Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

To ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα




Στον J.D.Salinger


"I saw the best minds of my generation destroyed by madness"
Α.Ginsberg



Το τοπίο, έτσι όπως το έβλεπα έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που μας πήγαινε στο μουσείο, ήταν μάλλον βαρετό.Καμμία σχέση με το κέφι που επικρατούσε μέσα – όλη η τάξη χόρευε και γέλαγε, είμασταν χαρούμενοι που επιτέλους θα βλέπαμε ένα μουσείο.
Δίπλα μου κάθοταν ο κολλητός μου, ο Δημήτρης.Ήταν ο πιο έξυπνος από όλους.Διάβαζε με τις ώρες, για ένα σωρό θέματα – όταν μίλαγε, με την ήρεμη και σίγουρη φωνή του, τον ακούγαμε με προσοχή.Ήταν πάντα ευγενικός, εγώ δεν τον είχα ακούσει ποτέ να προσβάλλει – ο ίδιος έλεγε ότι κάποιες φορές είχε παρασυρθεί και το είχε μετανιώσει πικρά.Η ειρωνία του τσάκιζε κόκκαλα, αλλά δεν την χρησημοποιούσε συχνα – μόνο σε φίλους!Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, παρά τα όσα είχε διαβάσει, πάντα διατηρούσε αμφιβολίες, ποτέ δεν κατέληγε σε συμπεράσματα – ούτε καν στα πιο προφανή.Το μεγαλύτερο αίνιγμα με αυτόν όμως ήταν άλλο: δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω τι τον ενδιέφερε.Δεν έδινε παρά ελάχιστη σημασία στα θέματα της επικαιρότητας, όσο σημαντικά και να ήταν: πόλεμος στο ιράκ, σκάνδαλα της κυβέρνησης, τίποτα δεν του έλεγαν.Αν άκουγε όμως κάτι σχετικά με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που του άρεσαν, άλλαζε αμέσως: ήθελε να μάθει τα πάντα, ακόμα και την πιο άχρηστη λεπτομέρεια.Θυμάμαι κάποτε, ο πιο βλάκας της τάξης είχε πάει στο Λούβρο και μας περιέγραφε την Νίκη της Σαμοθράκης.Ο Δημήτρης αμέσως πετάχτηκε και άρχισε να τον ρωτάει ένα σωρό λεπτομέρειες: πόσοι ήταν στον χώρο, τι εθνικότητας ήταν τα άτομα που την κοίταζαν, τι σχόλια έκαναν οι άλλοι, πόση ώρα την κοίταξε αυτός, τι φωτογράφισε, ποια ήταν η γνώμη του (του πιο ηλίθιου!!) για το έργο, ήθελε να μάθει τα πάντα.

Εγώ βέβαια είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην Ελένη.Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο με υπέροχα καστανά μάτια, πονηρά και λαμπερά, αλλά εγώ την είχα ερωτευτεί για τα χέρια της και συγκεκριμμένα για τα δάχτυλα της.Ήταν μακριά και λεπτά, φτιαγμένα μόνο για να χαϊδεύουν, να αγγίζουν.Και για να παίζουν πιάνο βέβαια, γιατί η Ελένη ήταν καλλιτέχνης (τι άλλο θα μπορούσε να είναι μια τόσο εύθραυστη ομορφιά!) και μάλιστα μου είχε κάνει την τιμή να την ακούσω να παίζει.Τότε την ερωτεύτηκα, όταν είδα τις άκρες των δαχτύλων της να αγγίζουν χορεύοντας τα πλήκτρα και να βγάζουν μια μουσική γεμάτη πάθος – ποια ψυχή, αναρωτήθηκα, να κινεί αυτά χέρια, να βγάζει αυτόν τον ήχο;

