Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

The Night of the Hunter














Έχω προσέξει ότι πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο περισσότερο σαν μέσο ψυχαγωγίας, παρά στοχασμού.Απόδειξη ότι, ενώ επιλέγουν με προσοχή βιβλία και CD, στις ταινίες έχουν συνήθως πιο χαλαρά κριτήρια.Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι μέχρι πρόσφατα δύσκολα μπορούσε να βρει κάποιος ταινίες – συνήθως εξαρτώταν από την τηλεόραση και της αίθουσες.

Παρόλο που ο κιν/φος βρίσκεται παντού, ίσως τελικά να είναι το μέσο που λιγότερο γνωρίζουμε, αφού η επαφή μας με αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές με μέτριες ή απλές ταινίες που έχουν σαν στόχο μόνο την διασκέδαση.

Η ταινία «The night of the hunter» επιδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες του μέσου αυτού σε σοβαρά και δύσκολα θέματα.Γυρίστηκε το 1955 και αποτελεί ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στην θρησκεία.
Από τα κλειδιά για την επιτυχία της ταινίας είναι νομίζω η οπτική γωνία από την οποία βλέπει την θρησκεία: δεν ασχολείται με αυτήν οντολογικά, δηλαδή δεν παίρνει θέση στο ερώτημα «υπάρχει θεός; ».Αυτό που απασχολεί τους δημιουργούς είναι το πώς η πίστη στον Θεό επηρεάζει την συμπεριφορά και την προσωπικότητα των ανθρώπων.


Ο πρωταγωνιστής (Harry Powell), βασισμένος σε υπαρκτό πρόσωπο, είναι το κακό. Περιφέρεται σε μια αμερικάνικη επαρχία που είναι σαν να έχει βγει από βιβλίο του Faulkner και ψάχνει να βρει πλούσιες χήρες για να τις παντρευτεί, να τις σκοτώσει, να πάρει τα λεφτά τους και να εξαφανιστεί.Τον πρωτοσυναντάμε να οδηγεί το αυτοκινήτο του πηγαίνοντας στο επόμενο θύμα του.Κατά την διάρκεια της διαδρομής μιλάει μόνος του με τον Θεό – από τον μονόλογο ( ή μάλλον «διάλογο» ) μαθαίνουμε ότι θεωρεί την αποστολή του θεόσταλτη, ότι αυτό που κάνει είναι «θέλημα θεού». Σε μια άλλη σκηνή, αργότερα, κάποιος τον ρωτάει ποιας θρησκείας πάστορας είναι.Η απάντηση του: «της θρησκείας που Αυτός και εγώ έχουμε συμφωνήσει».
Για τον Powell η θρησκεία και ο Θεός είναι η δικαιολογία για την ανηθικότητά του. Η πίστη είναι αυτή που του επιτρέπει να σκοτώνει και να κλέβει – χωρίς αυτή, αναγκαστηκά θα θεωρούσε τις πράξεις του κακές, ενώ τώρα – μέσω της πίστης – δικαιολουγούνται .Το μίσος και η κακία του έχουν την νομιμοποίηση του Θεού και έτσι γίνονται αποδεκτά.Αυτό περιγράφεται σε μια ιδιοφυή σκηνή, που δυστυχώς απαιτεί εξοικείωση με την κινηματογραφική γλώσσα για να γίνει κατανοητή: ο Powell παρακολουθεί σε μια παράσταση burlesque μια όμορφη κοπέλα να χορεύει.Σε ένα κοντινό πλάνο βλέπουμε ξαφνικά να πετάγεται από την τσέπη του σακακιού του το δολοφονικό στιλέτο του και τον ακούμε να λέει στον Θεό με απογοήτευση , βλέποντας την κοπέλα, “Can’t kill them all”.
Το στιλέτο είναι ένα διπλό σύμβολο: από την μια συμβολίζει τον φαλλό και από την άλλη την βία/τον φόνο.Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του βρίσκει διέξοδο στην βια – αυτό μπορεί να γίνει εφικτό όμως μόνο μέσω της θεϊκής νομιμοποίησης, η οποία εκφράζεται από την φράση που λέει ο Powell στον Θεό, σαν να ήταν ένας παλιός του φίλος.

Το άλλο άκρο του φάσματος της ηθικής είναι η Rachel Cooper.Αυτή είναι μια γρία που μαζεύει ορφανά στο σπίτι της και προσπαθεί να τα προστατεύσει και να τα μεγαλώσει.Σε αυτήν καταλήγουν τα δύο παιδάκια που κυνηγάει ο Powell (στην αρχή της ταινίας παντρέυται μια χήρα με δύο παιδιά για να τις φάει τα λεφτά που τις είχε αφήσει ο ληστής σύζηγος της πριν τον συλλάβουν.Τα λεφτά όμως είναι κρυμμένα και μόνο τα παιδία ξέρουν πού είναι.Ο Powell λοιπόν σκοτώνει την χήρα και κυνηγάει τα παιδιά για να μάθει την κρυψώνα).Η γριά Rachel είναι πιστή – στην αρχή την βλέπουμε να διαβάζει ιστορίες από την Βίβλο στα παιδάκια της.Νιώθει μια ανιδιοτελή αγάπη για τα παιδία και μια κυνική αποστροφή για τον κόσμο.Έχει σαν σκοπό της να τα προστατέψει και αυτό τελικά πετυχαίνει.Στο πρόσωπο της Rachel λοιπόν συνυπάρχουν η πίστη και η καλοσύνη.

