Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Από την άκρη της πόλης

Στην δεκαετία του ‘90 ο ελληνικός κιν/φος έκανε ακόμα ένα λάθος και ασχολήθηκε με το θέμα της μετανάστευσης – τα μέτρια αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα: πόσο ενδιαφέρον μπορούν να έχουν πια οι ιστορίες για μετανάστες που φτιάχνουν έλληνες μικροαστοί μουσάτοι (είτε άνδρες, είτε γυναίκες) διανοούμενοι που έχουν για παράθυρο στον κόσμο την Ελευθεροτυπία και αγαπημένη μουσικό την Αρβανιτάκη;

Η ταινία Από την άκρη της πόλης του Κ.Γιανναρη αποτελεί μια μικρή εξαίρεση στην θάλασσα της σινε-κουλτουροβαρεμάρας του εγχώριου κιν/φου.


Ξεκινάω με τα θετικά της ταινίας:

Πολύ καλή η ιδέα να γυριστεί με «ερασιτέχνες» ηθοποιούς σε πραγματικές τοποθεσίες, σαν ψευδο-ντοκυμαντέρ.Η τεχνική αυτή είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση για τον ελληνικό κιν/φο.Μειώνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την εμπλοκή του θεατή, επειδή αυτά που βλέπει του είναι πραγματικά γνώριμα: φάτσες σαν των πρωταγωνιστών έχουμε δει όλοι στην Αθήνα.Ο Γιανναρης, σαν άλλος Παζολίνι, φαίνεται ότι κέρδισε την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών κια αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας - παρακολουθούμε πραγματικούς ανθρώπους, ζωντανούς.

Συνέπεια της παραπάνω τεχνικής είναι ένα άλλο μεγάλου ατού της ταινίας: η γλώσσα και οι διάλογοι.Οι πρωταγωνιστές συχνά μιλάνε ρώσικα και όταν μιλάνε ελληνικά, το κάνουν με χαρακτηριστική προφορά.Οι διάλογοι τους είναι απόλυτα φυσιολογικοί και καθημερινοί, στοιχείο εξαιρετικά θετικό.Θεωρώ πολύ καίρια αυτήν την λεπτομέρεια, η καταγραφή της γλώσσας είναι τόσο σημαντική για την επιτυχία της ταινίας, όσο το ντύσιμο και οι φάτσες.

Τρίτο θετικό στοιχείο της ταινίας είναι το αδιάφορο σενάριο.Η κεντρική ιστορία δεν είναι τίποτα σπουδαίο, οι παράλληλες ιστορίες τεριμμένες, το σασπένς ελάχιστο.Αυτό δίνει χώρο στον σκηνοθέτη να επικεντρωθεί στους ήρωες και στην ζωή τους.Ένα μεστό σενάριο, με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές διακυμάνσεις, συγκλονιστικό φινάλε κτλ, αναπόφευκτα θα μετατόπιζε το ενδιαφέρον στην ιστορία την ίδια και θα απομονώνε τον ήρωα, η ταινια πλέον δύσκολα θα μιλούσε για τους κώδικες, την γλώσσα, το ντύσιμο και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών.Δεδομένου ότι κιν/φο στην ελλάδα βλέπει (αλλά και παράγει) η μέσο-αστική τάξη, είναι σημαντικό οι ταινίες με θέμα κοινωνικές ομάδες ξένες προς αυτήν να επικεντρόνονται στην σημειολογία και όχι στην ψυχολογία.Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, τον μέσο βολεμένο αστό, από μια τέτοια ταινία, είναι οι άνθρωποι που περιγράφει: πώς μιλάνε, πού συχνάζουν, τι πιστεύον, τι τους αρέσει κτλ.Ιστορίες με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές μεταπτώσεις, ποιητικά οράματα κτλ θέλω να βλέπω όταν έχουν πρωταγωνιστές που μου μοιάζουν ή που θα ήθελα να μου μοιάζουν (π.χ. δυτικοί αστοί, ταινίες εποχής).Κάνενας όμως δεν θέλει να μοιάσει στους ήρωες της ταινίας του Γιανναρη (όποιος θέλει, υποθέτω θα έχει ήδη μετακομίσει από το Φάληρο στο Μενίδι και ψάχνει για δουλεία σε οικοδομή και όχι στο δημόσιο) – αυτό που θέλουμε είναι να γνωρίσουμε αυτούς τους συνανθρώπους μας, να τους κατανοήσουμε.Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ακούσουμε την διάλεκτο τους, εξοικοιωθούμε με την αισθητική τους, μάθουμε τις απόψεις τους.Ο Γιανναρας κατάλαβε τα παραπάνω και έτσι στηρίχθηκε σε ένα αδιάφορο σενάριο που αφήνει αρκετό χώρο στην σημειολογία και την παρατήρηση – στο τελος μπορούμε να πούμε ότι γνωρίσαμε (όσο επιτρέπει ο κιν/φος) και συμπαθήσαμε τους ανθρώπους αυτούς.

Πάμε τώρα στα αρνητικά:

Η μουσική είναι απαράδεκτη.90ς μπιτάκια που πλέον ούτε για ringtone δεν κάνουν.Η electro μουσική είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον κιν/φο, αν δεν έχεις τους Dust Brothers ή κάτι ανάλογο, μην το ζαλίζεις.Το μπητ είναι καινούργιο στην μουσική, δεν έχει δουλευτεί ακόμα και γι’αυτό χρειάζεται μεγάλο μάστορα για να είναι κάτι περισσότερο από ήχους που βγάζει ένα μηχάνημα.Η μουσική στην ταινία δεν έχει κανένα συναίσθημα, δεν βοηθάει τις σκηνές, δεν κάνει τίποτα.

Οι σκηνές από το καζακσταν της παιδικής ηλικίας είναι αστείες.Προφανώς έχουν γυριστεί στην κερατέα ή στο κορωπί και δεν δίνουν με τίποτα την αίσθηση της πρώην-πατρίδας.Δεν μας δείχνουν κάτι από το Καζαχσταν, δεν κάνουν κάτι τα παιδιά εκεί, το τοπίο δεν μας φαίνεται ξένο (όπως θα έπρεπε).Το όνειρο με το γάμο στο χωραφί που καταλήγει σε μάχη του νταβατζή με τον ήρωα είναι κιτς, μόνο ο Τόλης λείπει για να αρχίσει το «αδέρφια, αλήτες πουλία».

Η Β.Π. γκόμενα με τον πατέρα στην Ελβετία είναι εντελώς εξωπραγματική σε μια ταινία που προσπαθεί (και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει) να είναι ρεαλιστική.Ο Γιανναρας δεν φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά τα Β.Π., όσο την άκρη της πόλης και δημιουργεί έναν εντελώς άστοχο ρόλο.Αρκεί να σας πω ότι η πλούσια ΒΠ με τον πατερά στην Λωζάνη γουστάρει τον ρωσοπόντιο, κάνει σεξ μαζί του και του λέει την εντελώς απίστευτη ατάκα «σκέφτηκες να γίνεις μοντέλο, έχω φίλους φωτογράφους, θα σε βοηθήσουν» (!!!!).Γενικά η σύνδεση που προσπαθεί να κάνει ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης με την ανώτερη τάξη είναι από τα μεγάλα μείον της ταινίας.Όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο κόσμους που σχεδόν ποτέ δεν συναντιούνται και όταν το κάνουν, αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον – ΒΠ γκόμενα που το κάνει με ρωσοπόντιο είναι, πολύ απλά, επιστημονική φαντάσια.Ο γκεύ που ψωνίζει αρσενικές πόρνες είναι πιο ρεαλιστικός, αλλά και πάλι δεν έχει πολλά να πει.Η σύνδεση με τα Β/Ν.Π. είναι κλισέ και τετριμμένη, μην πω και ηθικολογική.Αντίθετα, εξαιρετικά ενδιαφέρον θα είχε η παρουσιάση των σχέσεων των ρωσοπόντιων με τους άλλους μετανάστες, π.χ. αλβανούς.Αυτό θα ήταν πολύ πιο πετυχημένο νομίζω (π.χ. πώς θα αντιδρούσε η οικογένεια του νέου αν τους έφερνε για νύφη μια αλβανίδα ή βουλγάρα, αντί της κλισέ πόρνης; ) και σίγουρα πιο κοντά στην πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών, σε σχέση με τον ρωσοπόντιο άδωνη που θα τον κάνει μοντέλο η ΒΠ που τον γουστάρει.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας όμως είναι η απουσία της πόλης.Ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δίνει το θέμα του, να μας παρουσιάσει εικόνες της Αθήνας.Από το Μενίδι δεν βλέπουμε σχεδόν τίποτα.Η ομόνοια αναφέρεται μόνο.Τα περισσότερα πλάνα είναι κοντινά των ηθοποιών, το περιβάλλον παίζει διακοσμητικό ρόλο.Αυτό είναι τεράστιο λάθος.Δίνεται χρόνος σε δευτερεύουσες ιστορίες που δεν λένε και πολλά, ενώ η Αθήνα, που θα έπρεπε να είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ταινίας, περνά απαρατήρητη. Δεν βλέπουμε γειτονιές, δρόμους, πλατείες, ανθρώπους του Μενιδιού.Η Ομόνοια δεν υπάρχει, ενώ θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί φανταστικές σκηνές στα φτηνοξενοδοχεία, στα τσαντιρομάγαζα και στα τσοντοσινεμά.Δίνω μια ιδέα: το Σάββατο το βράδυ στήνονται στην ομόνοια μεγάλοι πάγκοι που πωλούνται οι κυριακάτικες εφημερίδες.Συχνά λοιπόν βλέπεις εκεί καθώς πρέπει κύριους που παίρνουν τις σοβαρές εφημερίδες, μικροαστούς που παίρνουν το Θέμα και ψάχνουν τα DVD κτλ.Ο φωτισμός είναι χαρακτηριστικός: φώτα αυτοκινήτων, καραγκιοζο-νεον, λάμπες με μπαταρίες από τους πάγκους, περίπτερα.Δεν θα ήταν ωραία μια σκηνή στην νυχτερινή σαββατιάτικη ομόνοια, όπου το βλέμμα του πλούσιου σοβαρού κυρίου που στάματησε με αλάρμ το τζιπ για να πάρει την Καθημερινή συναντά τον πρωταγωνιστή μας που ρίχνει μια ματιά στις τσόντες του κλασικού περιπτέρου (νομίζω πούλαγε και καλάσνικωφ μια περίοδο); Αυτό θα έλεγε περισσότερα για την σχέση των ηρώων με τις ανώτερες τάξεις, απ’ό,τι οι άστοχοι ΒΠ ρόλοι για τους οποίους μίλησα πιο πριν.Θα ήταν μια μκρή πικρή παρατήρηση: η μόρφωση τελικά χωρίζει τους ανθρώπους!
Άλλο παράδειγμα: η αρσενική πόρνη λέει ότι πάει μέχρι το φάληρο με το τραίνο και μετά τον παίρνει από εκεί ο πελάτης με το αμάξι.Αυτό δεν θα έπρεπε να κινηματογραφηθεί; Εικόνες του ηλεκτρικού με την βρωμία, τα σκουπίδια, τον κόσμο, τους ζητιάνους (συνάντηση στον ηλεκτρικό του ρωσοπόντιου με τον ζητιάνο;), τους ηλικιωμένους, τον θόρυβο και στα καπάκια η αποστηρωμένη ησυχία και καθαριότητα του εσωτερικού ενός καλού γερμανικού αυτοκινήτου.Χάθηκε και αυτή η ευκαιρία...
Τελικά δεν αντιλαμβάνεται κανείς την μεταφυσική της ασχήμιας της Αθήνας.

Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και δεύτερη φορά (που θα έλεγε και ο Καζαντζίδης)...

Δεν υπάρχουν σχόλια: