Σάββατο 21 Ιουνίου 2008

Κανείς δεν μου ζητά να κάνουμε εναλλάξ στο γυμναστήριο

Όταν πήγαινα στο γυμναστήριο στην Ελλάδα, θυμάμαι δεν υπήρχε περίπτωση να μην κάνουμε τουλάχιστον μία φορά «εναλλάξ» κάποια άσκηση με κάποιον άλλον.
Ενώ είχα ξεκινήσει την άσκηση, είχα κάνει ας πούμε το πρώτο από τα τρία σετ, ερχόταν κάποιος και μου έλεγε συνωμοτικά με τους γνωστούς απέριττους τρόπους των νεο-ελλήνων: «φιλαράκο, κάνουμε εναλλάξ;» - οπότε έκανε μια αυτός μια εγώ.Οι πιο μάγκες δεν ρώταγαν καν: εκεί που έκανες την άσκηση, περίμεναν την στιγμή που κατά τύχη θα συναντηθούν τα βλέματά – τότε, χωρίς να μιλήσουν αλλά με μόρτικο ύφος, έκαναν την χαρακτηριστική κίνηση-ερώτηση: έκταση αμφότερων των δεικτών και περιστροφική κίνηση του ενός γύρω από τον άλλον (τα υπόλοιπα δάκτυλα σε κάμψη).Η κίνηση συνοδεύται από το «βλέμμα του ξύπνιου», χωρίς στοιχεία απορίας για το τι τελικά θα απαντήσει ο προνομιούχος που ήδη εκτελεί την άσκηση.Εγώ, ακολουθώντας τον κώδικά τους, δεν έδινα προφορική απάντηση – προτιμούσα το κλείσιμο του ματιού με ομόπλευρη ελαφρά κλίση της κεφαλής, σε ύφος «το ‘πιασα (ή τοπιασα, μία λέξη) το νόημα και είμαι μέσα».
Η εναλλάξ άσκηση συνήθως φέρνει και την οικειότητα που είναι τόσο εύκολη και γρήγορη μεταξύ συνομήλικων στην Ελλάδα – τα χαμηλής αισθητικής σχόλια για κάποια υψηλής αισθητικής συν-γυμναζόμενη είναι πλέον θέμα χρόνου.

Στην Γερμανία ωστόσο, δεν μου έχει συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο.Όταν κάνω μια άσκηση και κάποιος θέλει να συνεχίσει, κάθεται δίπλα και περιμένει στωικά.Δεν μιλάει, ούτε δυσανασχετεί – απλά περιμένει.
Αφού αυτό δεν συνηθίζεται εδώ, ούτε και εγώ έχω ζητήσει ποτέ από κάποιον να κάνει εναλλάξ μαζί μου.Νιώθω όμως άσχημα να κάθομαι πάνω από το κεφάλι του και να περιμένω σαν τον Χάρο, χωρίς να μιλάμε.Ξέρω βέβαια ότι δεν το βλέπουν έτσι εδώ.
Δεν μου πάει όμως, δεν νιώθω καλά.Συνήθως είτε κάνω μια άλλη άσκηση, είτε περιμένω κάπου πιο μακριά, διαβάζοντας ένα περιοδικό και κοιτάζοντας πάνω από αυτό πότε θα τελειώσει ο άλλος - όπως στις ελληνικές ταινίες που ο Γκιωνάκης-κατάσκοπος της συμφοράς κρατώντας την εφημερίδα ανάποδα κια πίνοντας πορτοκαλάδα (στην προ-φραπέ εποχή) κατασκοπεύει την Μάρθα Καραγιάννη, να δει με ποιον βγαίνει τελικά τα βράδυα.

Μπορούμε, από αυτές τις παρατηρήσεις, να βγάλουμε ένα ριψοκίνδυνο γενικό συμπέρασμα για τους δύο λαούς, αλλά και για τους έλληνες του εξωτερικού;

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

To ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα




Στον J.D.Salinger


"I saw the best minds of my generation destroyed by madness"
Α.Ginsberg



Το τοπίο, έτσι όπως το έβλεπα έξω από το παράθυρο του λεωφορείου που μας πήγαινε στο μουσείο, ήταν μάλλον βαρετό.Καμμία σχέση με το κέφι που επικρατούσε μέσα – όλη η τάξη χόρευε και γέλαγε, είμασταν χαρούμενοι που επιτέλους θα βλέπαμε ένα μουσείο.
Δίπλα μου κάθοταν ο κολλητός μου, ο Δημήτρης.Ήταν ο πιο έξυπνος από όλους.Διάβαζε με τις ώρες, για ένα σωρό θέματα – όταν μίλαγε, με την ήρεμη και σίγουρη φωνή του, τον ακούγαμε με προσοχή.Ήταν πάντα ευγενικός, εγώ δεν τον είχα ακούσει ποτέ να προσβάλλει – ο ίδιος έλεγε ότι κάποιες φορές είχε παρασυρθεί και το είχε μετανιώσει πικρά.Η ειρωνία του τσάκιζε κόκκαλα, αλλά δεν την χρησημοποιούσε συχνα – μόνο σε φίλους!Μου είχε κάνει εντύπωση ότι, παρά τα όσα είχε διαβάσει, πάντα διατηρούσε αμφιβολίες, ποτέ δεν κατέληγε σε συμπεράσματα – ούτε καν στα πιο προφανή.Το μεγαλύτερο αίνιγμα με αυτόν όμως ήταν άλλο: δεν μπορούσα με τίποτα να καταλάβω τι τον ενδιέφερε.Δεν έδινε παρά ελάχιστη σημασία στα θέματα της επικαιρότητας, όσο σημαντικά και να ήταν: πόλεμος στο ιράκ, σκάνδαλα της κυβέρνησης, τίποτα δεν του έλεγαν.Αν άκουγε όμως κάτι σχετικά με τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που του άρεσαν, άλλαζε αμέσως: ήθελε να μάθει τα πάντα, ακόμα και την πιο άχρηστη λεπτομέρεια.Θυμάμαι κάποτε, ο πιο βλάκας της τάξης είχε πάει στο Λούβρο και μας περιέγραφε την Νίκη της Σαμοθράκης.Ο Δημήτρης αμέσως πετάχτηκε και άρχισε να τον ρωτάει ένα σωρό λεπτομέρειες: πόσοι ήταν στον χώρο, τι εθνικότητας ήταν τα άτομα που την κοίταζαν, τι σχόλια έκαναν οι άλλοι, πόση ώρα την κοίταξε αυτός, τι φωτογράφισε, ποια ήταν η γνώμη του (του πιο ηλίθιου!!) για το έργο, ήθελε να μάθει τα πάντα.