Ανάμεσα στα δύο αυτά ακρά, το κακό και το καλό, βρίσκονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες.

Η χήρα που παντρέυται τον Powell είναι μια μόνη και απροστάτευτη γυναίκα στην συντηριτική αμερικάνικη επαρχία.Είναι πιστή, αλλά έχει και ορμές.Μόλις παντρεύονται, την πέφτει στον πάστορα για να το κάνουν.Αυτός την κράζει χρησημοποιώντας θρησκευτική επιχειρηματολογία.Αυτή συμβιβάζεται (ντρέπεται μάλλον) και στην συνέχεια την βλέπουμε να βγάζει πύρινους λόγους στους συμπολίτες της περί ηθικής και Θεού.
Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνει την σχέση του μικροαστού με την θρησκεία: αυτή είναι όπως και όλα τα άλλα σε αυτόν: χλιαρή.Μακριά και από τα δύο άκρα, της Rachel και του Powell, και πιστέυει και δεν πιστεύει.Τελικά, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, καταλήγει στην πίστη αλλά με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του Powell και της Rachel : για την χήρα η πίστη δεν είναι υπαρξιακό ζήτημα, έχει να κάνει με το κοινωνικό φαίνεσθαι.
Η σκηνή του φόνου είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου κατά την γνώμη μου.Αν προσέξετε, το δωμάτιο έχει σχήμα μικρής εκκλησίας και ο Powell λίγο πριν τον φόνο βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, ενώ η χήρα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου (δείτε την εικόνα δίπλα).

Ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας του έργου όμως είναι η φίλη της χήρας.Αυτή εισάγει μια έννοια απαραίτητη για την κατανόηση του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία και την κοινωνία: την βλακεία.
Ο Powell έχει φτιάξει ένα μικρό λογίδριο περί κακού, καλού και θεού με το οποίο εντυπωσιάζει τις διάφορες θείτσες, ιδιώς με την θεατρικότητα του (βοηθάνε σε αυτό οι λέξεις love και hate που έχει γράψει στις γροθιές του).Με το που το ακούει (και το βλέπει) η φίλη της χήρας εντυπωσιάζεται, «αυτός είναι πράγματι άνθρωπος του Θεού» λέει, και από τότε τον εμπιστέυται τυφλά.
Ακριβώς το ίδιο show με το λογίδριο και τις γροθιές παρουσιάζει ο Powell στην συνομίληκη της φίλης, την Rachel.Στα πρώτα πέντε λεπτά, η Rachel λέει: «αυτός δεν είναι άνθρωπος του θεού, είναι κακός».
Η φίλη της χήρας δεν είναι αρνητικός χαρακτήρας.Τα κίνητρα της είναι αγνά – βασικά είναι τα ίδια με της Rachel: ό,τι κάνει, το κάνει από ειλικρινή αγάπη για τα παιδιά.Παρά τα αγνά κίνητρα της όμως, η βλακεία της παραλίγο να οδηγήσει τα παιδιά στον θάνατο.Βλάκεια και καλοσύνη λοιπόν, αυτός ο συνδυασμός είναι που εκμεταλλεύται αιώνες τώρα η θρησκεία για να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο.
Και κάτι ακόμα: στο δικαστήριο που δικάζεται ο Powel στο φινάλε βλέπουμε να πετάγεται από το ακροατήριο ένα κεφάλι και να ουρλιάζει «λυντσάρετε τον» : είναι αυτή.Μετά βλέπουμε ομάδα «αγανακτησμένων πολιτών» που ζητάνε το κεφάλι του Powel.Επικεφαλής, αυτή.Ο θαυμασμός της έγινε μίσος.Η Rachel, που έβγαλε το φίδι από την τρύπα, ούτε καν ασχολείται με όλα αυτά.Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο κίνδυνος για τα παιδιά πέρασε, επέστρεψε σε αυτά.Ούτε λυντσαρίσματα, ούτε αγανακτησμένος πολίτης, ούτε τίποτα.Το μίσος είναι χαρακτηριστικό της βλακείας, για τον ισορροπημένο άνθρωπο είναι άγνωστο συναίσθημα.



Παρατηρώντας αυτά τα εκπληκτικά πορτρέτα, καταλήγουμε τελικά στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία δεν έχει καμμία σχέση με την ηθική.
Ο πιστός μπορεί να είναι το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσα τους.Δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ούτε και χειρότερους.Κάθε πιθανή ηθική συμπεριφορά μπορεί να έχει σαν αφετηρία την πίστη.

Αυτό το συμπέρασμα δεν έρχεται μόνο σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν πολλοί πιστοί, ότι η θρησκεία μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αλλά και με τις θέσεις ορισμένων σύγχρονων άθεων που ισχυρίζονται ότι η θρησκεία μας κάνει χειρότερους.

Τελικά, μάλλον δεν κάνει τίποτα...










Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Κανείς δεν μου ζητά να κάνουμε εναλλάξ στο γυμναστήριο

Όταν πήγαινα στο γυμναστήριο στην Ελλάδα, θυμάμαι δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνουμε τουλάχιστον μία φορά «εναλλάξ» κάποια άσκηση με κάποιον άλλον.
Ενώ είχα ξεκινήσει την άσκηση, είχα κάνει ας πούμε το πρώτο από τα τρία σετ, ερχόταν κάποιος και μου έλεγε συνωμοτικά με τους γνωστούς απέριττους τρόπους των νεο-ελλήνων: «φιλαράκο, κάνουμε εναλλάξ;» - οπότε έκανε μια αυτός μια εγώ.Οι πιο μάγκες δεν ρώταγαν καν: εκεί που έκανες την άσκηση, περίμεναν την στιγμή που κατά τύχη θα συναντηθούν τα βλέματά – τότε, χωρίς να μιλήσουν αλλά με μόρτικο ύφος, έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση-ερώτηση: έκταση αμφότερων των δεικτών και περιστροφική κίνηση του ενός γύρω από τον άλλον (τα υπόλοιπα δάκτυλα σε κάμψη).Η κίνηση συνοδεύται από το «βλέμμα του ξύπνιου», χωρίς στοιχεία απορίας για το τι τελικά θα απαντήσει ο προνομιούχος που ήδη εκτελεί την άσκηση.Εγώ, ακολουθώντας τον κώδικά τους, δεν έδινα προφορική απάντηση – προτιμούσα το κλείσιμο του ματιού με ομόπλευρη ελαφρά κλίση της κεφαλής, σε ύφος «το ‘πιασα (ή τοπιασα, μία λέξη) το νόημα και είμαι μέσα».
Η εναλλάξ άσκηση συνήθως φέρνει και την οικειότητα που είναι τόσο εύκολη και γρήγορη μεταξύ συνομήλικων στην Ελλάδα – τα χαμηλής αισθητικής σχόλια για κάποια υψηλής αισθητικής συν-γυμναζόμενη είναι πλέον θέμα χρόνου.

Στην Γερμανία ωστόσο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο.Όταν κάνω μια άσκηση και κάποιος θέλει να συνεχίσει, κάθεται δίπλα και περιμένει στωικά.Δεν μιλάει, ούτε δυσανασχετεί – απλά περιμένει.
Αφού αυτό δεν συνηθίζεται εδώ, ούτε και εγώ έχω ζητήσει ποτέ από κάποιον να κάνει εναλλάξ μαζί μου.Νιώθω όμως άσχημα να κάθομαι πάνω από το κεφάλι του και να περιμένω σαν τον Χάρο, χωρίς να μιλάμε.Ξέρω βέβαια ότι δεν το βλέπουν έτσι εδώ.
Δεν μου πάει όμως, δεν νιώθω καλά.Συνήθως είτε κάνω μια άλλη άσκηση, είτε περιμένω κάπου πιο μακριά, διαβάζοντας ένα περιοδικό και κοιτάζοντας πάνω από αυτό πότε θα τελειώσει ο άλλος - όπως στις ελληνικές ταινίες που ο Γκιωνάκης-κατάσκοπος της συμφοράς κρατώντας την εφημερίδα ανάποδα κια πίνοντας πορτοκαλάδα (στην προ-φραπέ εποχή) κατασκοπεύει την Μάρθα Καραγιάννη, να δει με ποιον βγαίνει τελικά τα βράδυα.

Μπορούμε, από αυτές τις παρατηρήσεις, να βγάλουμε ένα ριψοκίνδυνο γενικό συμπέρασμα για τους δύο λαούς, αλλά και για τους έλληνες του εξωτερικού;

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

To ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα




Στον J.D.Salinger


"I saw the best minds of my generation destroyed by madness"
Α.Ginsberg



Το τοπίο, έτσι όπως το έβλεπα έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που μας πήγαινε στο μουσείο, ήταν μάλλον βαρετό.Καμμία σχέση με το κέφι που επικρατούσε μέσα – όλη η τάξη χόρευε και γέλαγε, είμασταν χαρούμενοι που επιτέλους θα βλέπαμε ένα μουσείο.
Δίπλα μου κάθοταν ο κολλητός μου, ο Δημήτρης.Ήταν ο πιο έξυπνος από όλους.Διάβαζε με τις ώρες, για ένα σωρό θέματα – όταν μίλαγε, με την ήρεμη και σίγουρη φωνή του, τον ακούγαμε με προσοχή.Ήταν πάντα ευγενικός, εγώ δεν τον είχα ακούσει ποτέ να προσβάλλει – ο ίδιος έλεγε ότι κάποιες φορές είχε παρασυρθεί και το είχε μετανιώσει πικρά.Η ειρωνία του τσάκιζε κόκκαλα, αλλά δεν την χρησημοποιούσε συχνα – μόνο σε φίλους!Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, παρά τα όσα είχε διαβάσει, πάντα διατηρούσε αμφιβολίες, ποτέ δεν κατέληγε σε συμπεράσματα – ούτε καν στα πιο προφανή.Το μεγαλύτερο αίνιγμα με αυτόν όμως ήταν άλλο: δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω τι τον ενδιέφερε.Δεν έδινε παρά ελάχιστη σημασία στα θέματα της επικαιρότητας, όσο σημαντικά και να ήταν: πόλεμος στο ιράκ, σκάνδαλα της κυβέρνησης, τίποτα δεν του έλεγαν.Αν άκουγε όμως κάτι σχετικά με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που του άρεσαν, άλλαζε αμέσως: ήθελε να μάθει τα πάντα, ακόμα και την πιο άχρηστη λεπτομέρεια.Θυμάμαι κάποτε, ο πιο βλάκας της τάξης είχε πάει στο Λούβρο και μας περιέγραφε την Νίκη της Σαμοθράκης.Ο Δημήτρης αμέσως πετάχτηκε και άρχισε να τον ρωτάει ένα σωρό λεπτομέρειες: πόσοι ήταν στον χώρο, τι εθνικότητας ήταν τα άτομα που την κοίταζαν, τι σχόλια έκαναν οι άλλοι, πόση ώρα την κοίταξε αυτός, τι φωτογράφισε, ποια ήταν η γνώμη του (του πιο ηλίθιου!!) για το έργο, ήθελε να μάθει τα πάντα.

