Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Φταίει ο καπιταλισμός που ο Παντελής Θαλασσινός δεν είναι ο Bob Dylan των ‘00s




Στην Καθημερινή της Κυριακής δίαβασα μια πραγματικά απίστευτη συνέντευξη του αξιόλογου συνθέτη Θ.Μικρούτσικου.
Από την αρχή ακόμα του κειμένου καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται:

Σε μια κοινωνία βάρβαρου καπιταλισμού, που αντικατέστησε το Εμείς με το Εγώ, τα ΜΜΕ και κυρίως ο ηλεκτρονικός Τύπος -που λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο του κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού- πριμοδοτεί επί 24ώρου βάσεως το ευτελές - life style τραγούδι, αφού αυτό συμβάλλει στην εμπέδωση του τρόπου ζωής που απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποσιωπώντας κυριολεκτικά το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι


Ανάμεσα στα γνωστά δεινά που προκαλεί ο καπιταλισμός, ο κύριος Μικρούτσικος προσθέτει ακόμα ένα:
Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία είναι αυτό που εμποδίζει τον μέσο έλληνα να ακούει Μπαχ, πόσο μάλλον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Είναι σαφές ότι τα τραγούδια της Αρβανιτάκη και του Τσακνή απειλούν το καπιταλιστικό οικοδόμημα στην χώρα μας ( στην οποία το 40% των οικονομικά ενεργών πολιτών είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και το 20% αγρότες).
Σωστά λοιπόν ο ηλεκτρονικός τύπος αποσιωπά το έντεχνο (που, δεδομένων των συνθηκών, πιο σωστά θα έπρεπε να αποκαλούμε «νεο-αντάρτικο» ) και προωθεί την Καλομοίρα, εντείνοντας έτσι την ένταξη της χώρας μας στην καπιταλιστική δύση και οδηγώντας τα κέρδη των ελλήνων μεγαλοκαπιταλιστών ( που μόνο ο Μικρούτσικος ξέρει τι παράγουν, δεδομένου ότι η Ελλάδα εισάγει τα πάντα εκτός από φρούτα και λαχανικά) σε δυσθεώρητα ύψη.
Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που οι έντεχνοι ούτε διεθνή καρριέρα μπορούν να κάνουν: είναι σαφές πώς αν ο Παντελής Θαλασσινός γινοταν φίρμα στις ΗΠΑ, ο λαός εκεί θα έβγαινε στους δρόμους με αίτημα να μετατραπεί η χώρα σε κομμουνιστική.

Προφανώς ο Μικρούτσικος δεν σκέφτηκε ότι εκτός από τον καπιταλισμό, μπορεί να υπάρχει και άλλη ερμηνεία της αδιαφορίας του κόσμου για το έντεχνο:

Το γεγονός ότι το έντεχνο δεν έχει τίποτα να πει και να προσφέρει στον σύγχρονο έλληνα.
Αυτό δεν έχει να κάνει με έλλειψη ταλέντου (δεν θα αμφισβητήσω αυτό που λέει ο Μικρούτσικος, ότι οι νέοι τραγουδοποιοί έχουν ταλέντο), έχει να κάνει με έλλειψη επαφής με την σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι περισσότεροι του έντεχνου δεν έχουν τα θεωρητικά εργαλεία να ερμηνεύσουν τον σημερινό κόσμο και την κοινωνία.Περιορίζονται στην περιγραφή αόριστων συναισθημάτων σε ψευδοποιητικό λόγο που δεν έχει τίποτα να ουσιαστικό να πει.

Ιδεολογικά το έντεχνο (αλλά και ο Μικρούτσικος) βρίσκονται στην Γερμανία και την Γαλλία (κυρίως) της δεκαετίας του ’60.Δεν έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη των ιδεών από τότε, με συνέπεια να μην καταλαβαίνουν τον σημερινό κόσμο.Οι περισσότεροι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα γραπτά του Αντόρνο και του Σαρτρ περιγράφουν αιώνιες αλήθειες (σαν τις Ουπανισάδες) και ακόμα και αν μετά από 500 χρόνια η ανθρωπότητα ζει σε αποικίες στον Άρη, ο Μαρκούζε είναι αυτός στον οποίο θα βρούμε το ερμηνευτικό κλειδί των κοινωνιών αυτών.

Δεν έχουν κατανοήσει τον ρόλο των νέων τεχνολογιών (γι’αυτό τις φοβούνται), ούτε είναι εξοικειωμένοι με την παγκοσμιοποίηση (αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα τόσο καλά, ώστε να διαβάσουν σοβαρά άρθρα στον ξένο τύπο).Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ο λόγος τους (όταν δεν είναι εφηβικού επιπέδου στίχοι για την «απώλεια και τον χωρισμό») είναι αντίστοιχος του ξέρεις πόσο έχει πάει το κολοκυθάκι, Πάνο Σόμπολε; Δηλαδή επιμένουν στο φαινόμενο – και κυρίως την γκρίνια γι’αυτό – χωρίς να είναι σε θέση να το εντάξουν στον συνολικό «πίνακα» και να το ερμηνεύσουν λογικά, με συνέπεια να καταλήγουν σε εντελώς απλοϊκά και αφελή σχήματα, τα οποία αναγκαστικά καταφεύγουν στην υπερβολή ( «για όλα φταίει ο καπιταλισμός» - τον οποίο μάλιστα δεν ορίζουν ) και την καταστροφολογία ( « θα καταρρεύσει ο πολιτισμός/θα πάθουμε καρκίνο» ) για να καλύψουν την ένδεια επιχειρημάτων και στοιχείων.

Τυπικό παράδειγμα, η φράση του Μικρούτσικου:

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίζει να διαφαίνεται μια κρίση που διαπερνά καθέτως την ελληνική (αλλά και την ευρωπαϊκή) κοινωνία, η οποία σήμερα έχει βαθύνει τόσο πολύ ώστε να μιλάμε για μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν ρωγμές και να οδηγούνται σε κατάρρευση τμήματα του εποικοδομήματος όπως είναι η τέχνη και ο πολιτισμός.

Αυτή η φράση είναι πολύ πιο κοντά στον τηλεοπτικό λόγο, απ’όσο ο εμπνευστής της νομίζει.Διότι που αλλού θεωρούνται αποδεκτές αστείες βαρύγδουπες καταστροφολογίες ( καταρρέει ο πολιτισμός όχι μόνο στην ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη!!! ) ;
Πού αλλού γίνεται συνέχεια λόγος για «βαθεία κρίση» ; (πολύ θα ήθελα να μάθω ποια εποχή δεν περνούσε κρίση ...)
Η φράση αυτή αφορά το Εγώ και όχι το Εμείς – αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο συγγραφέας αποκαλεί «κατάρρευση του πολιτισμού» την αδυναμία του να ενταχθεί και να βρει θέση στο σημερινό πολιτιστικό γίγνεσθαι.Το πρόβλημα αφορά μόνο τον ίδιο, όχι το σύνολο – εγώ π.χ. μένω σε μια μικρή ευρωπαϊκή πόλη και έχω σε ακτίνα 1 ώρας με το αυτοκίνητο 3 όπερες που ανεβάζουν εξαιρετικές παραστάσεις, 2 τουλάχιστον καλές (έως πολύ καλές) ορχήστρες (δεν μιλάω για όσες προσκαλούνται) και δεν ξέρω και εγώ πόσα θέατρα και παραστάσεις.Η ροκ-ποπ σκηνή είναι ζωντανή (ιδίως το καλοκαίρι με τις πολλές συναυλίες), μπορείς να ακούσεις αξιόλογη τζαζ.Ο τύπος – και ιδιαίτερα τα περιοδικά – είναι υψηλότατου επιπέδου και σε ποσότητα τέτοια που δεν μπορώ να τα καταναλώσω όλα.Πού είδε ο Μικρούτσικος κατάρρευση του πολιτισμού στην Ευρώπη λόγω του καπιταλισμού – ένας Θεός ξέρει...