Εγώ βέβαια είχα καρφώσει το βλέμμα μου στην Ελένη.Είχε ένα πανέμορφο πρόσωπο με υπέροχα καστανά μάτια, πονηρά και λαμπερά, αλλά εγώ την είχα ερωτευτεί για τα χέρια της και συγκεκριμμένα για τα δάχτυλα της.Ήταν μακριά και λεπτά, φτιαγμένα μόνο για να χαϊδεύουν, να αγγίζουν.Και για να παίζουν πιάνο βέβαια, γιατί η Ελένη ήταν καλλιτέχνης (τι άλλο θα μπορούσε να είναι μια τόσο εύθραυστη ομορφιά!) και μάλιστα μου είχε κάνει την τιμή να την ακούσω να παίζει.Τότε την ερωτεύτηκα, όταν είδα τις άκρες των δαχτύλων της να αγγίζουν χορεύοντας τα πλήκτρα και να βγάζουν μια μουσική γεμάτη πάθος – ποια ψυχή, αναρωτήθηκα, να κινεί αυτά χέρια, να βγάζει αυτόν τον ήχο;

Δίπλα της καθόταν ο Παύλος, ένας γυμνασμένος και πολύ όμορφος φίλος της.Τον ήξερα, παρόλο που δεν κάναμε πολύ παρέα.Του άρεσε πολύ ο αθλητισμός, κυρίως ο ομαδικός.Εκεί αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του – μόνο τους μυς του να έβλεπες, το καταλάβαινες.Η ομορφία του, μια ομορφιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, ήταν εκτυφλωτική, ωστόσο εγώ – μη έχοντας ερωτικές βλέψεις – θαύμαζα περισσότερο κάποια στοιχεία του χαρακτήρα του.Πρώτα από όλα, το σεβασμό που έδειχνε στους αντιπάλους.Όσες φορές τον είχα δει να παίζει, είχα εκπλαγεί από το πόση σημασία έδινε στο fair play, ακόμα και αν ο αντίπαλος ήταν ο χειρότερος κατεργάρης.Αν έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν, ένα φάουλ για παράδειγμα, και δεν το έβλεπε ο διαιτητής, το έλεγε ο ίδιος – ακόμα και αν αυτό θα έκρινε το πρωτάθλημα.Το άλλο στοιχείο του με εντυπωσίαζε, ήταν η στάση του στην νίκη και στην ήττα: όταν νικούσε χαιρόταν και πανηγύριζε σαν μικρό παιδί με τους συμπαίχτες του - όταν έχανε όμως, ποτέ δεν στενοχωριόταν, έκανε λίγο χαβαλέ και αυτό ήταν όλο.

Μαζί μας στο λεωφορείο ήταν τέσσερις καθηγητές, που κάθονταν μπροστά και συζήταγαν, κάνοντας πού και πού πώς μας προσέχουν, αν και στην πραγματικότητα χάζευαν.
Πιο κοντά σε εμάς καθόταν ο κύριος Παρασκευάς, καραφλοχαίτουλας, πρώην ροκάς και νυν οπαδός του Τσακνή, κατά φαντασίαν παρών στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, πουτανιάρης.Φόραγε ένα φτηνιάρικο μπουφάν από δερματίνη που μάλλον πήρε από την λαϊκή και κάπνιζε συνέχεια – επειδή απαγορεύοταν αυτό και δεν υπήρχε τασάκι, έριχνε τις στάχτες σε ένα χιλιοταλαιπωρημένο πλαστικό ποτήρι για καφέ.
Μπροστά του, η κυρία Μαρία: στρουμπουλή ελληνοορθόδοξη χριστιανή, μέσ’ στο κέφι όταν άκουγε μπουζουκοτράγουδα, αυστηρή αλλά και γλυκιά, ζούσε στην δεκαετία του ’60.Δεν ήξερε τι είναι ο γκοbιούτερ, δεν είχε βγει πότε εκτός ελλάδας, η σπεσιαλιτέ της ήταν τα γεμιστά, διάβαζε μόνο γυναικεία λογοτεχνία και θεωρούσε πουτάνες όλες τις ωραίες γυναίκες.
Δίπλα στον οδηγό είχε καθήσει ο κύριος Αντώνης, ιστορικό στέλεχος (κατά την γνώμη του) της αριστεράς, μετά κλαδική ΠΑΣΟΚ, τώρα ψηφίζει στα κρυφά καραμανλή (μάλλον επειδή είναι φτυστοί), αλλά συνεχίζει να «συνδικαλίζεται» όπως λέει.Γνωστό και περήφανο λαμόγιο, στον ελεύθερο χρόνο του ψάχνει τα προγράμματα τις ΕΕ για επιδοτήσεις και σκαρφίζεται πατέντες για να τις αρμέξει, όπως τότε που δήλωσε ότι ότι κάνει βιολογική καλλιέργεια ντομάτας σε ένα χωράφι που είχε και του το δούλευαν αλβανοί που τελικά τους κάρφωσε στην αστυνομία και τους έφαγε τα λεφτά.
Δίπλα σε αυτόν η κυρία Δέσποινα, τσαμπουκαλεμένη άγαμη θολοκουλτουριάρα με κοντό μαλλί, ιδρωμένες μασχάλες και φωνή φορτηγατζή από τα πολλά τσιγάρα, φανατική θαυμάστρια του Ταρκόφσκυ και της Σαββίνας Γιαννάτου.


‘Οταν φτάσαμε στο μουσείο, έμεινα άφωνος από το κτίριο.Ήταν ένα τεράστιο νεοκλασσικό, περικυκλομένο από έναν μεγάλο καταπράσινο κήπο.Η πρόσοψη ήταν επιβλητική, με τους κομψούς της κίονες και τα μεγάλα παράθυρα, αλλά αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν η πόρτα εισόδου.Ήταν πολύ μεγάλη, από παλιό ξύλο, ίσως αιώνων παλιό.Πάνω ήταν χαραγμένες φιγούρες από την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο θεός Διόνυσος με τις μαινάδες και ο θεός Πάνας με τον αυλό του και τις νύμφες.

Όταν μπήκαμε μέσα όμως, αντίκρισα ένα θέαμα που όμοιο του δεν έχω ξαναδεί.Ένα άδειο δωμάτιο, πολύ μεγάλο σε έκταση, με ένα εντυπωσιακό ξύλινο πάτωμα.
Ο ένας τοίχος καλυπτόταν από έναν μεσαιωνικό πίνακα της σταύρωσης, σε πολύ σκούρα χρώματα, σχεδόν μόνο μαύρο και καφέ.Ο σταυρωμένος είχε στο σώμα του πολλές μικρές πληγές, αλλά αυτό που δέσποζε στον πίνακα ήταν τα δάχτυλά του.Ήταν μακριά,λεπτά και είχαν μια διάταξη τέτοια που είναι αδύνατη για άνθρωπο.Στρέφοταν, με τρόπο σκληρό, προς τα πάνω, προς τον ουρανό: ήταν αυτά που ζητούσαν την ανάσταση και όχι το βλέμμα του.Αυτό φαινόταν κουρασμένο, σαν να μην ζητάει τίποτα – ούτε από τους ανθρώπους, ούτε από τον θεό.
Τα νύχια του ήταν βρώμικα, πολύ βρώμικα, σαν να είχαν χώμα και λάσπη από κάτω τους.

Στον άλλο τοίχο υπήρχε ένας ιμπρεσσιονιστικός πίνακας: στο ξέφωτο ενός καταπράσινου δάσους στεκόταν ένας κηνυγός, ντυμένος άψογα σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.Το βλέμμα του όμως ήταν το κλειδί για την ερμηνεία του πίνακα: δεν ήξερε που και τι να κοιτάξει.
Ήταν όλα έτοιμα, το δάσος καταπράσινο, το όπλο στον ώμο, η στολή φροντισμένη – ο άνθρωπος αυτός όμως δεν ήξερε τι να κάνει.Φαινόταν να μην ήξερε τι θέλει να σκοτώσει.

Στην μέση του δωματίου βρισκόταν καθισμενή με ένα τσέλλο αγκαλιά μια πανέμορφη κοπέλα, γυμνή με μακριά μαλλιά και κόκκινα βαμμένα νύχια και στα χέρια και στα πόδια, που γυμνά ακούμπαγαν με τις άκρες των δαχτύλων το βαρύ ξύλινο πάτωμα.
Έπαιζε την Σουίτα για τσέλλο αρ.3 του J.S.Bach και φαινόταν να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της.Ο ήχος που έβγαζε ήταν βαθύς, αλλά σε ορισμένα μέρη (όπως στο Allemande) παιχνιδιάρικος.Η μουσική αυτή ήταν όγκος, γέμιζε τον αχανή χώρο του άδειου δωματιού και το έκανε να φαίνεται τόσο γεμάτο που νιώθαμε πως σχεδόν δεν χωράμε.

Είχα χάσει την λαλιά μου από το θέαμα.Γύρισα να δω τους συμμαθητές μου, ήθελα να μοιραστώ το δέος μου μαζί τους.
Είχαν ανοίξει όλοι τα στόματά τους διάπλατα και είχαν στο προσωπό τους χαραγμένο τον πόνο.Κάτι έβγαινε από εκεί μέσα: ένα λευκό περιστέρι ξεμύτιζε από τον κάθε ένα μέχρι που τελικά βγήκαν όλα.Πετούσαν ψηλά, κατάλευκα και κομψά χωρίς να κάνουν τον παραμικρό ήχο – σεβόμενα προφανώς την μουσική που γέμιζε τον χώρο.

«ΣΤΑΜΑΤΕΙΣΤΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ!!! ΔΕΝ ΤΗΝ ΜΠΟΡΩ ΑΛΛΟ»
«ΜΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!! ΚΛΕΙΣΤΕ ΤΟ»
«ΔΕΝ ΜΑΣ ΛΥΠΑΣΤΕ ΠΙΑ; ΚΑΝΤΕ ΤΗΝ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟΝ ΣΚΑΣΜΟ»
«ΑΑΑΑ!ΤΙ ΘΟΡΥΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ; ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ»

...ακούστηκαν οι φωνές των καθηγητών μας, που είχαν μπει εν τω μεταξύ στην αίθουσα.Έδειχναν να υποφέρουν από την μουσική, ούρλιαζαν και κάλυπταν τα αυτία τους με τα χέρια τους σαν να άκουγαν τον πιο δυνατό και βασανιστικό θόρυβο.

Τα περιστέρια, αφού πέταξαν για λίγο πάνω από την κοπέλα με το τσέλλο (που είχε ήδη φτάσει στο Sarabande), πήγαν και στάθηκαν κάθε ένα μπροστά από ένα παράθυρο και μετατράπηκαν σε κουρτίνες – μεγάλες ολόλευκες μεταξένιες κουρτίνες που κυμάτιζαν στο εσωτερικό της αίθουσας ωθούμενες από το αεράκι που ερχόταν από τον κήπο.

Και τότε είδα τους καθηγητές μου να τρέχουν προς την κοπέλα με το τσέλλο.Στο πρόσωπο τους ήταν χαραγμένη η έκφραση του μίσους, ενός μίσους αλλόκοσμου – ούτε είχα φανταστεί ποτέ ότι θα μπορούσε να υπάρξει.
Έπεσαν πάνω της και άρχισαν να την χτυπούν και να την κλοτσάνε παντού – χωρίς όμως αποτέλεσμα.Ό,τι και να έκαναν, αυτή συνέχιζε να παίζει – δεν φαινόταν να πονάει ή να επηρεάζεται.
Οι καθηγητές είχαν αφηνιάσει, το μίσος πλεόν δεν ήταν συναίσθημα, ήταν κινήσεις του σώματος, χρώμα του δέρματος και κραυγές, πολύ δυνατές άναρθρες κραυγές.

Όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, άρχισαν να τρέχουν προς ένα μεγάλο παράθυρο, σαν να προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν εχθρό που τους κυνηγάει.Μόλις έφτασαν εκεί, πήδηξαν από το παράθυρο κάτω.

Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται, βλέπω τους συμμαθητές μου να κάνουν το ίδιο, αλλά ο καθένας στο παράθυρο που είχε σταθεί το περιστέρι του πριν γίνει κουρτίνα.Χωρίς δισταγμό, πήδουν και αυτοί κάτω.

Έχω μείνει τώρα μόνος μου στο δωμάτιο, τρομαγμένος και ανήμπορος.Δεν ξέρω τι να κάνω.Η κοπέλα συνεχίζει να παίζει ανενοχλητη, έχει φτάσει τώρα στο τελευταίο μέρος του έργου.Το τσέλλο βουίζει στα αυτιά μου σαν να έρχεται ο ήχος από τα βάθη της γης και επιστρέφει μετά σε μια δυνατή επιβλητική μελωδία.

Δεν θέλω να πηδήξω.

Πρέπει όμως να φύγω.

Θα πρέπει να υπάρχει και άλλη έξοδος, δεν μπορεί.

Το κεφάλι μου πονάει, πάει να σπάσει...

Μα ναι! Υπάρχει και άλλη έξοδος, εκτός από αυτά τα παράθυρα.

Η είσοδος!

Τρέχω προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα, είναι ανοιχτή, βγαίνω έξω.Οι Μαινάδες μου κλείνουν το μάτι.Ο Πάνας βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο του και κλεινει τα μάτια του, σαν να μην θέλει να δει.

Τρέχω στον κήπο να δω αν οι συμμαθήτες μου επέζησαν από την πτώση.

Το θέαμα όμως είναι τρομακτικό

Πρώτα βλέπω τον Δημήτρη.Δεν έχει πέσει κάτω, είναι κρεμασμένος στον τοίχο, στην μέση της απόστασης μεταξύ παραθύρου και εδάφους.Είναι κρεμασμένος από την γλώσσα του! Ένα καρφί την έχει σφηνώσει στον τοίχο και από αυτήν κρέμεται όλο το σώμα του και πρώτα το κεφάλι του που έχει γυρίσει προς τα πίσω.Από τα αυτιά του στάζει προς το έδαφος ένα κιτρινωπό υγρό, ο εγκέφαλος του.Στο χώμα έχει δημιουργηθεί μια μικρή λιμνούλα: την κοιτάζω αποσβολωμένος.
Αυτός είναι ο εγκέφαλος του καλού μου φίλου – μια μικρή λίμνη που πριν ήταν σκέψεις, βιβλία, ποιήματα, αναμνήσεις από χάδια και ηδονές.

Στο δίπλα παράθυρο είχε πέσει η Ελένη.Είχε κάτι τριανταφυλλίες εκείς γύρω με μεγάλα αγκάθια.Όπως έπεφτε, τα αγκάθια αυτά έσκισαν τα μάτια της.Ο κερατοειδής χιτώνας είχε κοπεί στα δύο και η σκοτεινή ίριδα δεν υπήρχε πια, αγκάθια είχαν καρφωθεί στην θέση της.Τα δάχτυλα των χεριών της είχαν όλα κοπεί σε μικρά κομματάκια, όπως όταν κόβουμε το καρότο σε μικρές ροδέλες.Κομμάτια τους παντού, πρόσεχα που πατάω για να μην τα πατήσω.Τα χέρια της τελείωναν στην παλάμη.

Ο Πάυλος είχε πέσει δίπλα.Τα πόδια του ήταν κομμένα στα γόνατά του.Στους μηρούς τελείωνε ότι είχε μείνει από το σώμα του, φαινόταν το κόκκαλο ανάμεσα στους κατεστραμμένους μυς.Οι γάμπες του ήταν πεταμένες πιο πέρα, τα παπούτσια του ήταν ακόμα στην θέση τους.Σκουλήκια, πολλά σκουλήκια είχαν καλύψει την κοιλιά και τα χέρια του και έτρωγαν τους μυς του, αφήνοντας τα κόκκαλα γυμνα.

Κοίταξα τριγύρω.Όλοι οι συμμαθήτες μου το ίδιο.
Μόνο τον βλάκα δεν έβλεπα.