Εγώ βέβαια είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην Ελένη.Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο με υπέροχα καστανά μάτια, πονηρά και λαμπερά, αλλά εγώ την είχα ερωτευτεί για τα χέρια της και συγκεκριμμένα για τα δάχτυλα της.Ήταν μακριά και λεπτά, φτιαγμένα μόνο για να χαϊδεύουν, να αγγίζουν.Και για να παίζουν πιάνο βέβαια, γιατί η Ελένη ήταν καλλιτέχνης (τι άλλο θα μπορούσε να είναι μια τόσο εύθραυστη ομορφιά!) και μάλιστα μου είχε κάνει την τιμή να την ακούσω να παίζει.Τότε την ερωτεύτηκα, όταν είδα τις άκρες των δαχτύλων της να αγγίζουν χορεύοντας τα πλήκτρα και να βγάζουν μια μουσική γεμάτη πάθος – ποια ψυχή, αναρωτήθηκα, να κινεί αυτά χέρια, να βγάζει αυτόν τον ήχο;

Δίπλα της καθόταν ο Παύλος, ένας γυμνασμένος και πολύ όμορφος φίλος της.Τον ήξερα, παρόλο που δεν κάναμε πολύ παρέα.Του άρεσε πολύ ο αθλητισμός, κυρίως ο ομαδικός.Εκεί αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του – μόνο τους μυς του να έβλεπες, το καταλάβαινες.Η ομορφία του, μια ομορφιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, ήταν εκτυφλωτική, ωστόσο εγώ – μη έχοντας ερωτικές βλέψεις – θαύμαζα περισσότερο κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Πρώτα από όλα, το σεβασμό που έδειχνε στους αντιπάλους.Όσες φορές τον είχα δει να παίζει, είχα εκπλαγεί από το πόση σημασία έδινε στο fair play, ακόμα και αν ο αντίπαλος ήταν ο χειρότερος κατεργάρης.Αν έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν, ένα φάουλ για παράδειγμα, και δεν το έβλεπε ο διαιτητής, το έλεγε ο ίδιος – ακόμα και αν αυτό θα έκρινε το πρωτάθλημα.Το άλλο στοιχείο του με εντυπωσίαζε, ήταν η στάση του στην νίκη και στην ήττα: όταν νικούσε χαιρόταν και πανηγύριζε σαν μικρό παιδί με τους συμπαίχτες του - όταν έχανε όμως, ποτέ δεν στενοχωριόταν, έκανε λίγο χαβαλέ και αυτό ήταν όλο.

Μαζί μας στο λεωφορείο ήταν τέσσερις καθηγητές, που κάθονταν μπροστά και συζήταγαν, κάνοντας πού και πού πώς μας προσέχουν, αν και στην πραγματικότητα χάζευαν.
Πιο κοντά σε εμάς καθόταν ο κύριος Παρασκευάς, καραφλοχαίτουλας, πρώην ροκάς και νυν οπαδός του Τσακνή, κατά φαντασίαν παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πουτανιάρης.Φόραγε ένα φτηνιάρικο μπουφάν από δερματίνη που μάλλον πήρε από την λαϊκή και κάπνιζε συνέχεια – επειδή απαγορεύοταν αυτό και δεν υπήρχε τασάκι, έριχνε τις στάχτες σε ένα χιλιοταλαιπωρημένο πλαστικό ποτήρι για καφέ.
Μπροστά του, η κυρία Μαρία: στρουμπουλή ελληνοορθόδοξη χριστιανή, μέσ’ στο κέφι όταν άκουγε μπουζουκοτράγουδα, αυστηρή αλλά και γλυκιά, ζούσε στην δεκαετία του ’60.Δεν ήξερε τι είναι ο γκοbιούτερ, δεν είχε βγει πότε εκτός ελλάδας, η σπεσιαλιτέ της ήταν τα γεμιστά, διάβαζε μόνο γυναικεία λογοτεχνία και θεωρούσε πουτάνες όλες τις ωραίες γυναίκες.
Δίπλα στον οδηγό είχε καθήσει ο κύριος Αντώνης, ιστορικό στέλεχος (κατά την γνώμη του) της αριστεράς, μετά κλαδική ΠΑΣΟΚ, τώρα ψηφίζει στα κρυφά καραμανλή (μάλλον επειδή είναι φτυστοί), αλλά συνεχίζει να «συνδικαλίζεται» όπως λέει.Γνωστό και περήφανο λαμόγιο, στον ελεύθερο χρόνο του ψάχνει τα προγράμματα τις ΕΕ για επιδοτήσεις και σκαρφίζεται πατέντες για να τις αρμέξει, όπως τότε που δήλωσε ότι ότι κάνει βιολογική καλλιέργεια ντομάτας σε ένα χωράφι που είχε και του το δούλευαν αλβανοί που τελικά τους κάρφωσε στην αστυνομία και τους έφαγε τα λεφτά.
Δίπλα σε αυτόν η κυρία Δέσποινα, τσαμπουκαλεμένη άγαμη θολοκουλτουριάρα με κοντό μαλλί, ιδρωμένες μασχάλες και φωνή φορτηγατζή από τα πολλά τσιγάρα, φανατική θαυμάστρια του Ταρκόφσκυ και της Σαββίνας Γιαννάτου.