Το κερασάκι στην τούρτα είναι βέβαια το εξής:

Αλλά βεβαίως το μεγάλο βάρος πρέπει να το αναλάβει η πολιτεία και θεσμοί που εξαρτώνται από αυτήν. Το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος, έτσι όπως -έστω ελλιπώς- γίνεται με τον σοβαρό κινηματογράφο, το σοβαρό θέατρο, τα μουσεία,

Επιβεβαιώνοντας το γνωστό αξίωμα – όποιος αρχίζει κατηγορώντας τον καπιταλισμό, καταλήγει να απαιτεί χρήματα από τον φορολογούμενο – λέει το πραγματικά απίστευτο ότι το έντεχνο πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να πούμε ότι το κράτος εκτός από το να υποστηρίζει το σοβαρό θέατρο και κινηματογράφο (!!) , υποστηρίζει και την σοβαρή μουσική, δηλ. έχουμε κρατική ορχήστρα, λυρική σκηνή κτλ.
Το γιατί πρέπει να θεωρούμε πολιτιστικό θεσμό άξιο προστασίας τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λουδοβίκο των Ανωγείων είναι κάτι που ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω.

‘Οταν ο λαός δεν είναι διατεθιμένος να χρηματοδοτήσει οικειοθελώς το έντεχνο, τότε τον αναγκάζουμε να το κάνει μέσω της φορολογίας.

Είναι και αυτό μια δημοκρατική κατάκτηση...




ΥΓ.Τ ο άρθρο: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/05/2008_270921

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Atomised





Το Atomised είναι κατ’αρχήν ένα βιβλίο του γάλλου συγγραφέα Michel Houellebecq.Στην Ευρώπη έγινε μεγάλη επιτυχία και ο συγγραφέας απέκτησε δημοσιότητα – νομίζω είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος γάλλος συγγραφέας, τουλάχιστον εκτός Γαλλίας.
Στην Ελλάδα το βιβλίο πέρασε εντελώς απαρατήρητο (απ’όσο γνωρίζω), κυρίως λόγω του θέματος του, την σύγκρι(ου)ση της γενιάς του ’68 και της σημερινής.Η Ελλάδα ήταν (ως συνήθως) απούσα από τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις που συνέβησαν το ’60 στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι άτομα σαν τον Χριστόδουλο και τον Καραμανλή έχουν σημαντική απήχηση στην σημερινή κοινωνία.Όλη αυτή η φιλολογία για τον Μάη του ’68 κτλ που τόσο αγαπητή είναι στην Ευρώπη, είναι εντελώς ξένη στον σημερινό έλληνα που ενθουσιάζεται κυρίως με βιβλία που έχουν σχέση με την ανατολή (μάγισσες της Σμύρνης, Κών/πολη, Μέγαρο Γιακουμπιάν κτλ)

Θέμα του ποστ όμως δεν είναι το βιβλίο, αλλά η ταινία (γερμανικής παραγωγής) που είδα πρόσφατα.
Αποτελεί σε γενικές γραμμές πιστή μεταφορά του βιβλίου – η πιο χτυπητή αλλαγή είναι η μεταφορά της δράσης από την Γαλλία στην Γερμανία (πρακτικά δεν έχει σημασία).

Παρακολουθούμε την ζωή δύο ετεροθαλών αδερφών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους: ο ένας αφοσιωμένος επιστήμονας (βιολόγος) με ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή, ο άλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, πρόσφατα χωρισμένος που αναζητάει έντονες σεξουαλικές εμπειρίες, αλλά τελικά καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.Η μητέρα τους, χίπισσα των 60ς, τους γέννησε και τους παράτησε στην γιαγιά τον έναν, εσώκλειστο σε σχολείο τον άλλον.

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η ταινία αναπτύσει 3 θέματα:

1. Ο βιολόγος-ερευνητής που επιδιώκει (και τελικά πετυχαίνει) να βρει έναν τρόπο ασεξουαλικής αναπραγωγής των ανθρώπων δίνει την αφορμή για σκέψεις σχετικά με την έρευνα, την βιολογία και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι απόψεις του συγγραφέα πάνω στα θέματα αυτά είναι σε γενικές γραμμές αδιάφορες και αποτελούν μείον του βιβλίου (ιδίως τα ψευδοπροφητικά μανιφέστα για τον «νέο άνθρωπο» και δεν συμμαζεύται) – η ταινία τις προσπερνάει και καλά κάνει.

2. Η μητέρα-χίπισσα δίνει την αφορμή για σχόλια πάνω στην γενιά του ’68 και κυρίως για την εξέλιξη αυτών των ανθρώπων και την σχέση τους με τα παιδιά τους.Ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, κυρίως επειδή απέφυγε το κλισέ του χίπυ που έγινε γιάπης.Στην ταινία όμως αυτή η θεματική αναπτύσσεται άσχημα.Η κινηματογράφηση των 60ς είναι πολύ κακή.Το ντύσιμο της μητέρας είναι άκυρο, καμμία σχέση.Ο σκηνοθέτης κάνει την αποτυχημένη προσπάθεια να αλλοιώσει τα χρώματα, προφανώς για να δώσει μια ονειρική διάσταση στην εποχή.Οι εικόνες που προκύπτουν όμως είναι άστοχες, πιο πολύ μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από εφηβικό κοριτσίστικο manga.Η αποτυχία αναπαράστασης της αισθητικής των 60ς αφαιρεί την δυνατότητα για οποιοδήποτε σοβαρό σχόλιο και είναι το μεγάλο μείον της ταινίας.

3. Την ιστορία του καθηγητή.Αυτή είναι περισσότερη κινηματογραφική από όλες και αποτυπώνεται αρκετά καλά στο πανί, ενίοτε με χιούμορ.Κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν πολύκολλάει με την υπόλοιπη ταινία. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κάπως πειραγμένο μελόδραμα, με τον ήρωα να βρίσκει τον έρωτα, να τον χάνει και να τρελένεται.


Τι πιστεύω σε γενικές γραμμές και για την ταινία και για το βιβλίο:

Η αντιπαράθεση δύο γενιών, αυτής του ’68 και αυτής των παιδιών της, είναι εξαιρετικό θέμα (ιδιώς για ταινία).
Το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας το χειρίστηκε εντελώς άτσαλα.
Ενώ η μητέρα-χίπισσα είναι πετυχημένος χαρακτήρας (δηλαδή δίνει το στίγμα της εποχής της), τα παιδιά της είναι εντελώς ακατάλληλα για να γίνει «σύγκριση» των δύο γενιών.