Γύρισα το κεφάλι μου ψηλά στον ουρανό, αλλά αυτός δεν υπήρχε (ή δεν τον έβλεπα) – μόνο τις κουρτίνες έβλεπα στην θέση του.Δεν ήταν όμως λευκές τώρα, είχαν αλλάξει χρώμα, είχαν το χρώμα του αίματος, του αληθινού όμως, όχι του κόκκινου.Αίμα μαύρο και αφρισμένο, ζεστό με μεταλλική γεύση, αίμα αληθινό, έσταζε από τις βαμμένες κουρτίνες.

Ξαφνικά ακούω γέλια και φωνές από την πίσω πλευρά του τοίχου.Πηγαίνω εκεί, με κομμένη την ανάσα.Στρίβοντας στην γωνία, βλέπω τους καθηγητές που.
Ο κύριος Παρασκευάς και η κυρία Μαρία ήταν καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι και έπαιζαν τάβλι, πίνοντας φραπέ.Στο τραπεζάκι καθόταν και ο Γιώργος Αυτιάς, που έδινε τους έδινε συμβουλές.
Ο κύριος Αντώνης και η κυρία Δέσποινα ήταν παραδίπλα.Είχαν απλώσει ένα τεράστιο πανώ και έγραφαν (καπνίζοντας) πάνω του με κόκκινη μπογιά.Πρόλαβα να διαβάσω: «ΟΧΙ ΑΛΛΟΣ ΕΜΠΑΙΓΜΟΣ.ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΤΩΡΑ ΣΤΟΥΣ ΜΙ...»

Κοίταξα το παράθυρο από όπου είχαν πέσει.Από κάτω βρισκόταν ένα μεγάλο τραμπολίνο, όπως αυτά που έχουν στον στίβο, στο άλμα επί κοντώ.Πάνω του ήταν ζωγραφισμένος ο πυρσός της ΝΔ, αλλά στην θέση της φλόγας είχε τον ήλιο του ΠΑΣΟΚ.

Τρομοκρατημένος, φωνάζω

- Τα παιδιά έπεσαν! ‘Εχουν πεθάνει.

Ένας καθηγητής γύρισε, κάπως βαριεστημένα, και μου απάντησε:

- Έπεσαν; Αλήθεια;

Έβαλαν όλοι τα γέλια.

- Καλά ρε, μια πλάκα κάναμε – και αυτοί το πήραν στα σοβαρά;








N.M.
Weimar 10/4/2008

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

To ύφος των 90ς













Έζησα τα εφηβικά και πρώτα νεανικά μου χρόνια στην δεκαετία του ‘90 και όμως δεν μπορώ να εντοπίσω το στίγμα της – σε αντίθεση με τα ‘20ς ή τα ‘60ς και τα ‘80ς που διακρίνω με σχετική σαφήνεια το ύφος τους στην αισθητική, μουσική κτλ.

Σκέφτομαι ότι το ίδιο μπορεί να λέει κάποιος που ήταν νέος στα ‘60ς: ξύπναγε το πρωί, πήγαινε σχολείο/ πανεπιστήμιο, έπαιζε μπάλα με τους φίλους του και μετά από 30 χρόνια, ακούει ότι τα ‘60ς ήταν το Easy Rider, οι χίπηδες, ο Dylan χωρίς ο ίδιος να είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με αυτά: εντάξει, πήρε κανά 45άρι των Stones, το Bonnie&Clyde το έχασε όταν είχε βγει στον κιν/φο και το είδε 20 χρόνια μετά στην τηλεόραση κτλ και αυτό είναι όλο (με εξαίρεση βέβαια όσους ήταν στο κέντρο των εξελίξεων, π.χ. Παρίσι, Λονδίνο, Σαν Φρανσισκο).
Ένας γερμανός, όταν τον είχαν ρωτήσει τι έκανε στα νιάτα του, στα χρόνια του ναζισμού, απάντησε: στα χρόνια του ναζισμού, δεν ήξερα ότι ζούσα στα χρόνια του ναζισμού...


Βλέποντας την ταινιά The Center of the World συνέδεσα τις παραπάνω σκέψεις με την εύστοχη παρατήρηση του Brecht:


Η τέχνη ακολουθεί την πραγματικότητα.Παράδειγμα: Η εξόρυξη και εκμετάλλευση του πετρελαίου είναι ένα νέο paradigm* – παρατηρώντας το, θα διαπιστώσουμε εντελώς νέες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων.
Brecht – “Stoff und Form”

* (εντελώς) ελεύθερη μετάφραση του μάλλον αμετάφραστου όρου Stoffkomplex


Μπορούμε να δούμε την ταινία σαν μια εφαρμογή της παραπάνω φράσης. Αυτό που χαρακτηρίζει τελικά τα ‘90ς είναι οι Η/Υ και η new economy.Υπολογιστές και διαδύκτιο υπήρχαν βέβαια αρκετά χρόνια πριν – η διαφορά είναι ότι στα 90ς ξεφεύγουν από τον χώρο των freaks και του underground και γίνονται πλέον μέρος της pop culture.Η νέα αυτή κατάσταση λοιπόν δημιουργεί νέου τύπου ανθρώπινες σχέσεις.

Ένας νεαρός εκατομμυριούχος της new economy προσφέρει πολλά χρήματα σε μια όμορφη στριπτιτζού, προκειμένου να να περάσει ένα σ/κ μαζί του στο Λας Βέγκας.Αυτή δέχεται με την προϋπόθεση ότι δεν θα το κάνουν.

Η σχέση (χωρίς εισαγωγικά μου φαίνεται καλύτερο) που περιγράφεται στην ταινία μόνο στα 90ς θα μπορούσε να δημιουργηθεί.

Μέχρι τότε, οι πλούσιοι ήταν είτε κομψοί εστέτ, είτε εκκεντρικοί ανώμαλοι είτε μαφιόζοι.Η new economy δημιουργεί έναν νέο τύπο: τον πλούσιο-ordinary Joe.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας εντελώς συνηθισμένος αμερικάνος φοιτητής – ο ίδιος λέει ότι κατάγεται από μια τυπική οικογένεια του Midwest. Φοράει καρώ πουκάμισο με χοντρές ρίγες, τζην, σπορτέξ και baseball hat.Δεν είναι μυώδης macho καρατέκα, δεν είναι εκλεπτυσμένος, δεν έχει περιέργα τατουάζ, δεν τρελένεται με το χρήμα – είναι ένας από εμάς, μόνο που μπορεί να αγοράσει μια ομάδα του ΝΒΑ, όπως χαρακτηριστικά ακούμε.

Η κοπέλα πάλι, δεν είναι η κλασική στριπτιτζού-αλάνι με τα σιλικονούχα βυζία: είναι μια συμπαθητική κοπελίτσα που παίζει ντραμς σε μια μπάντα και για να βγάζει τα προς το ζειν κάνει στριπτιζ.Κάποια στιγμή λέει ότι πήγε στο κολλέγιο, αλλά τελικά τα παράτησε.Δεν είναι πρόστυχη ούτε ήλιθια, είναι μια κοπέλα που θα γνώριζες στην μητέρα σου.

Από την αρχή ξέρουμε ότι ο κομπιουτεράς γουστάρει την στριπτιτζού – στην πορεία βλέπουμε ότι η έλξη είναι αμοιβαία.
Από το σημείο αυτό και μετά επικρατεί μια κατάσταση που θα χαρακτήριζα τυπικά ‘90ς: το σεξ γίνεται ένας περιπλεγμένος γρίφος, ένα ακατανόητο μπέρδεμα.Το αγόρι θέλει να το κάνουν, αλλά φαίνεται να ζητά περισσότερο την επαφή και δεν πιέζει, ούτε χρησημοποιεί τον πλούτο του πρόστυχα.Η κοπέλα επίσης θέλει να το κάνει, αλλά συγκρατείται, γιατί δεν θέλει να πάει με κάποιον που την έχει πληρώσει.
Αλλά τελικά το κάνουν.
Αλλά δεν λέει και πολλά.

