη).Η κίνηση συνοδεύται από το «βλέμμα του ξύπνιου», χωρίς στοιχεία απορίας για το τι τελικά θα απαντήσει ο προνομιούχος που ήδη εκτελεί την άσκηση.Εγώ, ακολουθώντας τον κώδικά τους, δεν έδινα προφορική απάντηση – προτιμούσα το κλείσιμο του ματιού με ομόπλευρη ελαφρά κλίση της κεφαλής, σε ύφος «το ‘πιασα (ή τοπιασα, μία λέξη) το νόημα και είμαι μέσα».
Η εναλλάξ άσκηση συνήθως φέρνει και την οικειότητα που είναι τόσο εύκολη και γρήγορη μεταξύ συνομήλικων στην Ελλάδα – τα χαμηλής αισθητικής σχόλια για κάποια υψηλής αισθητικής συν-γυμναζόμενη είναι πλέον θέμα χρόνου.

Στην Γερμανία ωστόσο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο.Όταν κάνω μια άσκηση και κάποιος θέλει να συνεχίσει, κάθεται δίπλα και περιμένει στωικά.Δεν μιλάει, ούτε δυσανασχετεί – απλά περιμένει.
Αφού αυτό δεν συνηθίζεται εδώ, ούτε και εγώ έχω ζητήσει ποτέ από κάποιον να κάνει εναλλάξ μαζί μου.Νιώθω όμως άσχημα να κάθομαι πάνω από το κεφάλι του και να περιμένω σαν τον Χάρο, χωρίς να μιλάμε.Ξέρω βέβαια ότι δεν το βλέπουν έτσι εδώ.
Δεν μου πάει όμως, δεν νιώθω καλά.Συνήθως είτε κάνω μια άλλη άσκηση, είτε περιμένω κάπου πιο μακριά, διαβάζοντας ένα περιοδικό και κοιτάζοντας πάνω από αυτό πότε θα τελειώσει ο άλλος - όπως στις ελληνικές ταινίες που ο Γκιωνάκης-κατάσκοπος της συμφοράς κρατώντας την εφημερίδα ανάποδα κια πίνοντας πορτοκαλάδα (στην προ-φραπέ εποχή) κατασκοπεύει την Μάρθα Καραγιάννη, να δει με ποιον βγαίνει τελικά τα βράδυα.

Μπορούμε, από αυτές τις παρατηρήσεις, να βγάλουμε ένα ριψοκίνδυνο γενικό συμπέρασμα για τους δύο λαούς, αλλά και για τους έλληνες του εξωτερικού;