Ο επιστήμονας έχει κάποιο νόημα: τα 60ς ήταν η εποχή των κοινωνικών επιστημών (με αποτελέσματα που δεν θα σχολιάσω...), ενώ σήμερα των θετικών.Ίσως έχει ενδιαφέρον η σύγκριση 60ς-κοινωνικές επιστήμες-ελευθεριώτητα-σεξ με το σήμερα θετικές επιστήμες-συντηριτισμός-σεξουαλικό «σφίξιμο».Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά (35+ χρονών παρθένος), οι δε σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με την επιστήμη (βιολογία) και το μέλλον του ανθρώπου εντελώς επιφανειακές – ιδιώς αυτά για ασεξουαλική αναπαραγωγή.

Ο καθηγητής είναι ο πιο αποτυχημένος χαρακτήρας από όλους.Η ιστορία του έχει ενδιαφέρον (όπως είπα), ιδιώς στην κινηματογραφική εκδοχή της, αλλά είναι άσχετη με το θέμα.
Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας αυτός είναι ψυχικά ασθενής και μάλιστα σοβαρά (στο τέλος μας λέει ότι έμεινε για χρόνια στο ψυχιατρείο), μάλλον σχιζοφρενής.Από την στιγμή που ισχύει αυτό όμως, κάθε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές είναι άκυρη.Κάθε τι που συμβαίνει στον ήρωα μπορεί να ερμηνευτεί καλύτερα από την νόσο του, παρά από συνέπειες του τρόπου που μεγάλωσε – π.χ. η αποτυχία του γάμου του.
Πολλοί αριστεροί ή αριστερόστροφοι διανοητές (οι περισσότεροι μη έχοντας σχέση με την ιατρική) είδαν τα ψυχικά νοσήματα σαν συνέπειες των κοινωνικών συνθηκών (για να το πω απλά, είπαν ότι ο καπιταλισμός τρελαίνει/προκαλεί κατάθλιψη) – ο Β.Ραιχ μάλιστα το επέκτεινε αυτό ακόμα και τον καρκίνο (!).Αυτά σήμερα δεν έχουν καμμία αξία.Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γίνεται σχιζοφρενής κάποιος επειδή η μητέρα του είναι ούφο,τον παρατάει όπου βρει και δεν ασχολείτα μαζί του.’Αρα λοιπόν η σύγκριση που επιθυμεί να κάνει ο συγγραφέας είναι άκυρη και ο ήρωας του αποδυναμώνει την προσπάθεια του: δεν μας λέει τίποτα για την σχέση του με την γενιά των γονιών του.








Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα σχετικά με ένα πρόβλημα, πρότεινα κάποιες λύσεις που είχα δει να εφαρμόζονται στο εξωτερικό, όταν αντιμετώπισαν κάτι παρόμοιο.

Ο συνομιλητής μου μου απάντησε ότι "αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα", ότι είναι άλλες οι συνθήκες εδώ και ότι πρέπει να τις λαμβάνουμε υπ'όψη.
Κάτι που δουλέυει έξω, μπορεί να μην δουλέυει σε εμάς εδώ.

Στην συνέχεια είπε ότι έχει βαρεθεί να ακούει ότι στο εξωτερικό όλα δουλεύουν σωστά και ότι εμείς είμαστε πίσω και ότι κατά την γνώμη του είναι "βλαχιά" (sic) να αντιγράφουμε άκριτα τους ξένους και να μην λαμβάνουμε υπ'όψη την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας.



Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει καμμία ελληνική ιδιαιτερότητα.
Ό,τι ισχύει για τον έλληνα, ισχύει και για τον ευρωπαίο.

Κανείς δεν θέλει να ζει μέσα στα σκουπίδια.
Κανείς δεν θέλει να ψάχνει με τις ώρες να παρκάρει.
Κανείς δεν θέλει σύστημα υγείας σαν το ελληνικό.
Κανείς δεν θέλει γραφειοκρατία.
Κανείς δεν θέλει ανοργανωσιά και τσαπατσουλιά.

Όλοι θέλουν πράσινο.
Όλοι θέλουν ωραίες πόλεις.
Όλοι θέλουν να τους σέβεται το κράτος και οι συμπολίτες τους.
Όλοι θέλουν λογικούς νόμους που να ισχύουν για όλους.

Δεν καταλαβαίνω σε τι είμαστε διαφορετικοί εμείς.
Υπάρχουν πόλεις στο μέγεθος της Αθήνας που έχουν λύσει και το πρόβλημα του πάρκινγκ και το πρόβλημα των σκουπιδιών.
Δεν καταλαβαίνω σε ποια δική μας "ιδιαιτερότητα" πρέπει να προσαρμοστούν οι λύσεις που βρήκαν αυτοί.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλουμε να εφαρμόσουμε "άκριτα" τις λύσεις αυτές.
Ποια ακριβώς κριτική να κάνουμε σε μια λύση που αποδεδειγμένα λειτουργεί;

Αυτό που πολλοί αποκαλούν "ελληνική ιδιαιτερότητα" είναι η ανευθυνότητα, η έλλειψη συνείδησης, η "κακή" νοοτροπία.
Έτσι λοιπόν ακούμε την απάντηση "δεν θα λειτουργήσει, γιατί ο έλληνας δεν είναι ελβετός".
Ούτε ο ελβετός είναι ελβετός όμως.
Οι ιδιότητες που ανέφερα παραπάνω και που αποδίδονται στην "ελληνική νοοτροπία", είναι στην πραγματικότητα παγκόσμιες.Τις έχουν και οι ελβετοί, γι'αυτό στην χώρα τους υπάρχει επίσης τροχαία, αστυνομία, πρόστιμα, δικαστήρια, φυλακές.
Γι'αυτό εξάλλου και οι λύσεις που εφαρμόζουν έχουν σαν στόχο να πλήξουν αυτές τις συμπεριφορές και νοοτροπίες που εμείς εσφαλμένα αποκαλούμε "ελληνική ιδιαιτερότητα" και μάλλον θέλουμε να διατηρήσουμε. (βάσει το αξιώματος, ό,τι είναι ελληνικό, είναι και καλό)

Κλείνοντας, ένα σχόλιο περί βλαχιάς.

Είναι βλαχιά, όπως ισχυρίστηκε ο συνομιλητής μου, να αντιγράφουμε άκριτα αυτά που κάνουν οι άλλοι;

Κατά την γνώμη μου, όχι.
Βλαχιά είναι να μην κάνεις κάτι από φόβο μην σε πούνε βλάχο.
Το να αντιγράφεις κάτι που λειτουργεί είναι ευφυΐα, όχι ντροπή.

Όσο για το "άκριτα", απάντησα.
Τι κριτική να κάνουμε;
Αφού δουλεύει λέμε.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

We are the dead

Την Παρασκευή παρακολούθησα μια φοιτητική θεατρική παράσταση.