Αυτά νομίζω μόνο στα 90ς θα μπορούσαν να συμβούν.Σε προηγούμενες εποχές ήταν τα πράγματα πιο απλά, ίσως επειδή υπήρχε ορατός αντίπαλος (ο συντηρητισμός) και το σεξ είχε άλλο νόημα (παραβίαση κανόνων) – γι’αυτό πάντα οδηγούσε στον οργασμό.
Τώρα είναι αλλιώς τα πράγματα, ζητούμενο είναι η συντροφικότητα και το σεξ περνάει σε δεύτερη μοίρα – δεν οδηγεί πάντα σε οργασμό, μπορεί μάλιστα να είναι ακόμα και βαρετό!
Από την άλλη όμως, και η συντροφικότητα φαίνεται ανέφικτη, γιατί το σεξ, ενώ έχασε την θέση που είχε, δεν πήρε κάποια άλλη συγκεκριμμένη, αλλά παρέμεινε ένα αίνιγμα.Έχασε την γοητεία της αμαρτίας, αλλά συνέχισε να είναι κατά κάποιο τρόπο ταμπού.Ενώ στα 60ς το σεξ ήταν η λύση, στα 90ς είναι το πρόβλημα.
Οι ήρωες μας φαίνεται να μην ξέρουν τι να κάνουν με το σεξ, ακριβώς όπως δεν ξέρει ο κομπιουτεράς τι να κάνει τον πλούτο του.


Έγιναν τα δύσκολα απλά και τα απλά δύσκολα.
Ίσως αυτό να είναι τελικά τα 90ς.

Το μόνο σίγουρο πάντως είναι ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχε γυριστεί τέτοια ταινία πριν 30 χρόνια...







Τετάρτη 28 Μαΐου 2008

Φταίει ο καπιταλισμός που ο Παντελής Θαλασσινός δεν είναι ο Bob Dylan των ‘00s




Στην Καθημερινή της Κυριακής δίαβασα μια πραγματικά απίστευτη συνέντευξη του αξιόλογου συνθέτη Θ.Μικρούτσικου.
Από την αρχή ακόμα του κειμένου καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται:

Σε μια κοινωνία βάρβαρου καπιταλισμού, που αντικατέστησε το Εμείς με το Εγώ, τα ΜΜΕ και κυρίως ο ηλεκτρονικός Τύπος -που λειτουργεί σαν ενοποιητικό στοιχείο του κρατικού ιδεολογικού μηχανισμού- πριμοδοτεί επί 24ώρου βάσεως το ευτελές - life style τραγούδι, αφού αυτό συμβάλλει στην εμπέδωση του τρόπου ζωής που απαιτεί η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, αποσιωπώντας κυριολεκτικά το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι


Ανάμεσα στα γνωστά δεινά που προκαλεί ο καπιταλισμός, ο κύριος Μικρούτσικος προσθέτει ακόμα ένα:
Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία είναι αυτό που εμποδίζει τον μέσο έλληνα να ακούει Μπαχ, πόσο μάλλον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Είναι σαφές ότι τα τραγούδια της Αρβανιτάκη και του Τσακνή απειλούν το καπιταλιστικό οικοδόμημα στην χώρα μας ( στην οποία το 40% των οικονομικά ενεργών πολιτών είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και το 20% αγρότες).
Σωστά λοιπόν ο ηλεκτρονικός τύπος αποσιωπά το έντεχνο (που, δεδομένων των συνθηκών, πιο σωστά θα έπρεπε να αποκαλούμε «νεο-αντάρτικο» ) και προωθεί την Καλομοίρα, εντείνοντας έτσι την ένταξη της χώρας μας στην καπιταλιστική δύση και οδηγώντας τα κέρδη των ελλήνων μεγαλοκαπιταλιστών ( που μόνο ο Μικρούτσικος ξέρει τι παράγουν, δεδομένου ότι η Ελλάδα εισάγει τα πάντα εκτός από φρούτα και λαχανικά) σε δυσθεώρητα ύψη.
Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που οι έντεχνοι ούτε διεθνή καρριέρα μπορούν να κάνουν: είναι σαφές πώς αν ο Παντελής Θαλασσινός γινοταν φίρμα στις ΗΠΑ, ο λαός εκεί θα έβγαινε στους δρόμους με αίτημα να μετατραπεί η χώρα σε κομμουνιστική.

Προφανώς ο Μικρούτσικος δεν σκέφτηκε ότι εκτός από τον καπιταλισμό, μπορεί να υπάρχει και άλλη ερμηνεία της αδιαφορίας του κόσμου για το έντεχνο:

Το γεγονός ότι το έντεχνο δεν έχει τίποτα να πει και να προσφέρει στον σύγχρονο έλληνα.
Αυτό δεν έχει να κάνει με έλλειψη ταλέντου (δεν θα αμφισβητήσω αυτό που λέει ο Μικρούτσικος, ότι οι νέοι τραγουδοποιοί έχουν ταλέντο), έχει να κάνει με έλλειψη επαφής με την σύγχρονη πραγματικότητα.
Οι περισσότεροι του έντεχνου δεν έχουν τα θεωρητικά εργαλεία να ερμηνεύσουν τον σημερινό κόσμο και την κοινωνία.Περιορίζονται στην περιγραφή αόριστων συναισθημάτων σε ψευδοποιητικό λόγο που δεν έχει τίποτα να ουσιαστικό να πει.

Ιδεολογικά το έντεχνο (αλλά και ο Μικρούτσικος) βρίσκονται στην Γερμανία και την Γαλλία (κυρίως) της δεκαετίας του ’60.Δεν έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη των ιδεών από τότε, με συνέπεια να μην καταλαβαίνουν τον σημερινό κόσμο.Οι περισσότεροι φαίνεται να πιστεύουν ότι τα γραπτά του Αντόρνο και του Σαρτρ περιγράφουν αιώνιες αλήθειες (σαν τις Ουπανισάδες) και ακόμα και αν μετά από 500 χρόνια η ανθρωπότητα ζει σε αποικίες στον Άρη, ο Μαρκούζε είναι αυτός στον οποίο θα βρούμε το ερμηνευτικό κλειδί των κοινωνιών αυτών.

Δεν έχουν κατανοήσει τον ρόλο των νέων τεχνολογιών (γι’αυτό τις φοβούνται), ούτε είναι εξοικειωμένοι με την παγκοσμιοποίηση (αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι από αυτούς γνωρίζουν μια ξένη γλώσσα τόσο καλά, ώστε να διαβάσουν σοβαρά άρθρα στον ξένο τύπο).Χωρίς να το καταλαβαίνουν, ο λόγος τους (όταν δεν είναι εφηβικού επιπέδου στίχοι για την «απώλεια και τον χωρισμό») είναι αντίστοιχος του ξέρεις πόσο έχει πάει το κολοκυθάκι, Πάνο Σόμπολε; Δηλαδή επιμένουν στο φαινόμενο – και κυρίως την γκρίνια γι’αυτό – χωρίς να είναι σε θέση να το εντάξουν στον συνολικό «πίνακα» και να το ερμηνεύσουν λογικά, με συνέπεια να καταλήγουν σε εντελώς απλοϊκά και αφελή σχήματα, τα οποία αναγκαστικά καταφεύγουν στην υπερβολή ( «για όλα φταίει ο καπιταλισμός» - τον οποίο μάλιστα δεν ορίζουν ) και την καταστροφολογία ( « θα καταρρεύσει ο πολιτισμός/θα πάθουμε καρκίνο» ) για να καλύψουν την ένδεια επιχειρημάτων και στοιχείων.