‘Οταν φτάσαμε στο μουσείο, έμεινα άφωνος από το κτίριο.Ήταν ένα τεράστιο νεοκλασσικό, περικυκλομένο από έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο.Η πρόσοψη ήταν επιβλητική, με τους κομψούς της κίονες και τα μεγάλα παράθυρα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η πόρτα εισόδου.Ήταν πολύ μεγάλη, από παλιό ξύλο, ίσως αιώνων παλιό.Πάνω ήταν χαραγμένες φιγούρες από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Διόνυσος με τις μαινάδες και ο θεός Πάνας με τον αυλό του και τις νύμφες.

Όταν μπήκαμε μέσα όμως, αντίκρισα ένα θέαμα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί.Ένα άδειο δωμάτιο, πολύ μεγάλο σε έκταση, με ένα εντυπωσιακό ξύλινο πάτωμα.
Ο ένας τοίχος καλυπτόταν από έναν μεσαιωνικό πίνακα της σταύρωσης, σε πολύ σκούρα χρώματα, σχεδόν μόνο μαύρο και καφέ.Ο σταυρωμένος είχε στο σώμα του πολλές μικρές πληγές, αλλά αυτό που δέσποζε στον πίνακα ήταν τα δάχτυλά του.Ήταν μακριά,λεπτά και είχαν μια διάταξη τέτοια που είναι αδύνατη για άνθρωπο.Στρέφοταν, με τρόπο σκληρό, προς τα πάνω, προς τον ουρανό: ήταν αυτά που ζητούσαν την ανάσταση και όχι το βλέμμα του.Αυτό φαινόταν κουρασμένο, σαν να μην ζητάει τίποτα – ούτε από τους ανθρώπους, ούτε από τον θεό.
Τα νύχια του ήταν βρώμικα, πολύ βρώμικα, σαν να είχαν χώμα και λάσπη από κάτω τους.

Στον άλλο τοίχο υπήρχε ένας ιμπρεσσιονιστικός πίνακας: στο ξέφωτο ενός καταπράσινου δάσους στεκόταν ένας κηνυγός, ντυμένος άψογα σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.Το βλέμμα του όμως ήταν το κλειδί για την ερμηνεία του πίνακα: δεν ήξερε που και τι να κοιτάξει.
Ήταν όλα έτοιμα, το δάσος καταπράσινο, το όπλο στον ώμο, η στολή φροντισμένη – ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήξερε τι να κάνει.Φαινόταν να μην ήξερε τι θέλει να σκοτώσει.

Στην μέση του δωματίου βρισκόταν καθισμενή με ένα τσέλλο αγκαλιά μια πανέμορφη κοπέλα, γυμνή με μακριά μαλλιά και κόκκινα βαμμένα νύχια και στα χέρια και στα πόδια, που γυμνά ακούμπαγαν με τις άκρες των δαχτύλων το βαρύ ξύλινο πάτωμα.
Έπαιζε την Σουίτα για τσέλλο αρ.3 του J.S.Bach και φαινόταν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της.Ο ήχος που έβγαζε ήταν βαθύς, αλλά σε ορισμένα μέρη (όπως στο Allemande) παιχνιδιάρικος.Η μουσική αυτή ήταν όγκος, γέμιζε τον αχανή χώρο του άδειου δωματιού και το έκανε να φαίνεται τόσο γεμάτο που νιώθαμε πως σχεδόν δεν χωράμε.

Είχα χάσει την λαλιά μου από το θέαμα.Γύρισα να δω τους συμμαθητές μου, ήθελα να μοιραστώ το δέος μου μαζί τους.
Είχαν ανοίξει όλοι τα στόματά τους διάπλατα και είχαν στο προσωπό τους χαραγμένο τον πόνο.Κάτι έβγαινε από εκεί μέσα: ένα λευκό περιστέρι ξεμύτιζε από τον κάθε ένα μέχρι που τελικά βγήκαν όλα.Πετούσαν ψηλά, κατάλευκα και κομψά χωρίς να κάνουν τον παραμικρό ήχο – σεβόμενα προφανώς την μουσική που γέμιζε τον χώρο.

«ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ!!! ΔΕΝ ΤΗΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ»
«ΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΟ»
«ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΥΠΑΣΤΕ ΠΙΑ; ΚΑΝΤΕ ΤΗΝ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ»
«ΑΑΑΑ!ΤΙ ΘΟΡΥΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ»

...ακούστηκαν οι φωνές των καθηγητών μας, που είχαν μπει εν τω μεταξύ στην αίθουσα.Έδειχναν να υποφέρουν από την μουσική, ούρλιαζαν και κάλυπταν τα αυτία τους με τα χέρια τους σαν να άκουγαν τον πιο δυνατό και βασανιστικό θόρυβο.

Τα περιστέρια, αφού πέταξαν για λίγο πάνω από την κοπέλα με το τσέλλο (που είχε ήδη φτάσει στο Sarabande), πήγαν και στάθηκαν κάθε ένα μπροστά από ένα παράθυρο και μετατράπηκαν σε κουρτίνες – μεγάλες ολόλευκες μεταξένιες κουρτίνες που κυμάτιζαν στο εσωτερικό της αίθουσας ωθούμενες από το αεράκι που ερχόταν από τον κήπο.

Και τότε είδα τους καθηγητές μου να τρέχουν προς την κοπέλα με το τσέλλο.Στο πρόσωπο τους ήταν χαραγμένη η έκφραση του μίσους, ενός μίσους αλλόκοσμου – ούτε είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει.
Έπεσαν πάνω της και άρχισαν να την χτυπούν και να την κλοτσάνε παντού – χωρίς όμως αποτέλεσμα.Ό,τι και να έκαναν, αυτή συνέχιζε να παίζει – δεν φαινόταν να πονάει ή να επηρεάζεται.
Οι καθηγητές είχαν αφηνιάσει, το μίσος πλεόν δεν ήταν συναίσθημα, ήταν κινήσεις του σώματος, χρώμα του δέρματος και κραυγές, πολύ δυνατές άναρθρες κραυγές.

Όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, άρχισαν να τρέχουν προς ένα μεγάλο παράθυρο, σαν να προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν εχθρό που τους κυνηγάει.Μόλις έφτασαν εκεί, πήδηξαν από το παράθυρο κάτω.

Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, βλέπω τους συμμαθητές μου να κάνουν το ίδιο, αλλά ο καθένας στο παράθυρο που είχε σταθεί το περιστέρι του πριν γίνει κουρτίνα.Χωρίς δισταγμό, πήδουν και αυτοί κάτω.

Έχω μείνει τώρα μόνος μου στο δωμάτιο, τρομαγμένος και ανήμπορος.Δεν ξέρω τι να κάνω.Η κοπέλα συνεχίζει να παίζει ανενοχλητη, έχει φτάσει τώρα στο τελευταίο μέρος του έργου.Το τσέλλο βουίζει στα αυτιά μου σαν να έρχεται ο ήχος από τα βάθη της γης και επιστρέφει μετά σε μια δυνατή επιβλητική μελωδία.

Δεν θέλω να πηδήξω.

Πρέπει όμως να φύγω.

Θα πρέπει να υπάρχει και άλλη έξοδος, δεν μπορεί.

Το κεφάλι μου πονάει, πάει να σπάσει...

Μα ναι! Υπάρχει και άλλη έξοδος, εκτός από αυτά τα παράθυρα.

Η είσοδος!

Τρέχω προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα, είναι ανοιχτή, βγαίνω έξω.Οι Μαινάδες μου κλείνουν το μάτι.Ο Πάνας βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο του και κλεινει τα μάτια του, σαν να μην θέλει να δει.

Τρέχω στον κήπο να δω αν οι συμμαθήτες μου επέζησαν από την πτώση.

Το θέαμα όμως είναι τρομακτικό

Πρώτα βλέπω τον Δημήτρη.Δεν έχει πέσει κάτω, είναι κρεμασμένος στον τοίχο, στην μέση της απόστασης μεταξύ παραθύρου και εδάφους.Είναι κρεμασμένος από την γλώσσα του! Ένα καρφί την έχει σφηνώσει στον τοίχο και από αυτήν κρέμεται όλο το σώμα του και πρώτα το κεφάλι του που έχει γυρίσει προς τα πίσω.Από τα αυτιά του στάζει προς το έδαφος ένα κιτρινωπό υγρό, ο εγκέφαλος του.Στο χώμα έχει δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα: την κοιτάζω αποσβολωμένος.
Αυτός είναι ο εγκέφαλος του καλού μου φίλου – μια μικρή λίμνη που πριν ήταν σκέψεις, βιβλία, ποιήματα, αναμνήσεις από χάδια και ηδονές.

Στο δίπλα παράθυρο είχε πέσει η Ελένη.Είχε κάτι τριανταφυλλίες εκείς γύρω με μεγάλα αγκάθια.Όπως έπεφτε, τα αγκάθια αυτά έσκισαν τα μάτια της.Ο κερατοειδής χιτώνας είχε κοπεί στα δύο και η σκοτεινή ίριδα δεν υπήρχε πια, αγκάθια είχαν καρφωθεί στην θέση της.Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν όλα κοπεί σε μικρά κομματάκια, όπως όταν κόβουμε το καρότο σε μικρές ροδέλες.Κομμάτια τους παντού, πρόσεχα που πατάω για να μην τα πατήσω.Τα χέρια της τελείωναν στην παλάμη.