Πάνε περίπου 2 χρόνια από τότε που εγκατέλειψα την φοιτητική ζωή και μάλλον είχα ξεχάσει πώς είναι.
Το dress-code των φοιτητών μου άρεσε πολύ, τα φθαρμένα τζην, τα βρώμικα (και ενίοτε επιμελώς τρύπια) αθλητικά παπούτσια, οι χίπικες μπλούζες, τα χαϊμαλιά – όλη αυτή η τρέλα με άγγιξε.Η κοπέλα που έκοβε εισητήρια φορούσε ένα από αυτά τα καλοκαιρίνα υφασμάτινα παντελόνια που δένουν με σχοινάκι στην μέση και όταν σκύβεις, φαίνεται μερικές φορές η «χωρίστρα» των οπισθίων. Piercing και τατουάζ σε απίθανα σημεία.Μου άρεσαν τα πρόσωπα των φοιτητών, εξέπεμπαν μια χαρά που δεν βρίσκεις πλέον όταν εισέλθεις στον κόσμο της εργασίας.Μου άρεσε του αθώο και χαρούμενο πρόσωπο μιας κοπέλας, έτσι κλεφτά όπως μπόρεσα να το δω λίγο μέσα στην νύχτα, ενώ μιλούσε με τους φίλους της.Φορούσε ένα μαύρο κορμάκι και επίσης μαύρο κολάν.Πάνω από αυτά φορούσε κάτι που ήταν φούστα και μπλούζα μάζι, με ψυχεδέλικα χρώματα και σχήματα.Είχε ένα βραχιόλι στο πόδι.Αντί για παπούτσια φορούσε κάτι σαν αυτά τα ολλανδικά υποδήματα των χωρικών που βλέπουμε στους πίνακες του Brügel του πρεσβύτερου.


Αυτός ο τρόπος ντυσίματος (ίσως ο όρος «tribal» να είναι επιτυχημένος) χαρακτηρίζει όσους συμμετέχουν στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοπόιησης (δεν λέω αριστερά) εδώ στην Ευρώπη. Έχω εντοπίσει και στην ελλάδα ορισμένους νέους με τέτοιο dress-code, νομίζω όμως ότι είναι μειοψηφία.Παρόλο που εγώ ποτέ δεν ακολούθησα το εναλλακτικό αυτό ντύσιμο (το δικό μου στυλ θα το χαρακτήριζα ακαλαίσθητο σοβαροφανές με προσεκτικά επιλεγμένα παπούτσια), μπορώ να πω ότι μου αρέσει και σίγουρα το προτιμώ από το καγκουρο-τρέντυ-κυριλέ που επικρατεί στην χώρα μας και γεμίζει της καφετέριες του κουτσομπολιού και του φραπέ, όπως και τα φτηνιάρικα ακριβά μπουζουκοτσίρκα με τις ντίβες και τους σταρ της βαλκανικής χωριατιάς.Δείχνει αυτό το εναλλακτικό ντύσιμο μια διάθεση για ψάξιμο και αναζήτηση, μια προσπάθεια φυγής από την παράδοση.Ασπάζομαι αυτήν την κοσμοθεωρία, παρόλο που δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την γκαρτναρόμπα μου (βασικά μια ντουλάπα με αταξινόμητα καλοκαιρίνα, χειμερινά, αθλητικά και ορισμένα εφηβικά κατάλοιπα είναι).


Oι φοιτητές εδώ στην Ευρώπη έχουν έντονη την θέληση να μορφωθούν, να γνωρίσουν, να ψαχτούν.Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπόρεσα να αφουγκραστώ τέτοια διάθεση στον φοιτητικό κόσμο όσο ήμουν μέρος του.Ακόμα και οι εναλλακτικά ενδεδυμένοι εκφράζουν πολιτικές απόψεις τσοχατζόπουλου και λαλιώτη (όσο και αν δεν το καταλαβαίνουν ή το αρνούνται) – όπως αποδεινύει και το γεγονός ότι μετά το πέρας των σπουδών μάλλον θα επιδιώξουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.

Ενώ περιμένω τους ηθοποιούς να βγουν, παρατηρώ όλους αυτούς τους φοιτητές γύρω μου.Πίνουν μπίρες, κάνουν χαβαλέ, μοιάζουν όλοι χαρούμενοι.Κρίμα που δεν είχα και εγώ τέτοιες εμπειρίες στην φοιτητική μου ζωή (διασκέδασα αρκετά με τους συμφοιτητές μου, όχι έτσι όμως).Θα δούμε το 1984 – πόσοι να το έχουν διαβάσει άραγε; Εγώ το διάβασα πριν 15 χρόνια, κάποιοι από αυτούς ήταν μωρά τότε...Ωραία πρόσωπα, άνετο στυλ, χαλαρό, φλερτάκια, μυρωδιά μπάφων.



Τι γίνονται όλοι αυτοί όταν πάρουν το πτυχίο;








Something kind of hit me today
I looked at you and wondered if you saw things my way
People will hold us to blame
It hit me today, it hit me today



Were taking it hard all the time
Why dont we pass it by?
Just reply, youve changed your mind
Were fighting with the eyes of the blind
Taking it hard, taking it hard

Yet now

We feel that we are paper, choking on you nightly
They tell me son, we want you, be elusive, but dont walk far
For were breaking in the new boys, deceive your next of kin
For youre dancing where the dogs decay, defecating ecstasy
Youre just an ally of the leecher
Locator for the virgin king, but I love you in your fuck-me pumps

And your nimble dress that trails
Oh, dress yourself, my urchin one, for I hear them on the rails
Because of all weve seen, because of all weve said
We are the dead



One thing kind of touched me today
I looked at you and counted all the times we had laid
Pressing our love through the night
Knowing its right, knowing its right
Now Im hoping someone will care
Living on the breath of a hope to be shared
Trusting on the sons of our love
That someone will care, someone will care


But now
Were todays scrambled creatures, locked in tomorrows double feature
Heavens on the pillow, its silence competes with hell
Its a twenty-four hour service, guaranteed to make you tell
And the streets are full of press men
Bent on getting hung and buried
And the legendary curtains are drawn round baby bankrupt
Who sucks you while youre sleeping
Its the theater of financiers
Count them, fifty round a table
White and dressed to kill
Oh caress yourself, my juicy
For my hands have all but withered
Oh dress yourself my urchin one, for I hear them on the stairs

Because of all weve seen, because of all weve said

We are the dead

We are the dead

We are the dead

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Από την άκρη της πόλης

Στην δεκαετία του ‘90 ο ελληνικός κιν/φος έκανε ακόμα ένα λάθος και ασχολήθηκε με το θέμα της μετανάστευσης – τα μέτρια αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα: πόσο ενδιαφέρον μπορούν να έχουν πια οι ιστορίες για μετανάστες που φτιάχνουν έλληνες μικροαστοί μουσάτοι (είτε άνδρες, είτε γυναίκες) διανοούμενοι που έχουν για παράθυρο στον κόσμο την Ελευθεροτυπία και αγαπημένη μουσικό την Αρβανιτάκη;

Η ταινία Από την άκρη της πόλης του Κ.Γιανναρη αποτελεί μια μικρή εξαίρεση στην θάλασσα της σινε-κουλτουροβαρεμάρας του εγχώριου κιν/φου.


Ξεκινάω με τα θετικά της ταινίας:

Πολύ καλή η ιδέα να γυριστεί με «ερασιτέχνες» ηθοποιούς σε πραγματικές τοποθεσίες, σαν ψευδο-ντοκυμαντέρ.Η τεχνική αυτή είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση για τον ελληνικό κιν/φο.Μειώνει το κόστος παραγωγής και αυξάνει την εμπλοκή του θεατή, επειδή αυτά που βλέπει του είναι πραγματικά γνώριμα: φάτσες σαν των πρωταγωνιστών έχουμε δει όλοι στην Αθήνα.Ο Γιανναρης, σαν άλλος Παζολίνι, φαίνεται ότι κέρδισε την εμπιστοσύνη των πρωταγωνιστών κια αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας - παρακολουθούμε πραγματικούς ανθρώπους, ζωντανούς.