Τυπικό παράδειγμα, η φράση του Μικρούτσικου:

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αρχίζει να διαφαίνεται μια κρίση που διαπερνά καθέτως την ελληνική (αλλά και την ευρωπαϊκή) κοινωνία, η οποία σήμερα έχει βαθύνει τόσο πολύ ώστε να μιλάμε για μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν ρωγμές και να οδηγούνται σε κατάρρευση τμήματα του εποικοδομήματος όπως είναι η τέχνη και ο πολιτισμός.

Αυτή η φράση είναι πολύ πιο κοντά στον τηλεοπτικό λόγο, απ’όσο ο εμπνευστής της νομίζει.Διότι που αλλού θεωρούνται αποδεκτές αστείες βαρύγδουπες καταστροφολογίες ( καταρρέει ο πολιτισμός όχι μόνο στην ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη!!! ) ;
Πού αλλού γίνεται συνέχεια λόγος για «βαθεία κρίση» ; (πολύ θα ήθελα να μάθω ποια εποχή δεν περνούσε κρίση ...)
Η φράση αυτή αφορά το Εγώ και όχι το Εμείς – αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ο συγγραφέας αποκαλεί «κατάρρευση του πολιτισμού» την αδυναμία του να ενταχθεί και να βρει θέση στο σημερινό πολιτιστικό γίγνεσθαι.Το πρόβλημα αφορά μόνο τον ίδιο, όχι το σύνολο – εγώ π.χ. μένω σε μια μικρή ευρωπαϊκή πόλη και έχω σε ακτίνα 1 ώρας με το αυτοκίνητο 3 όπερες που ανεβάζουν εξαιρετικές παραστάσεις, 2 τουλάχιστον καλές (έως πολύ καλές) ορχήστρες (δεν μιλάω για όσες προσκαλούνται) και δεν ξέρω και εγώ πόσα θέατρα και παραστάσεις.Η ροκ-ποπ σκηνή είναι ζωντανή (ιδίως το καλοκαίρι με τις πολλές συναυλίες), μπορείς να ακούσεις αξιόλογη τζαζ.Ο τύπος – και ιδιαίτερα τα περιοδικά – είναι υψηλότατου επιπέδου και σε ποσότητα τέτοια που δεν μπορώ να τα καταναλώσω όλα.Πού είδε ο Μικρούτσικος κατάρρευση του πολιτισμού στην Ευρώπη λόγω του καπιταλισμού – ένας Θεός ξέρει...

Το κερασάκι στην τούρτα είναι βέβαια το εξής:

Αλλά βεβαίως το μεγάλο βάρος πρέπει να το αναλάβει η πολιτεία και θεσμοί που εξαρτώνται από αυτήν. Το έντεχνο νεοελληνικό τραγούδι πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος, έτσι όπως -έστω ελλιπώς- γίνεται με τον σοβαρό κινηματογράφο, το σοβαρό θέατρο, τα μουσεία,

Επιβεβαιώνοντας το γνωστό αξίωμα – όποιος αρχίζει κατηγορώντας τον καπιταλισμό, καταλήγει να απαιτεί χρήματα από τον φορολογούμενο – λέει το πραγματικά απίστευτο ότι το έντεχνο πρέπει να κηρυχθεί προστατευόμενο είδος.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρέπει να πούμε ότι το κράτος εκτός από το να υποστηρίζει το σοβαρό θέατρο και κινηματογράφο (!!) , υποστηρίζει και την σοβαρή μουσική, δηλ. έχουμε κρατική ορχήστρα, λυρική σκηνή κτλ.
Το γιατί πρέπει να θεωρούμε πολιτιστικό θεσμό άξιο προστασίας τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και τον Λουδοβίκο των Ανωγείων είναι κάτι που ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω.

‘Οταν ο λαός δεν είναι διατεθιμένος να χρηματοδοτήσει οικειοθελώς το έντεχνο, τότε τον αναγκάζουμε να το κάνει μέσω της φορολογίας.

Είναι και αυτό μια δημοκρατική κατάκτηση...




ΥΓ.Τ ο άρθρο: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_25/05/2008_270921

Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Atomised





Το Atomised είναι κατ’αρχήν ένα βιβλίο του γάλλου συγγραφέα Michel Houellebecq.Στην Ευρώπη έγινε μεγάλη επιτυχία και ο συγγραφέας απέκτησε δημοσιότητα – νομίζω είναι ο πιο γνωστός σύγχρονος γάλλος συγγραφέας, τουλάχιστον εκτός Γαλλίας.
Στην Ελλάδα το βιβλίο πέρασε εντελώς απαρατήρητο (απ’όσο γνωρίζω), κυρίως λόγω του θέματος του, την σύγκρι(ου)ση της γενιάς του ’68 και της σημερινής.Η Ελλάδα ήταν (ως συνήθως) απούσα από τις κοσμοϊστορικές εξελίξεις που συνέβησαν το ’60 στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι άτομα σαν τον Χριστόδουλο και τον Καραμανλή έχουν σημαντική απήχηση στην σημερινή κοινωνία.Όλη αυτή η φιλολογία για τον Μάη του ’68 κτλ που τόσο αγαπητή είναι στην Ευρώπη, είναι εντελώς ξένη στον σημερινό έλληνα που ενθουσιάζεται κυρίως με βιβλία που έχουν σχέση με την ανατολή (μάγισσες της Σμύρνης, Κών/πολη, Μέγαρο Γιακουμπιάν κτλ)

Θέμα του ποστ όμως δεν είναι το βιβλίο, αλλά η ταινία (γερμανικής παραγωγής) που είδα πρόσφατα.
Αποτελεί σε γενικές γραμμές πιστή μεταφορά του βιβλίου – η πιο χτυπητή αλλαγή είναι η μεταφορά της δράσης από την Γαλλία στην Γερμανία (πρακτικά δεν έχει σημασία).

Παρακολουθούμε την ζωή δύο ετεροθαλών αδερφών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους: ο ένας αφοσιωμένος επιστήμονας (βιολόγος) με ανύπαρκτη σεξουαλική ζωή, ο άλλος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, πρόσφατα χωρισμένος που αναζητάει έντονες σεξουαλικές εμπειρίες, αλλά τελικά καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.Η μητέρα τους, χίπισσα των 60ς, τους γέννησε και τους παράτησε στην γιαγιά τον έναν, εσώκλειστο σε σχολείο τον άλλον.

Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η ταινία αναπτύσει 3 θέματα:

1. Ο βιολόγος-ερευνητής που επιδιώκει (και τελικά πετυχαίνει) να βρει έναν τρόπο ασεξουαλικής αναπραγωγής των ανθρώπων δίνει την αφορμή για σκέψεις σχετικά με την έρευνα, την βιολογία και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Οι απόψεις του συγγραφέα πάνω στα θέματα αυτά είναι σε γενικές γραμμές αδιάφορες και αποτελούν μείον του βιβλίου (ιδίως τα ψευδοπροφητικά μανιφέστα για τον «νέο άνθρωπο» και δεν συμμαζεύται) – η ταινία τις προσπερνάει και καλά κάνει.

2. Η μητέρα-χίπισσα δίνει την αφορμή για σχόλια πάνω στην γενιά του ’68 και κυρίως για την εξέλιξη αυτών των ανθρώπων και την σχέση τους με τα παιδιά τους.Ήταν το μοναδικό ενδιαφέρον κομμάτι του βιβλίου, κυρίως επειδή απέφυγε το κλισέ του χίπυ που έγινε γιάπης.Στην ταινία όμως αυτή η θεματική αναπτύσσεται άσχημα.Η κινηματογράφηση των 60ς είναι πολύ κακή.Το ντύσιμο της μητέρας είναι άκυρο, καμμία σχέση.Ο σκηνοθέτης κάνει την αποτυχημένη προσπάθεια να αλλοιώσει τα χρώματα, προφανώς για να δώσει μια ονειρική διάσταση στην εποχή.Οι εικόνες που προκύπτουν όμως είναι άστοχες, πιο πολύ μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από εφηβικό κοριτσίστικο manga.Η αποτυχία αναπαράστασης της αισθητικής των 60ς αφαιρεί την δυνατότητα για οποιοδήποτε σοβαρό σχόλιο και είναι το μεγάλο μείον της ταινίας.

3. Την ιστορία του καθηγητή.Αυτή είναι περισσότερη κινηματογραφική από όλες και αποτυπώνεται αρκετά καλά στο πανί, ενίοτε με χιούμορ.Κρατά το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά το πρόβλημα είναι ότι δεν πολύκολλάει με την υπόλοιπη ταινία. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κάπως πειραγμένο μελόδραμα, με τον ήρωα να βρίσκει τον έρωτα, να τον χάνει και να τρελένεται.


Τι πιστεύω σε γενικές γραμμές και για την ταινία και για το βιβλίο:

Η αντιπαράθεση δύο γενιών, αυτής του ’68 και αυτής των παιδιών της, είναι εξαιρετικό θέμα (ιδιώς για ταινία).
Το πρόβλημα είναι ότι ο συγγραφέας το χειρίστηκε εντελώς άτσαλα.
Ενώ η μητέρα-χίπισσα είναι πετυχημένος χαρακτήρας (δηλαδή δίνει το στίγμα της εποχής της), τα παιδιά της είναι εντελώς ακατάλληλα για να γίνει «σύγκριση» των δύο γενιών.

Ο επιστήμονας έχει κάποιο νόημα: τα 60ς ήταν η εποχή των κοινωνικών επιστημών (με αποτελέσματα που δεν θα σχολιάσω...), ενώ σήμερα των θετικών.Ίσως έχει ενδιαφέρον η σύγκριση 60ς-κοινωνικές επιστήμες-ελευθεριώτητα-σεξ με το σήμερα θετικές επιστήμες-συντηριτισμός-σεξουαλικό «σφίξιμο».Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας είναι τραβηγμένος από τα μαλλιά (35+ χρονών παρθένος), οι δε σκέψεις του συγγραφέα σχετικά με την επιστήμη (βιολογία) και το μέλλον του ανθρώπου εντελώς επιφανειακές – ιδιώς αυτά για ασεξουαλική αναπαραγωγή.

Ο καθηγητής είναι ο πιο αποτυχημένος χαρακτήρας από όλους.Η ιστορία του έχει ενδιαφέρον (όπως είπα), ιδιώς στην κινηματογραφική εκδοχή της, αλλά είναι άσχετη με το θέμα.
Το πρόβλημα είναι ότι ο ήρωας αυτός είναι ψυχικά ασθενής και μάλιστα σοβαρά (στο τέλος μας λέει ότι έμεινε για χρόνια στο ψυχιατρείο), μάλλον σχιζοφρενής.Από την στιγμή που ισχύει αυτό όμως, κάθε σύγκριση με τις προηγούμενες γενιές είναι άκυρη.Κάθε τι που συμβαίνει στον ήρωα μπορεί να ερμηνευτεί καλύτερα από την νόσο του, παρά από συνέπειες του τρόπου που μεγάλωσε – π.χ. η αποτυχία του γάμου του.
Πολλοί αριστεροί ή αριστερόστροφοι διανοητές (οι περισσότεροι μη έχοντας σχέση με την ιατρική) είδαν τα ψυχικά νοσήματα σαν συνέπειες των κοινωνικών συνθηκών (για να το πω απλά, είπαν ότι ο καπιταλισμός τρελαίνει/προκαλεί κατάθλιψη) – ο Β.Ραιχ μάλιστα το επέκτεινε αυτό ακόμα και τον καρκίνο (!).Αυτά σήμερα δεν έχουν καμμία αξία.Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι γίνεται σχιζοφρενής κάποιος επειδή η μητέρα του είναι ούφο,τον παρατάει όπου βρει και δεν ασχολείτα μαζί του.’Αρα λοιπόν η σύγκριση που επιθυμεί να κάνει ο συγγραφέας είναι άκυρη και ο ήρωας του αποδυναμώνει την προσπάθεια του: δεν μας λέει τίποτα για την σχέση του με την γενιά των γονιών του.








Κυριακή 18 Μαΐου 2008

Η ελληνική ιδιαιτερότητα

Σε μια συζήτηση που είχα πρόσφατα σχετικά με ένα πρόβλημα, πρότεινα κάποιες λύσεις που είχα δει να εφαρμόζονται στο εξωτερικό, όταν αντιμετώπισαν κάτι παρόμοιο.

Ο συνομιλητής μου μου απάντησε ότι "αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα", ότι είναι άλλες οι συνθήκες εδώ και ότι πρέπει να τις λαμβάνουμε υπ'όψη.
Κάτι που δουλέυει έξω, μπορεί να μην δουλέυει σε εμάς εδώ.

Στην συνέχεια είπε ότι έχει βαρεθεί να ακούει ότι στο εξωτερικό όλα δουλεύουν σωστά και ότι εμείς είμαστε πίσω και ότι κατά την γνώμη του είναι "βλαχιά" (sic) να αντιγράφουμε άκριτα τους ξένους και να μην λαμβάνουμε υπ'όψη την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας.



Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει καμμία ελληνική ιδιαιτερότητα.
Ό,τι ισχύει για τον έλληνα, ισχύει και για τον ευρωπαίο.

Κανείς δεν θέλει να ζει μέσα στα σκουπίδια.
Κανείς δεν θέλει να ψάχνει με τις ώρες να παρκάρει.
Κανείς δεν θέλει σύστημα υγείας σαν το ελληνικό.
Κανείς δεν θέλει γραφειοκρατία.
Κανείς δεν θέλει ανοργανωσιά και τσαπατσουλιά.

Όλοι θέλουν πράσινο.
Όλοι θέλουν ωραίες πόλεις.
Όλοι θέλουν να τους σέβεται το κράτος και οι συμπολίτες τους.
Όλοι θέλουν λογικούς νόμους που να ισχύουν για όλους.

Δεν καταλαβαίνω σε τι είμαστε διαφορετικοί εμείς.
Υπάρχουν πόλεις στο μέγεθος της Αθήνας που έχουν λύσει και το πρόβλημα του πάρκινγκ και το πρόβλημα των σκουπιδιών.
Δεν καταλαβαίνω σε ποια δική μας "ιδιαιτερότητα" πρέπει να προσαρμοστούν οι λύσεις που βρήκαν αυτοί.
Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλουμε να εφαρμόσουμε "άκριτα" τις λύσεις αυτές.
Ποια ακριβώς κριτική να κάνουμε σε μια λύση που αποδεδειγμένα λειτουργεί;

Αυτό που πολλοί αποκαλούν "ελληνική ιδιαιτερότητα" είναι η ανευθυνότητα, η έλλειψη συνείδησης, η "κακή" νοοτροπία.
Έτσι λοιπόν ακούμε την απάντηση "δεν θα λειτουργήσει, γιατί ο έλληνας δεν είναι ελβετός".
Ούτε ο ελβετός είναι ελβετός όμως.
Οι ιδιότητες που ανέφερα παραπάνω και που αποδίδονται στην "ελληνική νοοτροπία", είναι στην πραγματικότητα παγκόσμιες.Τις έχουν και οι ελβετοί, γι'αυτό στην χώρα τους υπάρχει επίσης τροχαία, αστυνομία, πρόστιμα, δικαστήρια, φυλακές.
Γι'αυτό εξάλλου και οι λύσεις που εφαρμόζουν έχουν σαν στόχο να πλήξουν αυτές τις συμπεριφορές και νοοτροπίες που εμείς εσφαλμένα αποκαλούμε "ελληνική ιδιαιτερότητα" και μάλλον θέλουμε να διατηρήσουμε. (βάσει το αξιώματος, ό,τι είναι ελληνικό, είναι και καλό)

Κλείνοντας, ένα σχόλιο περί βλαχιάς.

Είναι βλαχιά, όπως ισχυρίστηκε ο συνομιλητής μου, να αντιγράφουμε άκριτα αυτά που κάνουν οι άλλοι;

Κατά την γνώμη μου, όχι.
Βλαχιά είναι να μην κάνεις κάτι από φόβο μην σε πούνε βλάχο.
Το να αντιγράφεις κάτι που λειτουργεί είναι ευφυΐα, όχι ντροπή.

Όσο για το "άκριτα", απάντησα.
Τι κριτική να κάνουμε;
Αφού δουλεύει λέμε.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

We are the dead

Την Παρασκευή παρακολούθησα μια φοιτητική θεατρική παράσταση.

Πάνε περίπου 2 χρόνια από τότε που εγκατέλειψα την φοιτητική ζωή και μάλλον είχα ξεχάσει πώς είναι.
Το dress-code των φοιτητών μου άρεσε πολύ, τα φθαρμένα τζην, τα βρώμικα (και ενίοτε επιμελώς τρύπια) αθλητικά παπούτσια, οι χίπικες μπλούζες, τα χαϊμαλιά – όλη αυτή η τρέλα με άγγιξε.Η κοπέλα που έκοβε εισητήρια φορούσε ένα από αυτά τα καλοκαιρίνα υφασμάτινα παντελόνια που δένουν με σχοινάκι στην μέση και όταν σκύβεις, φαίνεται μερικές φορές η «χωρίστρα» των οπισθίων. Piercing και τατουάζ σε απίθανα σημεία.Μου άρεσαν τα πρόσωπα των φοιτητών, εξέπεμπαν μια χαρά που δεν βρίσκεις πλέον όταν εισέλθεις στον κόσμο της εργασίας.Μου άρεσε του αθώο και χαρούμενο πρόσωπο μιας κοπέλας, έτσι κλεφτά όπως μπόρεσα να το δω λίγο μέσα στην νύχτα, ενώ μιλούσε με τους φίλους της.Φορούσε ένα μαύρο κορμάκι και επίσης μαύρο κολάν.Πάνω από αυτά φορούσε κάτι που ήταν φούστα και μπλούζα μάζι, με ψυχεδέλικα χρώματα και σχήματα.Είχε ένα βραχιόλι στο πόδι.Αντί για παπούτσια φορούσε κάτι σαν αυτά τα ολλανδικά υποδήματα των χωρικών που βλέπουμε στους πίνακες του Brügel του πρεσβύτερου.


Αυτός ο τρόπος ντυσίματος (ίσως ο όρος «tribal» να είναι επιτυχημένος) χαρακτηρίζει όσους συμμετέχουν στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοπόιησης (δεν λέω αριστερά) εδώ στην Ευρώπη. Έχω εντοπίσει και στην ελλάδα ορισμένους νέους με τέτοιο dress-code, νομίζω όμως ότι είναι μειοψηφία.Παρόλο που εγώ ποτέ δεν ακολούθησα το εναλλακτικό αυτό ντύσιμο (το δικό μου στυλ θα το χαρακτήριζα ακαλαίσθητο σοβαροφανές με προσεκτικά επιλεγμένα παπούτσια), μπορώ να πω ότι μου αρέσει και σίγουρα το προτιμώ από το καγκουρο-τρέντυ-κυριλέ που επικρατεί στην χώρα μας και γεμίζει της καφετέριες του κουτσομπολιού και του φραπέ, όπως και τα φτηνιάρικα ακριβά μπουζουκοτσίρκα με τις ντίβες και τους σταρ της βαλκανικής χωριατιάς.Δείχνει αυτό το εναλλακτικό ντύσιμο μια διάθεση για ψάξιμο και αναζήτηση, μια προσπάθεια φυγής από την παράδοση.Ασπάζομαι αυτήν την κοσμοθεωρία, παρόλο που δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την γκαρτναρόμπα μου (βασικά μια ντουλάπα με αταξινόμητα καλοκαιρίνα, χειμερινά, αθλητικά και ορισμένα εφηβικά κατάλοιπα είναι).


Oι φοιτητές εδώ στην Ευρώπη έχουν έντονη την θέληση να μορφωθούν, να γνωρίσουν, να ψαχτούν.Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν μπόρεσα να αφουγκραστώ τέτοια διάθεση στον φοιτητικό κόσμο όσο ήμουν μέρος του.Ακόμα και οι εναλλακτικά ενδεδυμένοι εκφράζουν πολιτικές απόψεις τσοχατζόπουλου και λαλιώτη (όσο και αν δεν το καταλαβαίνουν ή το αρνούνται) – όπως αποδεινύει και το γεγονός ότι μετά το πέρας των σπουδών μάλλον θα επιδιώξουν να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι.

Ενώ περιμένω τους ηθοποιούς να βγουν, παρατηρώ όλους αυτούς τους φοιτητές γύρω μου.Πίνουν μπίρες, κάνουν χαβαλέ, μοιάζουν όλοι χαρούμενοι.Κρίμα που δεν είχα και εγώ τέτοιες εμπειρίες στην φοιτητική μου ζωή (διασκέδασα αρκετά με τους συμφοιτητές μου, όχι έτσι όμως).Θα δούμε το 1984 – πόσοι να το έχουν διαβάσει άραγε; Εγώ το διάβασα πριν 15 χρόνια, κάποιοι από αυτούς ήταν μωρά τότε...Ωραία πρόσωπα, άνετο στυλ, χαλαρό, φλερτάκια, μυρωδιά μπάφων.



Τι γίνονται όλοι αυτοί όταν πάρουν το πτυχίο;








Something kind of hit me today
I looked at you and wondered if you saw things my way
People will hold us to blame
It hit me today, it hit me today



Were taking it hard all the time
Why dont we pass it by?
Just reply, youve changed your mind
Were fighting with the eyes of the blind
Taking it hard, taking it hard

Yet now

We feel that we are paper, choking on you nightly
They tell me son, we want you, be elusive, but dont walk far
For were breaking in the new boys, deceive your next of kin
For youre dancing where the dogs decay, defecating ecstasy
Youre just an ally of the leecher
Locator for the virgin king, but I love you in your fuck-me pumps

And your nimble dress that trails
Oh, dress yourself, my urchin one, for I hear them on the rails
Because of all weve seen, because of all weve said
We are the dead



One thing kind of touched me today
I looked at you and counted all the times we had laid
Pressing our love through the night
Knowing its right, knowing its right
Now Im hoping someone will care
Living on the breath of a hope to be shared
Trusting on the sons of our love
That someone will care, someone will care


But now
Were todays scrambled creatures, locked in tomorrows double feature
Heavens on the pillow, its silence competes with hell
Its a twenty-four hour service, guaranteed to make you tell
And the streets are full of press men
Bent on getting hung and buried
And the legendary curtains are drawn round baby bankrupt
Who sucks you while youre sleeping
Its the theater of financiers
Count them, fifty round a table
White and dressed to kill
Oh caress yourself, my juicy
For my hands have all but withered
Oh dress yourself my urchin one, for I hear them on the stairs

Because of all weve seen, because of all weve said

We are the dead

We are the dead

We are the dead