Δίπλα της καθόταν ο Παύλος, ένας γυμνασμένος και πολύ όμορφος φίλος της.Τον ήξερα, παρόλο που δεν κάναμε πολύ παρέα.Του άρεσε πολύ ο αθλητισμός, κυρίως ο ομαδικός.Εκεί αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του – μόνο τους μυς του να έβλεπες, το καταλάβαινες.Η ομορφία του, μια ομορφιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, ήταν εκτυφλωτική, ωστόσο εγώ – μη έχοντας ερωτικές βλέψεις – θαύμαζα περισσότερο κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Πρώτα από όλα, το σεβασμό που έδειχνε στους αντιπάλους.Όσες φορές τον είχα δει να παίζει, είχα εκπλαγεί από το πόση σημασία έδινε στο fair play, ακόμα και αν ο αντίπαλος ήταν ο χειρότερος κατεργάρης.Αν έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν, ένα φάουλ για παράδειγμα, και δεν το έβλεπε ο διαιτητής, το έλεγε ο ίδιος – ακόμα και αν αυτό θα έκρινε το πρωτάθλημα.Το άλλο στοιχείο του με εντυπωσίαζε, ήταν η στάση του στην νίκη και στην ήττα: όταν νικούσε χαιρόταν και πανηγύριζε σαν μικρό παιδί με τους συμπαίχτες του - όταν έχανε όμως, ποτέ δεν στενοχωριόταν, έκανε λίγο χαβαλέ και αυτό ήταν όλο.

Μαζί μας στο λεωφορείο ήταν τέσσερις καθηγητές, που κάθονταν μπροστά και συζήταγαν, κάνοντας πού και πού πώς μας προσέχουν, αν και στην πραγματικότητα χάζευαν.
Πιο κοντά σε εμάς καθόταν ο κύριος Παρασκευάς, καραφλοχαίτουλας, πρώην ροκάς και νυν οπαδός του Τσακνή, κατά φαντασίαν παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πουτανιάρης.Φόραγε ένα φτηνιάρικο μπουφάν από δερματίνη που μάλλον πήρε από την λαϊκή και κάπνιζε συνέχεια – επειδή απαγορεύοταν αυτό και δεν υπήρχε τασάκι, έριχνε τις στάχτες σε ένα χιλιοταλαιπωρημένο πλαστικό ποτήρι για καφέ.
Μπροστά του, η κυρία Μαρία: στρουμπουλή ελληνοορθόδοξη χριστιανή, μέσ’ στο κέφι όταν άκουγε μπουζουκοτράγουδα, αυστηρή αλλά και γλυκιά, ζούσε στην δεκαετία του ’60.Δεν ήξερε τι είναι ο γκοbιούτερ, δεν είχε βγει πότε εκτός ελλάδας, η σπεσιαλιτέ της ήταν τα γεμιστά, διάβαζε μόνο γυναικεία λογοτεχνία και θεωρούσε πουτάνες όλες τις ωραίες γυναίκες.
Δίπλα στον οδηγό είχε καθήσει ο κύριος Αντώνης, ιστορικό στέλεχος (κατά την γνώμη του) της αριστεράς, μετά κλαδική ΠΑΣΟΚ, τώρα ψηφίζει στα κρυφά καραμανλή (μάλλον επειδή είναι φτυστοί), αλλά συνεχίζει να «συνδικαλίζεται» όπως λέει.Γνωστό και περήφανο λαμόγιο, στον ελεύθερο χρόνο του ψάχνει τα προγράμματα τις ΕΕ για επιδοτήσεις και σκαρφίζεται πατέντες για να τις αρμέξει, όπως τότε που δήλωσε ότι ότι κάνει βιολογική καλλιέργεια ντομάτας σε ένα χωράφι που είχε και του το δούλευαν αλβανοί που τελικά τους κάρφωσε στην αστυνομία και τους έφαγε τα λεφτά.
Δίπλα σε αυτόν η κυρία Δέσποινα, τσαμπουκαλεμένη άγαμη θολοκουλτουριάρα με κοντό μαλλί, ιδρωμένες μασχάλες και φωνή φορτηγατζή από τα πολλά τσιγάρα, φανατική θαυμάστρια του Ταρκόφσκυ και της Σαββίνας Γιαννάτου.


