Κυριακή 29 Ιουνίου 2008

The Night of the Hunter














Έχω προσέξει ότι πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο περισσότερο σαν μέσο ψυχαγωγίας, παρά στοχασμού.Απόδειξη ότι, ενώ επιλέγουν με προσοχή βιβλία και CD, στις ταινίες έχουν συνήθως πιο χαλαρά κριτήρια.Αυτό βέβαια οφείλεται στο ότι μέχρι πρόσφατα δύσκολα μπορούσε να βρει κάποιος ταινίες – συνήθως εξαρτώταν από την τηλεόραση και της αίθουσες.

Παρόλο που ο κιν/φος βρίσκεται παντού, ίσως τελικά να είναι το μέσο που λιγότερο γνωρίζουμε, αφού η επαφή μας με αυτό γίνεται τις περισσότερες φορές με μέτριες ή απλές ταινίες που έχουν σαν στόχο μόνο την διασκέδαση.

Η ταινία «The night of the hunter» επιδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες του μέσου αυτού σε σοβαρά και δύσκολα θέματα.Γυρίστηκε το 1955 και αποτελεί ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στην θρησκεία.
Από τα κλειδιά για την επιτυχία της ταινίας είναι νομίζω η οπτική γωνία από την οποία βλέπει την θρησκεία: δεν ασχολείται με αυτήν οντολογικά, δηλαδή δεν παίρνει θέση στο ερώτημα «υπάρχει θεός; ».Αυτό που απασχολεί τους δημιουργούς είναι το πώς η πίστη στον Θεό επηρεάζει την συμπεριφορά και την προσωπικότητα των ανθρώπων.


Ο πρωταγωνιστής (Harry Powell), βασισμένος σε υπαρκτό πρόσωπο, είναι το κακό. Περιφέρεται σε μια αμερικάνικη επαρχία που είναι σαν να έχει βγει από βιβλίο του Faulkner και ψάχνει να βρει πλούσιες χήρες για να τις παντρευτεί, να τις σκοτώσει, να πάρει τα λεφτά τους και να εξαφανιστεί.Τον πρωτοσυναντάμε να οδηγεί το αυτοκινήτο του πηγαίνοντας στο επόμενο θύμα του.Κατά την διάρκεια της διαδρομής μιλάει μόνος του με τον Θεό – από τον μονόλογο ( ή μάλλον «διάλογο» ) μαθαίνουμε ότι θεωρεί την αποστολή του θεόσταλτη, ότι αυτό που κάνει είναι «θέλημα θεού». Σε μια άλλη σκηνή, αργότερα, κάποιος τον ρωτάει ποιας θρησκείας πάστορας είναι.Η απάντηση του: «της θρησκείας που Αυτός και εγώ έχουμε συμφωνήσει».
Για τον Powell η θρησκεία και ο Θεός είναι η δικαιολογία για την ανηθικότητά του. Η πίστη είναι αυτή που του επιτρέπει να σκοτώνει και να κλέβει – χωρίς αυτή, αναγκαστηκά θα θεωρούσε τις πράξεις του κακές, ενώ τώρα – μέσω της πίστης – δικαιολουγούνται .Το μίσος και η κακία του έχουν την νομιμοποίηση του Θεού και έτσι γίνονται αποδεκτά.Αυτό περιγράφεται σε μια ιδιοφυή σκηνή, που δυστυχώς απαιτεί εξοικείωση με την κινηματογραφική γλώσσα για να γίνει κατανοητή: ο Powell παρακολουθεί σε μια παράσταση burlesque μια όμορφη κοπέλα να χορεύει.Σε ένα κοντινό πλάνο βλέπουμε ξαφνικά να πετάγεται από την τσέπη του σακακιού του το δολοφονικό στιλέτο του και τον ακούμε να λέει στον Θεό με απογοήτευση , βλέποντας την κοπέλα, “Can’t kill them all”.
Το στιλέτο είναι ένα διπλό σύμβολο: από την μια συμβολίζει τον φαλλό και από την άλλη την βία/τον φόνο.Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητά του βρίσκει διέξοδο στην βια – αυτό μπορεί να γίνει εφικτό όμως μόνο μέσω της θεϊκής νομιμοποίησης, η οποία εκφράζεται από την φράση που λέει ο Powell στον Θεό, σαν να ήταν ένας παλιός του φίλος.

Το άλλο άκρο του φάσματος της ηθικής είναι η Rachel Cooper.Αυτή είναι μια γρία που μαζεύει ορφανά στο σπίτι της και προσπαθεί να τα προστατεύσει και να τα μεγαλώσει.Σε αυτήν καταλήγουν τα δύο παιδάκια που κυνηγάει ο Powell (στην αρχή της ταινίας παντρέυται μια χήρα με δύο παιδιά για να τις φάει τα λεφτά που τις είχε αφήσει ο ληστής σύζηγος της πριν τον συλλάβουν.Τα λεφτά όμως είναι κρυμμένα και μόνο τα παιδία ξέρουν πού είναι.Ο Powell λοιπόν σκοτώνει την χήρα και κυνηγάει τα παιδιά για να μάθει την κρυψώνα).Η γριά Rachel είναι πιστή – στην αρχή την βλέπουμε να διαβάζει ιστορίες από την Βίβλο στα παιδάκια της.Νιώθει μια ανιδιοτελή αγάπη για τα παιδία και μια κυνική αποστροφή για τον κόσμο.Έχει σαν σκοπό της να τα προστατέψει και αυτό τελικά πετυχαίνει.Στο πρόσωπο της Rachel λοιπόν συνυπάρχουν η πίστη και η καλοσύνη.

Ανάμεσα στα δύο αυτά ακρά, το κακό και το καλό, βρίσκονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες.

Η χήρα που παντρέυται τον Powell είναι μια μόνη και απροστάτευτη γυναίκα στην συντηριτική αμερικάνικη επαρχία.Είναι πιστή, αλλά έχει και ορμές.Μόλις παντρεύονται, την πέφτει στον πάστορα για να το κάνουν.Αυτός την κράζει χρησημοποιώντας θρησκευτική επιχειρηματολογία.Αυτή συμβιβάζεται (ντρέπεται μάλλον) και στην συνέχεια την βλέπουμε να βγάζει πύρινους λόγους στους συμπολίτες της περί ηθικής και Θεού.
Ο χαρακτήρας αυτός αποτυπώνει την σχέση του μικροαστού με την θρησκεία: αυτή είναι όπως και όλα τα άλλα σε αυτόν: χλιαρή.Μακριά και από τα δύο άκρα, της Rachel και του Powell, και πιστέυει και δεν πιστεύει.Τελικά, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, καταλήγει στην πίστη αλλά με τρόπο διαφορετικό από αυτόν του Powell και της Rachel : για την χήρα η πίστη δεν είναι υπαρξιακό ζήτημα, έχει να κάνει με το κοινωνικό φαίνεσθαι.
Η σκηνή του φόνου είναι μια από τις καλύτερες στην ιστορία του κινηματογράφου κατά την γνώμη μου.Αν προσέξετε, το δωμάτιο έχει σχήμα μικρής εκκλησίας και ο Powell λίγο πριν τον φόνο βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης, ενώ η χήρα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου (δείτε την εικόνα δίπλα).

Ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας του έργου όμως είναι η φίλη της χήρας.Αυτή εισάγει μια έννοια απαραίτητη για την κατανόηση του ρόλου της θρησκείας στην ιστορία και την κοινωνία: την βλακεία.
Ο Powell έχει φτιάξει ένα μικρό λογίδριο περί κακού, καλού και θεού με το οποίο εντυπωσιάζει τις διάφορες θείτσες, ιδιώς με την θεατρικότητα του (βοηθάνε σε αυτό οι λέξεις love και hate που έχει γράψει στις γροθιές του).Με το που το ακούει (και το βλέπει) η φίλη της χήρας εντυπωσιάζεται, «αυτός είναι πράγματι άνθρωπος του Θεού» λέει, και από τότε τον εμπιστέυται τυφλά.
Ακριβώς το ίδιο show με το λογίδριο και τις γροθιές παρουσιάζει ο Powell στην συνομίληκη της φίλης, την Rachel.Στα πρώτα πέντε λεπτά, η Rachel λέει: «αυτός δεν είναι άνθρωπος του θεού, είναι κακός».
Η φίλη της χήρας δεν είναι αρνητικός χαρακτήρας.Τα κίνητρα της είναι αγνά – βασικά είναι τα ίδια με της Rachel: ό,τι κάνει, το κάνει από ειλικρινή αγάπη για τα παιδιά.Παρά τα αγνά κίνητρα της όμως, η βλακεία της παραλίγο να οδηγήσει τα παιδιά στον θάνατο.Βλάκεια και καλοσύνη λοιπόν, αυτός ο συνδυασμός είναι που εκμεταλλεύται αιώνες τώρα η θρησκεία για να επιτελέσει το καταστροφικό της έργο.
Και κάτι ακόμα: στο δικαστήριο που δικάζεται ο Powel στο φινάλε βλέπουμε να πετάγεται από το ακροατήριο ένα κεφάλι και να ουρλιάζει «λυντσάρετε τον» : είναι αυτή.Μετά βλέπουμε ομάδα «αγανακτησμένων πολιτών» που ζητάνε το κεφάλι του Powel.Επικεφαλής, αυτή.Ο θαυμασμός της έγινε μίσος.Η Rachel, που έβγαλε το φίδι από την τρύπα, ούτε καν ασχολείται με όλα αυτά.Αφού σιγουρεύτηκε ότι ο κίνδυνος για τα παιδιά πέρασε, επέστρεψε σε αυτά.Ούτε λυντσαρίσματα, ούτε αγανακτησμένος πολίτης, ούτε τίποτα.Το μίσος είναι χαρακτηριστικό της βλακείας, για τον ισορροπημένο άνθρωπο είναι άγνωστο συναίσθημα.



Παρατηρώντας αυτά τα εκπληκτικά πορτρέτα, καταλήγουμε τελικά στο συμπέρασμα ότι η θρησκεία δεν έχει καμμία σχέση με την ηθική.
Ο πιστός μπορεί να είναι το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό και ό,τι υπάρχει ανάμεσα τους.Δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ούτε και χειρότερους.Κάθε πιθανή ηθική συμπεριφορά μπορεί να έχει σαν αφετηρία την πίστη.

Αυτό το συμπέρασμα δεν έρχεται μόνο σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν πολλοί πιστοί, ότι η θρησκεία μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, αλλά και με τις θέσεις ορισμένων σύγχρονων άθεων που ισχυρίζονται ότι η θρησκεία μας κάνει χειρότερους.

Τελικά, μάλλον δεν κάνει τίποτα...










3 σχόλια:

vandimir είπε...

Ενδιαφέρουσα ανάλυση για μια κλασική ταινία. Αν και άθεος προσωπικά, συμφωνώ απόλυτα με το τελικό σου συμπέρασμα. Η θρησκευτική πίστη δεν μας κάνει ούτε καλύτερους ούτε χειρότερους. Απλώς πολύ συχνά χρησιμοποιείται από διάφορους για κάθε άλλο παρά θετικούς σκοπούς...

Snaporaz είπε...

Η ταινία είναι όντως κλασσική.

Ξέχασα να πω ότι έχει επηρεάσει πολύ τους Κοεν, π.χ.

- Το υπόγειο στο Ladykillers που πάνε και παίζουν μουσίκη, είναι ίδιο με αυτό που κρύβονται τα παιδιά στο The night of the hunter

- Στο The man who wasn't there έχουν μια σκηνή με ένα τύπο νεκρό στον βυθό της θάλασσας, που παραπέμπει στην κλασσική αντίστοιχη σκηνή από The night of the hunter με το αυτοκίνητο και την χήρα στον βυθό.

Ανώνυμος είπε...

Αρκετές από τις παλιές αμερικάνικες ταινίες αποτελούν πραγματικά κινηματογραφικά διαμάντια.