Συνέπεια της παραπάνω τεχνικής είναι ένα άλλο μεγάλου ατού της ταινίας: η γλώσσα και οι διάλογοι.Οι πρωταγωνιστές συχνά μιλάνε ρώσικα και όταν μιλάνε ελληνικά, το κάνουν με χαρακτηριστική προφορά.Οι διάλογοι τους είναι απόλυτα φυσιολογικοί και καθημερινοί, στοιχείο εξαιρετικά θετικό.Θεωρώ πολύ καίρια αυτήν την λεπτομέρεια, η καταγραφή της γλώσσας είναι τόσο σημαντική για την επιτυχία της ταινίας, όσο το ντύσιμο και οι φάτσες.

Τρίτο θετικό στοιχείο της ταινίας είναι το αδιάφορο σενάριο.Η κεντρική ιστορία δεν είναι τίποτα σπουδαίο, οι παράλληλες ιστορίες τεριμμένες, το σασπένς ελάχιστο.Αυτό δίνει χώρο στον σκηνοθέτη να επικεντρωθεί στους ήρωες και στην ζωή τους.Ένα μεστό σενάριο, με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές διακυμάνσεις, συγκλονιστικό φινάλε κτλ, αναπόφευκτα θα μετατόπιζε το ενδιαφέρον στην ιστορία την ίδια και θα απομονώνε τον ήρωα, η ταινια πλέον δύσκολα θα μιλούσε για τους κώδικες, την γλώσσα, το ντύσιμο και τις συνήθειες των πρωταγωνιστών.Δεδομένου ότι κιν/φο στην ελλάδα βλέπει (αλλά και παράγει) η μέσο-αστική τάξη, είναι σημαντικό οι ταινίες με θέμα κοινωνικές ομάδες ξένες προς αυτήν να επικεντρόνονται στην σημειολογία και όχι στην ψυχολογία.Αυτό που ενδιαφέρει εμένα, τον μέσο βολεμένο αστό, από μια τέτοια ταινία, είναι οι άνθρωποι που περιγράφει: πώς μιλάνε, πού συχνάζουν, τι πιστεύον, τι τους αρέσει κτλ.Ιστορίες με ανατροπές, συμβολισμούς, ψυχολογικές μεταπτώσεις, ποιητικά οράματα κτλ θέλω να βλέπω όταν έχουν πρωταγωνιστές που μου μοιάζουν ή που θα ήθελα να μου μοιάζουν (π.χ. δυτικοί αστοί, ταινίες εποχής).Κάνενας όμως δεν θέλει να μοιάσει στους ήρωες της ταινίας του Γιανναρη (όποιος θέλει, υποθέτω θα έχει ήδη μετακομίσει από το Φάληρο στο Μενίδι και ψάχνει για δουλεία σε οικοδομή και όχι στο δημόσιο) – αυτό που θέλουμε είναι να γνωρίσουμε αυτούς τους συνανθρώπους μας, να τους κατανοήσουμε.Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όταν ακούσουμε την διάλεκτο τους, εξοικοιωθούμε με την αισθητική τους, μάθουμε τις απόψεις τους.Ο Γιανναρας κατάλαβε τα παραπάνω και έτσι στηρίχθηκε σε ένα αδιάφορο σενάριο που αφήνει αρκετό χώρο στην σημειολογία και την παρατήρηση – στο τελος μπορούμε να πούμε ότι γνωρίσαμε (όσο επιτρέπει ο κιν/φος) και συμπαθήσαμε τους ανθρώπους αυτούς.

Πάμε τώρα στα αρνητικά:

Η μουσική είναι απαράδεκτη.90ς μπιτάκια που πλέον ούτε για ringtone δεν κάνουν.Η electro μουσική είναι εξαιρετικά δύσκολη για τον κιν/φο, αν δεν έχεις τους Dust Brothers ή κάτι ανάλογο, μην το ζαλίζεις.Το μπητ είναι καινούργιο στην μουσική, δεν έχει δουλευτεί ακόμα και γι’αυτό χρειάζεται μεγάλο μάστορα για να είναι κάτι περισσότερο από ήχους που βγάζει ένα μηχάνημα.Η μουσική στην ταινία δεν έχει κανένα συναίσθημα, δεν βοηθάει τις σκηνές, δεν κάνει τίποτα.

Οι σκηνές από το καζακσταν της παιδικής ηλικίας είναι αστείες.Προφανώς έχουν γυριστεί στην κερατέα ή στο κορωπί και δεν δίνουν με τίποτα την αίσθηση της πρώην-πατρίδας.Δεν μας δείχνουν κάτι από το Καζαχσταν, δεν κάνουν κάτι τα παιδιά εκεί, το τοπίο δεν μας φαίνεται ξένο (όπως θα έπρεπε).Το όνειρο με το γάμο στο χωραφί που καταλήγει σε μάχη του νταβατζή με τον ήρωα είναι κιτς, μόνο ο Τόλης λείπει για να αρχίσει το «αδέρφια, αλήτες πουλία».

Η Β.Π. γκόμενα με τον πατέρα στην Ελβετία είναι εντελώς εξωπραγματική σε μια ταινία που προσπαθεί (και σε μεγάλο βαθμό πετυχαίνει) να είναι ρεαλιστική.Ο Γιανναρας δεν φαίνεται να γνωρίζει τόσο καλά τα Β.Π., όσο την άκρη της πόλης και δημιουργεί έναν εντελώς άστοχο ρόλο.Αρκεί να σας πω ότι η πλούσια ΒΠ με τον πατερά στην Λωζάνη γουστάρει τον ρωσοπόντιο, κάνει σεξ μαζί του και του λέει την εντελώς απίστευτη ατάκα «σκέφτηκες να γίνεις μοντέλο, έχω φίλους φωτογράφους, θα σε βοηθήσουν» (!!!!).Γενικά η σύνδεση που προσπαθεί να κάνει ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης με την ανώτερη τάξη είναι από τα μεγάλα μείον της ταινίας.Όλοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για δύο κόσμους που σχεδόν ποτέ δεν συναντιούνται και όταν το κάνουν, αδιαφορεί ο ένας για τον άλλον – ΒΠ γκόμενα που το κάνει με ρωσοπόντιο είναι, πολύ απλά, επιστημονική φαντάσια.Ο γκεύ που ψωνίζει αρσενικές πόρνες είναι πιο ρεαλιστικός, αλλά και πάλι δεν έχει πολλά να πει.Η σύνδεση με τα Β/Ν.Π. είναι κλισέ και τετριμμένη, μην πω και ηθικολογική.Αντίθετα, εξαιρετικά ενδιαφέρον θα είχε η παρουσιάση των σχέσεων των ρωσοπόντιων με τους άλλους μετανάστες, π.χ. αλβανούς.Αυτό θα ήταν πολύ πιο πετυχημένο νομίζω (π.χ. πώς θα αντιδρούσε η οικογένεια του νέου αν τους έφερνε για νύφη μια αλβανίδα ή βουλγάρα, αντί της κλισέ πόρνης; ) και σίγουρα πιο κοντά στην πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών, σε σχέση με τον ρωσοπόντιο άδωνη που θα τον κάνει μοντέλο η ΒΠ που τον γουστάρει.

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ταινίας όμως είναι η απουσία της πόλης.Ο σκηνοθέτης δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δίνει το θέμα του, να μας παρουσιάσει εικόνες της Αθήνας.Από το Μενίδι δεν βλέπουμε σχεδόν τίποτα.Η ομόνοια αναφέρεται μόνο.Τα περισσότερα πλάνα είναι κοντινά των ηθοποιών, το περιβάλλον παίζει διακοσμητικό ρόλο.Αυτό είναι τεράστιο λάθος.Δίνεται χρόνος σε δευτερεύουσες ιστορίες που δεν λένε και πολλά, ενώ η Αθήνα, που θα έπρεπε να είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής της ταινίας, περνά απαρατήρητη. Δεν βλέπουμε γειτονιές, δρόμους, πλατείες, ανθρώπους του Μενιδιού.Η Ομόνοια δεν υπάρχει, ενώ θα μπορούσαν να είχαν γυριστεί φανταστικές σκηνές στα φτηνοξενοδοχεία, στα τσαντιρομάγαζα και στα τσοντοσινεμά.Δίνω μια ιδέα: το Σάββατο το βράδυ στήνονται στην ομόνοια μεγάλοι πάγκοι που πωλούνται οι κυριακάτικες εφημερίδες.Συχνά λοιπόν βλέπεις εκεί καθώς πρέπει κύριους που παίρνουν τις σοβαρές εφημερίδες, μικροαστούς που παίρνουν το Θέμα και ψάχνουν τα DVD κτλ.Ο φωτισμός είναι χαρακτηριστικός: φώτα αυτοκινήτων, καραγκιοζο-νεον, λάμπες με μπαταρίες από τους πάγκους, περίπτερα.Δεν θα ήταν ωραία μια σκηνή στην νυχτερινή σαββατιάτικη ομόνοια, όπου το βλέμμα του πλούσιου σοβαρού κυρίου που στάματησε με αλάρμ το τζιπ για να πάρει την Καθημερινή συναντά τον πρωταγωνιστή μας που ρίχνει μια ματιά στις τσόντες του κλασικού περιπτέρου (νομίζω πούλαγε και καλάσνικωφ μια περίοδο); Αυτό θα έλεγε περισσότερα για την σχέση των ηρώων με τις ανώτερες τάξεις, απ’ό,τι οι άστοχοι ΒΠ ρόλοι για τους οποίους μίλησα πιο πριν.Θα ήταν μια μκρή πικρή παρατήρηση: η μόρφωση τελικά χωρίζει τους ανθρώπους!
Άλλο παράδειγμα: η αρσενική πόρνη λέει ότι πάει μέχρι το φάληρο με το τραίνο και μετά τον παίρνει από εκεί ο πελάτης με το αμάξι.Αυτό δεν θα έπρεπε να κινηματογραφηθεί; Εικόνες του ηλεκτρικού με την βρωμία, τα σκουπίδια, τον κόσμο, τους ζητιάνους (συνάντηση στον ηλεκτρικό του ρωσοπόντιου με τον ζητιάνο;), τους ηλικιωμένους, τον θόρυβο και στα καπάκια η αποστηρωμένη ησυχία και καθαριότητα του εσωτερικού ενός καλού γερμανικού αυτοκινήτου.Χάθηκε και αυτή η ευκαιρία...
Τελικά δεν αντιλαμβάνεται κανείς την μεταφυσική της ασχήμιας της Αθήνας.

Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και δεύτερη φορά (που θα έλεγε και ο Καζαντζίδης)...

Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Η ποίηση της Αθήνας των παιδικών μου χρόνων

στον Γιάννη Δαλιανίδη


Η παιδική μου ηλικία τοποθετείται χρονικά στην δεκαετία του ‘80. Εκεινή την εποχή δεν έμενα μόνιμα στην Αθήνα, πήγαινα ωστόσο συχνά εκεί λόγω συγγενών. Δεν ξέρω αν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, ξέρω όμως σίγουρα ότι έχει περάσει μια εποχή – ιδίως στις περιοχές της πόλης για τις οποίες θα μιλήσω.

Το περιβάλλον στο οποίο κινούμουν τότε ήταν σκληροπυρηνικά μικροαστικό.Άνθρωποι που δεν ήταν φτωχοί, δεν έμεναν στο Περιστέρι ή στην Κοκκινιά (αν και η απόσταση τους από την φτώχια ήταν πιο μικρή απ’όσο νόμιζαν), αλλά ούτε και πλούσιοι.

Mε συγκινούν οι πολυκατοικίες του κέντρου, εκεί εξάλλου έχω και περισσότερες αναμνήσεις.Είχαν όλες μαύρους τοίχους από το καυσαέριο.Τα πατζούρια ήταν από αυτό το φτηνό πλαστικό που θεωρητικά είναι ίδιο με ξύλο (σε εμάς ήταν όντως ξύλο! ) , είχαν αυτές τις μικρές τρυπίτσες κάτω από τις εσοχές για να μπαίνει φως και άνοιγαν με πολύ χαρακτηριστικό ήχο τραβόντας ένα σχοινί, συνήθως βρώμικο εκεί που το έπιανες πιο πολύ.Τα μπαλκόνια τους ήταν συνήθως μικρά – θυμάμαι χαρακτηριστικά μερικά που το μήκος τους δεν ήταν μεγαλύτερο από μια πατούσα, απορούσα τι νόημα είχαν – με κακόγουστα σχέδια στα κάγκελα σε ύφος βαλκανικής art nouveau.

Η διακόσμηση των διαμερισμάτων ήταν τυποποιημένη – έχω την εντύπωση ότι ήταν όλα ίδια! Μερικοί είχαν την απίθανη συνήθεια να αφήνουν το σελοφάν/μουσαμά πάνω στον καινούργιο τους καναπέ.Οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν κληρονομήσει έπιπλα κατάλληλα για αστικό σπίτι από τους γονείς τους – έτσι η αγορά του καναπέ είχε υπαρξιακό νόημα, σήμαινε κάτι.Αν μπορούσες να κάτσεις σε άνετο «μοντέρνο» καναπέ στο σπίτι σου, ήσουν αστός – κανένας σε χωριό δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, το πολύ-πολύ να κάτσει άνετα στο ντιβάνι (τούρκικη λέξη) και όχι στον καναπέ (γαλλική)!
Έχω την εντύπωση ότι το σελοφαν πάνω στον καναπέ είναι το έμβλημα αυτών των ανθρώπων, που πλησίασαν την αστικότητα, αλλά τελικά δεν την άγγιξαν γιατί ανάμεσα σε αυτούς και σε αυτή παρεμβλήθηκε ένα αόρατο σελοφάν, το οποίο δεν αφήνει τίποτα να περάσει, όσο και να δεν γεμίζει το μάτι.
Άλλο τυπικό έπιπλο της εποχής ήταν το «σύνθετο» στο σαλόνι.Αυτό ήταν σαν μεγάλη ντουλάπα, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα «καλά» ποτήρια, σερβίτισια κτλ.Στην μέση συνήθως είχε ένα τζάμι και έβλεπες μέσα λικέρ, ποτά και διάφορα παρώμοια – θυμάμαι ιδιαίτερα τα μεγάλα γυάλινα χαραγμένα τασάκια.
Συχνά στο πάτωμα είχαν φλοκάτες (έντονο κόκκινο τις περισσότερες φορές ή άσπρο)


Οι κάτοικοι ήταν χαμηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή μικροεπιχειρηματίες (προπατζίδικά, ψιλικατζίδικα, μαραγκοί κτλ).Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γειτόνισσα μας, την κυρία-Κούλα (το όνομα της και μόνο δηλώνει μια άλλη εποχή): κοντή, χοντρή με κατσαρό καστανό μαλλί και μεγάλο στόμα.Φορούσε ρόμπα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντως, καφέ με κίτρινα και άσπρα λουλουδάκια.Ήξερε τα πάντα για την πολυκατοικία.Κάνα-δύο φόρες είχα σταθεί στο κατώφλι του διαμερίσματος της – αυτό που μου έχει μείνει είναι η μυρωδία, η μυρωδία του μικροαστισμού: ανάμεικτα αρώματα «λεμόνι», «λεβάντα» από καθαριστικά του σούπερ μάρκετ, ξύλινο πάτωμα, ακαθόριστη μυρωδία πλαστικού και, στο βάθος, το φαγητό που μαγειρεύται. Σε αντίθεση με το κλισέ, ποτέ δεν την είχα ακούσει να φωνάζει και να κάνει υστερίες, μου έδινε την εντύπωση μαις καλής γυναίκας.

Αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν οι περίπατοι στην γειτονιά .Οι στενοί δρόμοι, πνιγμένοι ανάμεσα στις πολυκατοικίες, η ζέστη παγιδευμένη στο τσιμέντο, οι πορτοκαλίες δίπλα στις σειρές τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα .Εντύπωση μου είχε κάνει το πεζοδρόμιο, οι πλάκες κυρίως: ήταν συνήθως τετράγωνες (μερικές φορές διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα) και πάντα βρώμικες, πατημένες τσίχλες κτλ.Σε αυτές παρεμβάλονταν έιτε το χώμα που φιλοξενούσε τα λιγοστά δέντρα, είτε το σιδερένιο σκέπασμα της ΕΥΔΑΠ και της ΔΕΗ που είχε από κάτω τον μετρητή.Όταν πάταγες σε αυτά τα σιδερένια καπάκια, έβγαινε ένας τυπικός ήχος, που μου άρεσε να ακούω.Άλλος χαρακτηριστικός ήχος ήταν αυτός που έκανε το σιδερένιο καροτσάκι με ροδάκια που είχαν οι νοικοκυρές όταν γύριζαν από την λαϊκή, με τα μαρούλια και τα καρπουζία να προεξέχουν ανάμεσα σε γαλάζιες-κίτρινες αστεροεσσες πλαστικές σακούλες από το σούπερ-μάρκετ «Γαλαξίας».

Συνηθισμένες στάσεις σε αυτές τις βόλτες ήταν το γαλακτοπωλείο του Φάνη και το προπατζίδικο στην γωνία.
Το γαλακτοπωλείο είχε την πιο αδιάφορη εμφάνιση που μπορεί κανείς να φανταστεί.Η πρόσοψη του ήταν ένα μεγάλο κάπως θωλό τζάμι που επέτρεπε να δεις μέσα, αν και δεν νομίζω ότι είναι πολλοί αυτοί που θα ήθελαν να παρατηρήσουν 4-5 σιδερένια τραπεζάκια όπου κάθονται οι ηλικωμένοι της γειτονιάς και αμπελοφιλοσοφούν.Μόλις έμπαινες, η πρώτη αίσθηση ήταν αυτή του ψύχους, από τα ψυγεία αλλά και το πάτωμα, ένα κακόγουστο αλλά καθαρό (όπως όλα σχεδόν τα αντικείμενα των μικροαστών της εποχής) μωσαϊκό.Σημείο αναφοράς ήταν ο πάγκος-βιτρίνα, από αλουμίνιο και τζάμι.Πάνω σε αυτόν, η ταμειακή μηχανή, πίσω, ο Φάνης με τον οποίο ανταλάσσαμε τις γνωστές κοινοτυπίες και μέσα τα αντικείμενα του πόθου, δηλαδή τα ριζόγαλα και οι κρέμες μέσα σε πλαστικά «κεσεδάκια» που απέξω είχαν σφράγιδα με ένα λογότυπο της πλάκας (συνήθως ένα πρόβατο και από κάτω το τηλέφωνο του μαγαζιού).Ανάμεσα υπήρχαν και «πάστες» ή «σοκολατίνες» με το κερασάκι πάνω στον λόφο από βανίλια και τα «ποντικάκια».Χαρακτηριστικά αντικείμενα ήταν τα τασάκια: σχεδόν πάντα διαφήμιζαν κάτι, όπως π.χ. το ούζο 12 ή τους γερανούς «ο Μήτσος» Λένορμαν 50.Άλλο τυπικό, ο άρτι ανακαλυφθείς φραπές μέσα στο γνωστό μακρόστενο ποτήρι, το οποίο αγκάλιαζε ένα μεταλλικό «κάτι» (σαν περιχειρίδα για ποτήρι ήταν) που είχε στην άκρη χερούλι για καλύτερο χειρισμό του φραπέ.Αυτό το «κάτι» εξαφανίστηκε στην δεκαετία του ’90, προφανώς θεωρήθηκε κιτς από τους connaisseurs του γαλλοφανούς ροφήματος.
Το προπατζίδικο ήταν μια λαϊκή πινελία σε μια περιοχή που φαινομενικά δεν είχε καμμία σχέση με την «λαϊκή» ελλάδα.Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσες να ακούσεις Καζαντζίδη και Χριστοδουλόπουλο – η περιοχή ήταν γενικά του αρχοντορεμπέτικου.Ο εργάτης στο ναυπηγείο, ο μετανάστης στην γερμανία απείχαν πολύ από τους δημόσιους υπάλληλους της γειτονίας (φόραγαν και κουστούμι για να το τονίσουν αυτό).Στο προπατζίδικο συναντούσες τους φιλόσοφους της μπάλας, οι οποίοι συνήθως ήταν οι τεχνίτες (π.χ. μαραγκοί) και λιγότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι.Αντικείμενα του στοχασμού των φιλοσόφων ήταν ο Λάγιος Ντέταρι,η Λάρισα που πήρε το πρωτάθλημα, ο Σαργκάνης, το αν θα πάει στον Ολυμπιακό ο Σαραβάκος, ο σκόρερ της ΑΕΚ Νίλσεν.


Το τέλος αυτής της εποχής ήταν η δεκαετία του ’90.Οι κάτοικοι ήταν πλεόν πολύ γέροι και άρρωστοι, τα παιδιά τους επέλεξαν άλλες περιοχές, την Αργυρούπολη, τον Χολαργό, την Νέα Σμύρνη και σιγά-σιγά (μάλλον με το ζόρι) τους πήραν μαζί τους.


Με λυπεί που δεν θα ξαναμπω σε αυτό το σπίτι.
Αυτή η θλιβερή κουζίνα, αυτό το βρώμικο μπαλκόνι που κοιτάει στο ντεπόζιτο πίσω, το μικρό δωματιάκι που βάζουμε τα καθαριστικά, δεν θα είναι πια δικό μου.
Βλέπω τα δωμάτια άδεια, την ντουλάπα με τα παιχνίδια και τα «καλά» ρούχα των μεγάλων άδεια και αυτή, μόνο τον παλιό καθρέφτη αφήνουμε πίσω.
Και όμως, κάποτε γιορτάζαμε τα χριστούγεννα και την πρωτοχρονία εδώ, ανοίγαμε δώρα, στολίζαμε, περιμέναμε τον Άγιο-Βασίλη.
Μετακόμισε και αυτός όμως στα προάστια και άφησε το σπίτι χωρίς δώρα – οι επόμενοι κάτοικοι μάλλον θα έρθουν από κάποιο κατεστραμμένο χωριό των βαλκανίων ή από την ασία, από μέρη που δεν ξέρω να προφέρω.

Για τελευταία φορά, κάνω μια βόλτα στο πίσω μπαλκόνι, που μου άρεσε περισσότερο.Έβλεπε στην πίσω αυλή ενός παλιού αρχοντικού που είχε εγκαταληφθεί στην μοίρα του εδώ και 20 χρόνια.Μικρός κοίταζα τα σπασμένα παράθυρα και την σκουριασμένη σκάλα και αναρωτιόμουν ποιος μπορεί να έμενε εκεί.Τώρα βλέπω για πρώτη φορά ανθρώπουςί, ή μάλλον υποψιάζομαι την ύπαρξη τους: έχουν απλώσει ένα σχοινί και έχουν κρεμάσει τα φτηνά και σέξυ εσώρουχα τους.Είναι πόρνες από την ανατολική ευρώπη.

Μου αρέσει, παρά την αναπόφευκτη στενοχώρια, που αφήνω το σπίτι μου σε αυτούς τους ξένους.

Αγαπητή κυρία-Κούλα, αναρωτιέμαι πώς να μυρίζει σήμερα το σπίτι σας, τι έπιπλα να αρέσουν στους τωρινούς κατοίκους.Κύριε Φάνη, στο μαγαζί σας τώρα μιλάνε γλώσσες που δεν καταλαβαίνω και αυτά που τους σερβίρουν μου είναι άγνωστα.Θα ήθελα να σας πω ένα τελευταίο αντίο, όπως κάνω τώρα με το σπίτι μου, αλλά τελικά ίσως να μην χρειάζεται: αποχαιρετώντας το σπίτι μου, αποχαιρετώ και εσάς μαζί, γιατί ήσασταν κομμάτι αυτού και δεν μπορώ να φανταστώ πού είστε και τι κάνετε έξω από την γειτονιά μας.
Μεγάλωσα και εγώ, καμιά φορά όμως όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο πατάω επίτηδες το σιδερένιο καπάκι της ΔΕΗ για να ακούσω τον ήχο που τόσο μου άρεσε μικρός και να θυμηθώ εκείνη την εποχή – δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο βέβαια, ήταν όμως η δική μας εποχή. Ανάθεμα και αν ξέρουμε πού είμαστε τώρα.

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

O ξένος





For millions of years mankind lived just like the animals
Then something happenend which unleashed the power of our imagination
We learned to talk



Τι διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα;

Ο λόγος, απάντησαν οι αρχαίοι έλληνες.

Εκτός από τους στίχους που διαβάσατε, υπάρχει μια ακόμα εξαιρετική παρουσίαση αυτής της άποψης σε μια σπουδαία ταινία επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του '60: Μέσα σε ένα άμορφο και αφιλόξενο προϊστορικό περιβάλλον, εμφανίζεται στον (πιθηκ-)άνθρωπο ο οβελίσκος με το αυστηρό γεωμετρικό σχήμα του και από τότε αρχίζει η ανθρώπινη περιπέτεια.

Πιστεύω όμως ότι η ιστορία δεν δικαίωσε τους αρχαίους έλληνες: ο λόγος χαρακτηρίζει λίγους ανθρώπους, τους περισσότερους τους χαρακτηρίζει η απουσία του μάλλον παρά η παρουσία του.





Έχω βρει μια καλύτερη απάντηση στο ερώτημα:

Τον άνθρωπο χαρακτηρίζει η ιδιότητά του να είναι ξένος

Ποιος είναι ξένος όμως; Τι σημαίνει η λέξη;

Με μια πρώτη ματιά, ξένο αποκαλεί μια ομάδα κάθε άνθρωπο που δεν ανήκει σε αυτήν.Π.χ. οι έλληνες αποκαλούμε ξένους όσους δεν είναι έλληνες, οι κρητικοί όσους δεν είναι κρητικοί κτλ.

Αποκαλούν όμως οι οπαδοί του Παναθηναϊκού τους οπαδούς του Ολυμπιακού "ξένους"; Οι χριστιανοί τους μουσουλμάνους;

Όχι, γιατί μοιράζονται τους ίδιους κώδικες.

Ξένος τελικά είναι αυτός με τον οποίο δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε, δεν μοιραζόμαστε τους ίδιους κώδικες.

Ξένος ο αθηναίος εκατομμυριούχος για τον αγρότη στην ορεινή πελοπόννησο.

Αυτός είναι νομίζω ένας ικανοποιητικός ορισμός, για τα λεξικά ίσως.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος ξένος, ο τραγικός ξένος - ο άνθρωπος.

Είναι αυτός που μοιράζεται τους ίδιους κώδικες με τους άλλους, αλλά δεν επικοινωνεί μαζί τους.

Αυτός που καταλαβαίνει τους άλλους, αλλά οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν αυτόν.

Είναι αυτός που μπορεί να επικοινωνήσει, αλλά δεν το κάνει.

Ή μάλλον το έκανε, χωρίς όμως να πάρει απάντηση πέρα μιας τυπικής συγκατάβασης.

Αυτή η οδύνη τον οδηγεί στην σιωπή - στην σιωπή του να μιλάς μόνο για τα καθημερινά.

Δεν πρέπει πάντως να συγχέουμε τον τραγικό ξένο με την μοναξία - να θεωρούμε δηλ. ότι ο ξένος νιώθει απαραίτητα μοναξία.

Όσοι είχαν την τύχη (ή την ειρωνεία της τύχης) να μεγαλώσουν σε οικογένεια που τους έδειξε αγάπη γνωρίζουν ότι μπορεί να είσαι ξένος ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπάς και σε αγαπάνε.

Μόνο με μια έννοια μπορούμε να συνδέσουμε τον ξένο: με τον έρωτα.

Τον έρωτα γεννά η (υποτιθέμενη;) μοναδικότητα.

Προϋπόθεση αυτής είναι όμως το να νιώθεις ξένος.

Οι ερωτευμένοι υπερβαίνουν τους υφιστάμενους κώδικες, τους τετριμμένους - φτιάχνουν άλλους, με πρώτη ύλη αυτά που με τον συνηθισμένο κώδικα πέρασαν απαρατήρητα. (ερωτεύομαι σημαίνει παρατηρώ).

Έρωτας λοιπόν, όχι αγάπη.