‘Οταν φτάσαμε στο μουσείο, έμεινα άφωνος από το κτίριο.Ήταν ένα τεράστιο νεοκλασσικό, περικυκλομένο από έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο.Η πρόσοψη ήταν επιβλητική, με τους κομψούς της κίονες και τα μεγάλα παράθυρα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η πόρτα εισόδου.Ήταν πολύ μεγάλη, από παλιό ξύλο, ίσως αιώνων παλιό.Πάνω ήταν χαραγμένες φιγούρες από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Διόνυσος με τις μαινάδες και ο θεός Πάνας με τον αυλό του και τις νύμφες.

Όταν μπήκαμε μέσα όμως, αντίκρισα ένα θέαμα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί.Ένα άδειο δωμάτιο, πολύ μεγάλο σε έκταση, με ένα εντυπωσιακό ξύλινο πάτωμα.
Ο ένας τοίχος καλυπτόταν από έναν μεσαιωνικό πίνακα της σταύρωσης, σε πολύ σκούρα χρώματα, σχεδόν μόνο μαύρο και καφέ.Ο σταυρωμένος είχε στο σώμα του πολλές μικρές πληγές, αλλά αυτό που δέσποζε στον πίνακα ήταν τα δάχτυλά του.Ήταν μακριά,λεπτά και είχαν μια διάταξη τέτοια που είναι αδύνατη για άνθρωπο.Στρέφοταν, με τρόπο σκληρό, προς τα πάνω, προς τον ουρανό: ήταν αυτά που ζητούσαν την ανάσταση και όχι το βλέμμα του.Αυτό φαινόταν κουρασμένο, σαν να μην ζητάει τίποτα – ούτε από τους ανθρώπους, ούτε από τον θεό.
Τα νύχια του ήταν βρώμικα, πολύ βρώμικα, σαν να είχαν χώμα και λάσπη από κάτω τους.

Στον άλλο τοίχο υπήρχε ένας ιμπρεσσιονιστικός πίνακας: στο ξέφωτο ενός καταπράσινου δάσους στεκόταν ένας κηνυγός, ντυμένος άψογα σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.Το βλέμμα του όμως ήταν το κλειδί για την ερμηνεία του πίνακα: δεν ήξερε που και τι να κοιτάξει.
Ήταν όλα έτοιμα, το δάσος καταπράσινο, το όπλο στον ώμο, η στολή φροντισμένη – ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήξερε τι να κάνει.Φαινόταν να μην ήξερε τι θέλει να σκοτώσει.

Στην μέση του δωματίου βρισκόταν καθισμενή με ένα τσέλλο αγκαλιά μια πανέμορφη κοπέλα, γυμνή με μακριά μαλλιά και κόκκινα βαμμένα νύχια και στα χέρια και στα πόδια, που γυμνά ακούμπαγαν με τις άκρες των δαχτύλων το βαρύ ξύλινο πάτωμα.
Έπαιζε την Σουίτα για τσέλλο αρ.3 του J.S.Bach και φαινόταν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της.Ο ήχος που έβγαζε ήταν βαθύς, αλλά σε ορισμένα μέρη (όπως στο Allemande) παιχνιδιάρικος.Η μουσική αυτή ήταν όγκος, γέμιζε τον αχανή χώρο του άδειου δωματιού και το έκανε να φαίνεται τόσο γεμάτο που νιώθαμε πως σχεδόν δεν χωράμε.

Είχα χάσει την λαλιά μου από το θέαμα.Γύρισα να δω τους συμμαθητές μου, ήθελα να μοιραστώ το δέος μου μαζί τους.
Είχαν ανοίξει όλοι τα στόματά τους διάπλατα και είχαν στο προσωπό τους χαραγμένο τον πόνο.Κάτι έβγαινε από εκεί μέσα: ένα λευκό περιστέρι ξεμύτιζε από τον κάθε ένα μέχρι που τελικά βγήκαν όλα.Πετούσαν ψηλά, κατάλευκα και κομψά χωρίς να κάνουν τον παραμικρό ήχο – σεβόμενα προφανώς την μουσική που γέμιζε τον χώρο.

«ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ!!! ΔΕΝ ΤΗΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ»
«ΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΟ»
«ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΥΠΑΣΤΕ ΠΙΑ; ΚΑΝΤΕ ΤΗΝ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ»
«ΑΑΑΑ!ΤΙ ΘΟΡΥΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ»

...ακούστηκαν οι φωνές των καθηγητών μας, που είχαν μπει εν τω μεταξύ στην αίθουσα.Έδειχναν να υποφέρουν από την μουσική, ούρλιαζαν και κάλυπταν τα αυτία τους με τα χέρια τους σαν να άκουγαν τον πιο δυνατό και βασανιστικό θόρυβο.

Τα περιστέρια, αφού πέταξαν για λίγο πάνω από την κοπέλα με το τσέλλο (που είχε ήδη φτάσει στο Sarabande), πήγαν και στάθηκαν κάθε ένα μπροστά από ένα παράθυρο και μετατράπηκαν σε κουρτίνες – μεγάλες ολόλευκες μεταξένιες κουρτίνες που κυμάτιζαν στο εσωτερικό της αίθουσας ωθούμενες από το αεράκι που ερχόταν από τον κήπο.

Και τότε είδα τους καθηγητές μου να τρέχουν προς την κοπέλα με το τσέλλο.Στο πρόσωπο τους ήταν χαραγμένη η έκφραση του μίσους, ενός μίσους αλλόκοσμου – ούτε είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει.
Έπεσαν πάνω της και άρχισαν να την χτυπούν και να την κλοτσάνε παντού – χωρίς όμως αποτέλεσμα.Ό,τι και να έκαναν, αυτή συνέχιζε να παίζει – δεν φαινόταν να πονάει ή να επηρεάζεται.
Οι καθηγητές είχαν αφηνιάσει, το μίσος πλεόν δεν ήταν συναίσθημα, ήταν κινήσεις του σώματος, χρώμα του δέρματος και κραυγές, πολύ δυνατές άναρθρες κραυγές.

Όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, άρχισαν να τρέχουν προς ένα μεγάλο παράθυρο, σαν να προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν εχθρό που τους κυνηγάει.Μόλις έφτασαν εκεί, πήδηξαν από το παράθυρο κάτω.

Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, βλέπω τους συμμαθητές μου να κάνουν το ίδιο, αλλά ο καθένας στο παράθυρο που είχε σταθεί το περιστέρι του πριν γίνει κουρτίνα.Χωρίς δισταγμό, πήδουν και αυτοί κάτω.

Έχω μείνει τώρα μόνος μου στο δωμάτιο, τρομαγμένος και ανήμπορος.Δεν ξέρω τι να κάνω.Η κοπέλα συνεχίζει να παίζει ανενοχλητη, έχει φτάσει τώρα στο τελευταίο μέρος του έργου.Το τσέλλο βουίζει στα αυτιά μου σαν να έρχεται ο ήχος από τα βάθη της γης και επιστρέφει μετά σε μια δυνατή επιβλητική μελωδία.

Δεν θέλω να πηδήξω.

Πρέπει όμως να φύγω.

Θα πρέπει να υπάρχει και άλλη έξοδος, δεν μπορεί.

Το κεφάλι μου πονάει, πάει να σπάσει...

Μα ναι! Υπάρχει και άλλη έξοδος, εκτός από αυτά τα παράθυρα.

Η είσοδος!

Τρέχω προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα, είναι ανοιχτή, βγαίνω έξω.Οι Μαινάδες μου κλείνουν το μάτι.Ο Πάνας βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο του και κλεινει τα μάτια του, σαν να μην θέλει να δει.

Τρέχω στον κήπο να δω αν οι συμμαθήτες μου επέζησαν από την πτώση.

Το θέαμα όμως είναι τρομακτικό

Πρώτα βλέπω τον Δημήτρη.Δεν έχει πέσει κάτω, είναι κρεμασμένος στον τοίχο, στην μέση της απόστασης μεταξύ παραθύρου και εδάφους.Είναι κρεμασμένος από την γλώσσα του! Ένα καρφί την έχει σφηνώσει στον τοίχο και από αυτήν κρέμεται όλο το σώμα του και πρώτα το κεφάλι του που έχει γυρίσει προς τα πίσω.Από τα αυτιά του στάζει προς το έδαφος ένα κιτρινωπό υγρό, ο εγκέφαλος του.Στο χώμα έχει δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα: την κοιτάζω αποσβολωμένος.
Αυτός είναι ο εγκέφαλος του καλού μου φίλου – μια μικρή λίμνη που πριν ήταν σκέψεις, βιβλία, ποιήματα, αναμνήσεις από χάδια και ηδονές.