Ο Πάυλος είχε πέσει δίπλα.Τα πόδια του ήταν κομμένα στα γόνατά του.Στους μηρούς τελείωνε ότι είχε μείνει από το σώμα του, φαινόταν το κόκκαλο ανάμεσα στους κατεστραμμένους μυς.Οι γάμπες του ήταν πεταμένες πιο πέρα, τα παπούτσια του ήταν ακόμα στην θέση τους.Σκουλήκια, πολλά σκουλήκια είχαν καλύψει την κοιλιά και τα χέρια του και έτρωγαν τους μυς του, αφήνοντας τα κόκκαλα γυμνα.

Κοίταξα τριγύρω.Όλοι οι συμμαθήτες μου το ίδιο.
Μόνο τον βλάκα δεν έβλεπα.

Γύρισα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό, αλλά αυτός δεν υπήρχε (ή δεν τον έβλεπα) – μόνο τις κουρτίνες έβλεπα στην θέση του.Δεν ήταν όμως λευκές τώρα, είχαν αλλάξει χρώμα, είχαν το χρώμα του αίματος, του αληθινού όμως, όχι του κόκκινου.Αίμα μαύρο και αφρισμένο, ζεστό με μεταλλική γεύση, αίμα αληθινό, έσταζε από τις βαμμένες κουρτίνες.

Ξαφνικά ακούω γέλια και φωνές από την πίσω πλευρά του τοίχου.Πηγαίνω εκεί, με κομμένη την ανάσα.Στρίβοντας στην γωνία, βλέπω τους καθηγητές που.
Ο κύριος Παρασκευάς και η κυρία Μαρία ήταν καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι και έπαιζαν τάβλι, πίνοντας φραπέ.Στο τραπεζάκι καθόταν και ο Γιώργος Αυτιάς, που έδινε τους έδινε συμβουλές.
Ο κύριος Αντώνης και η κυρία Δέσποινα ήταν παραδίπλα.Είχαν απλώσει ένα τεράστιο πανώ και έγραφαν (καπνίζοντας) πάνω του με κόκκινη μπογιά.Πρόλαβα να διαβάσω: «ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ.ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΣΤΟΥΣ ΜΙ...»

Κοίταξα το παράθυρο από όπου είχαν πέσει.Από κάτω βρισκόταν ένα μεγάλο τραμπολίνο, όπως αυτά που έχουν στον στίβο, στο άλμα επί κοντώ.Πάνω του ήταν ζωγραφισμένος ο πυρσός της ΝΔ, αλλά στην θέση της φλόγας είχε τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ.

Τρομοκρατημένος, φωνάζω

- Τα παιδιά έπεσαν! ‘Εχουν πεθάνει.

Ένας καθηγητής γύρισε, κάπως βαριεστημένα, και μου απάντησε:

- Έπεσαν; Αλήθεια;

Έβαλαν όλοι τα γέλια.

- Καλά ρε, μια πλάκα κάναμε – και αυτοί το πήραν στα σοβαρά;








N.M.
Weimar 10/4/2008

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

To ύφος των 90ς













Έζησα τα εφηβικά και πρώτα νεανικά μου χρόνια στην δεκαετία του ‘90 και όμως δεν μπορώ να εντοπίσω το στίγμα της – σε αντίθεση με τα ‘20ς ή τα ‘60ς και τα ‘80ς που διακρίνω με σχετική σαφήνεια το ύφος τους στην αισθητική, μουσική κτλ.

Σκέφτομαι ότι το ίδιο μπορεί να λέει κάποιος που ήταν νέος στα ‘60ς: ξύπναγε το πρωί, πήγαινε σχολείο/ πανεπιστήμιο, έπαιζε μπάλα με τους φίλους του και μετά από 30 χρόνια, ακούει ότι τα ‘60ς ήταν το Easy Rider, οι χίπηδες, ο Dylan χωρίς ο ίδιος να είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτά: εντάξει, πήρε κανά 45άρι των Stones, το Bonnie&Clyde το έχασε όταν είχε βγει στον κιν/φο και το είδε 20 χρόνια μετά στην τηλεόραση κτλ και αυτό είναι όλο (με εξαίρεση βέβαια όσους ήταν στο κέντρο των εξελίξεων, π.χ. Παρίσι, Λονδίνο, Σαν Φρανσισκο).
Ένας γερμανός, όταν τον είχαν ρωτήσει τι έκανε στα νιάτα του, στα χρόνια του ναζισμού, απάντησε: στα χρόνια του ναζισμού, δεν ήξερα ότι ζούσα στα χρόνια του ναζισμού...


Βλέποντας την ταινιά The Center of the World συνέδεσα τις παραπάνω σκέψεις με την εύστοχη παρατήρηση του Brecht:


Η τέχνη ακολουθεί την πραγματικότητα.Παράδειγμα: Η εξόρυξη και εκμετάλλευση του πετρελαίου είναι ένα νέο paradigm* – παρατηρώντας το, θα διαπιστώσουμε εντελώς νέες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Brecht – “Stoff und Form”

* (εντελώς) ελεύθερη μετάφραση του μάλλον αμετάφραστου όρου Stoffkomplex


Μπορούμε να δούμε την ταινία σαν μια εφαρμογή της παραπάνω φράσης. Αυτό που χαρακτηρίζει τελικά τα ‘90ς είναι οι Η/Υ και η new economy.Υπολογιστές και διαδύκτιο υπήρχαν βέβαια αρκετά χρόνια πριν – η διαφορά είναι ότι στα 90ς ξεφεύγουν από τον χώρο των freaks και του underground και γίνονται πλέον μέρος της pop culture.Η νέα αυτή κατάσταση λοιπόν δημιουργεί νέου τύπου ανθρώπινες σχέσεις.

Ένας νεαρός εκατομμυριούχος της new economy προσφέρει πολλά χρήματα σε μια όμορφη στριπτιτζού, προκειμένου να να περάσει ένα σ/κ μαζί του στο Λας Βέγκας.Αυτή δέχεται με την προϋπόθεση ότι δεν θα το κάνουν.

Η σχέση (χωρίς εισαγωγικά μου φαίνεται καλύτερο) που περιγράφεται στην ταινία μόνο στα 90ς θα μπορούσε να δημιουργηθεί.

Μέχρι τότε, οι πλούσιοι ήταν είτε κομψοί εστέτ, είτε εκκεντρικοί ανώμαλοι είτε μαφιόζοι.Η new economy δημιουργεί έναν νέο τύπο: τον πλούσιο-ordinary Joe.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας εντελώς συνηθισμένος αμερικάνος φοιτητής – ο ίδιος λέει ότι κατάγεται από μια τυπική οικογένεια του Midwest. Φοράει καρώ πουκάμισο με χοντρές ρίγες, τζην, σπορτέξ και baseball hat.Δεν είναι μυώδης macho καρατέκα, δεν είναι εκλεπτυσμένος, δεν έχει περιέργα τατουάζ, δεν τρελένεται με το χρήμα – είναι ένας από εμάς, μόνο που μπορεί να αγοράσει μια ομάδα του ΝΒΑ, όπως χαρακτηριστικά ακούμε.

Η κοπέλα πάλι, δεν είναι η κλασική στριπτιτζού-αλάνι με τα σιλικονούχα βυζία: είναι μια συμπαθητική κοπελίτσα που παίζει ντραμς σε μια μπάντα και για να βγάζει τα προς το ζειν κάνει στριπτιζ.Κάποια στιγμή λέει ότι πήγε στο κολλέγιο, αλλά τελικά τα παράτησε.Δεν είναι πρόστυχη ούτε ήλιθια, είναι μια κοπέλα που θα γνώριζες στην μητέρα σου.

Από την αρχή ξέρουμε ότι ο κομπιουτεράς γουστάρει την στριπτιτζού – στην πορεία βλέπουμε ότι η έλξη είναι αμοιβαία.
Από το σημείο αυτό και μετά επικρατεί μια κατάσταση που θα χαρακτήριζα τυπικά ‘90ς: το σεξ γίνεται ένας περιπλεγμένος γρίφος, ένα ακατανόητο μπέρδεμα.Το αγόρι θέλει να το κάνουν, αλλά φαίνεται να ζητά περισσότερο την επαφή και δεν πιέζει, ούτε χρησημοποιεί τον πλούτο του πρόστυχα.Η κοπέλα επίσης θέλει να το κάνει, αλλά συγκρατείται, γιατί δεν θέλει να πάει με κάποιον που την έχει πληρώσει.
Αλλά τελικά το κάνουν.
Αλλά δεν λέει και πολλά.

Αυτά νομίζω μόνο στα 90ς θα μπορούσαν να συμβούν.Σε προηγούμενες εποχές ήταν τα πράγματα πιο απλά, ίσως επειδή υπήρχε ορατός αντίπαλος (ο συντηρητισμός) και το σεξ είχε άλλο νόημα (παραβίαση κανόνων) – γι’αυτό πάντα οδηγούσε στον οργασμό.
Τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα, ζητούμενο είναι η συντροφικότητα και το σεξ περνάει σε δεύτερη μοίρα – δεν οδηγεί πάντα σε οργασμό, μπορεί μάλιστα να είναι ακόμα και βαρετό!
Από την άλλη όμως, και η συντροφικότητα φαίνεται ανέφικτη, γιατί το σεξ, ενώ έχασε την θέση που είχε, δεν πήρε κάποια άλλη συγκεκριμμένη, αλλά παρέμεινε ένα αίνιγμα.Έχασε την γοητεία της αμαρτίας, αλλά συνέχισε να είναι κατά κάποιο τρόπο ταμπού.Ενώ στα 60ς το σεξ ήταν η λύση, στα 90ς είναι το πρόβλημα.
Οι ήρωες μας φαίνεται να μην ξέρουν τι να κάνουν με το σεξ, ακριβώς όπως δεν ξέρει ο κομπιουτεράς τι να κάνει τον πλούτο του.


Έγιναν τα δύσκολα απλά και τα απλά δύσκολα.
Ίσως αυτό να είναι τελικά τα 90ς.

Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχε γυριστεί τέτοια ταινία πριν 30 χρόνια...