Στο δίπλα παράθυρο είχε πέσει η Ελένη.Είχε κάτι τριανταφυλλίες εκείς γύρω με μεγάλα αγκάθια.Όπως έπεφτε, τα αγκάθια αυτά έσκισαν τα μάτια της.Ο κερατοειδής χιτώνας είχε κοπεί στα δύο και η σκοτεινή ίριδα δεν υπήρχε πια, αγκάθια είχαν καρφωθεί στην θέση της.Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν όλα κοπεί σε μικρά κομματάκια, όπως όταν κόβουμε το καρότο σε μικρές ροδέλες.Κομμάτια τους παντού, πρόσεχα που πατάω για να μην τα πατήσω.Τα χέρια της τελείωναν στην παλάμη.

Ο Πάυλος είχε πέσει δίπλα.Τα πόδια του ήταν κομμένα στα γόνατά του.Στους μηρούς τελείωνε ότι είχε μείνει από το σώμα του, φαινόταν το κόκκαλο ανάμεσα στους κατεστραμμένους μυς.Οι γάμπες του ήταν πεταμένες πιο πέρα, τα παπούτσια του ήταν ακόμα στην θέση τους.Σκουλήκια, πολλά σκουλήκια είχαν καλύψει την κοιλιά και τα χέρια του και έτρωγαν τους μυς του, αφήνοντας τα κόκκαλα γυμνα.

Κοίταξα τριγύρω.Όλοι οι συμμαθήτες μου το ίδιο.
Μόνο τον βλάκα δεν έβλεπα.

Γύρισα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό, αλλά αυτός δεν υπήρχε (ή δεν τον έβλεπα) – μόνο τις κουρτίνες έβλεπα στην θέση του.Δεν ήταν όμως λευκές τώρα, είχαν αλλάξει χρώμα, είχαν το χρώμα του αίματος, του αληθινού όμως, όχι του κόκκινου.Αίμα μαύρο και αφρισμένο, ζεστό με μεταλλική γεύση, αίμα αληθινό, έσταζε από τις βαμμένες κουρτίνες.

Ξαφνικά ακούω γέλια και φωνές από την πίσω πλευρά του τοίχου.Πηγαίνω εκεί, με κομμένη την ανάσα.Στρίβοντας στην γωνία, βλέπω τους καθηγητές που.
Ο κύριος Παρασκευάς και η κυρία Μαρία ήταν καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι και έπαιζαν τάβλι, πίνοντας φραπέ.Στο τραπεζάκι καθόταν και ο Γιώργος Αυτιάς, που έδινε τους έδινε συμβουλές.
Ο κύριος Αντώνης και η κυρία Δέσποινα ήταν παραδίπλα.Είχαν απλώσει ένα τεράστιο πανώ και έγραφαν (καπνίζοντας) πάνω του με κόκκινη μπογιά.Πρόλαβα να διαβάσω: «ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ.ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΣΤΟΥΣ ΜΙ...»

Κοίταξα το παράθυρο από όπου είχαν πέσει.Από κάτω βρισκόταν ένα μεγάλο τραμπολίνο, όπως αυτά που έχουν στον στίβο, στο άλμα επί κοντώ.Πάνω του ήταν ζωγραφισμένος ο πυρσός της ΝΔ, αλλά στην θέση της φλόγας είχε τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ.

Τρομοκρατημένος, φωνάζω

- Τα παιδιά έπεσαν! ‘Εχουν πεθάνει.

Ένας καθηγητής γύρισε, κάπως βαριεστημένα, και μου απάντησε:

- Έπεσαν; Αλήθεια;

Έβαλαν όλοι τα γέλια.

- Καλά ρε, μια πλάκα κάναμε – και αυτοί το πήραν στα σοβαρά;








N.M.
Weimar 10/4/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: